Είναι μια από τις πληγές των σύγχρονων κοινωνιών η αντιμετώπιση της οποίας αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Αντρες που κακοποιούν γυναίκες, τις δέρνουν, τις βιάζουν, τις σκοτώνουν. Συμβαίνει παντού, και στην Ελλάδα, και με μία συχνότητα που δεν παρουσιάζει πτωτική τάση. Η πρώτη, άμεση αντίδραση της κοινής γνώμης και ορισμένων πολιτικών δυνάμεων είναι πάντα η κατασταλτική: οι δράστες πρέπει να τιμωρούνται με απόλυτη αυστηρότητα και να καταλήγουν στη φυλακή, υποστηρίζουν.
Μια εναλλακτική επιλογή θα μπορούσε να είναι η παρέμβαση στην ανδροκρατούμενη κουλτούρα με την οποία είναι εμποτισμένες οι κοινωνίες, τροποποιώντας πλεονεκτήματα, προσδοκίες, ρόλους και συμπεριφορές. Η πορεία είναι σίγουρα μακρά και δύσκολη. Ομως ελάχιστα γίνεται λόγος και για έναν τρίτο δρόμο που πρέπει επίσης να διανοιχθεί, αρχικά, και να διανυθεί, στη συνέχεια, με αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα: τον δρόμο της ψυχολογικής υποστήριξης των δραστών, η οποία είναι εξαιρετικά χρήσιμη για την αποτροπή επανεμφάνισης της βίας, ιδιαίτερα στο οικογενειακό περιβάλλον.
Τον Νοέμβριο του 2021 άρχισε να λειτουργεί στη Λιλ της Γαλλίας ένα κέντρο φιλοξενίας και αποκατάστασης ατόμων που άσκησαν βία στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Ονομάζεται Κέντρο Συνοδείας και Πρόληψης (Centre d’Accompagnement et de Prévention- CAP) και σε αυτό εργάζονται ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί και δικαστικοί επιμελητές.
Διαθέτει δέκα διαμερίσματα στα οποία μπορούν να φιλοξενηθούν έως και 25 άτομα, άνθρωποι που κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία εν αναμονή της δίκης τους, ούτως ώστε να μην επιστρέφουν στο σπίτι όπου έμεναν με την κακοποιημένη σύζυγο ή σύντροφό τους.
Κατά τους πρώτους έξι μήνες λειτουργίας του το CAP φιλοξένησε 48 άνδρες και παρακολούθησε περισσότερα από 200 άτομα υπό δικαστική επίβλεψη. Η διαδικασία ενεργοποιείται αμέσως μόλις γίνει η πρώτη αναφορά βίαιης συμπεριφοράς. «Είναι σημαντικό να αποφευχθεί η δημιουργία ενός κύκλου βίας, ο οποίος επαναλαμβάνεται και επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου», εξήγησε η Πολίν Μποτούρ, συντονίστρια στο CAP και δικαστική επιμελήτρια, μιλώντας στη Libération.
Το 35% όλων όσοι καταλήγουν στο CAP συμμετέχουν σε προγράμματα απεξάρτησης από το αλκοόλ ή ναρκωτικές ουσίες. Κάποιοι, μάλιστα, υποστηρίζουν πως «δεν ήμουν εγώ, ήταν το αλκοόλ». Πολλοί αρνούνται ή παραποιούν τα γεγονότα, τα υποβαθμίζουν. Υπάρχουν εργάτες και αρχιτέκτονες, υπάλληλοι γραφείου και γιατροί. Καμία κοινωνική τάξη δεν γλιτώνει. «Οι συνεδρίες λειτουργούν ως βαλβίδα εκτόνωσης, σιγά σιγά οι λέξεις μαλακώνουν. Στόχος είναι να καταστούν οι δράστες υπεύθυνοι. Δεν γνωρίζουν απαραίτητα ότι η συμπεριφορά τους είναι πηγή βίας», σημείωσε η γαλλίδα ειδικός.
«Το κυριότερο είναι να ανακτήσω τα δικαιώματά μου όσον αφορά τα παιδιά. Μερικές φορές δεν αντέχω άλλο, κλαίω», παραδέχτηκε ένας άνδρας, και αυτό αποτελεί επίσης ένα θετικό βήμα, η έκφραση των όποιων συναισθημάτων, η επεξεργασία και η ερμηνεία τους. Το έργο του δικαστικού επιμελητή έγκειται στην ανάδειξη της προόδου των δραστών αλλά στην αναφορά πιθανής μη τήρησης των όποιων δεσμεύσεών τους, είτε πρόκειται για την υποχρέωση να παρίστανται στις συνεδρίες είτε για την υποχρέωση να μην έρχονται σε επαφή με τα θύματά τους. Ενίοτε, ωστόσο, οι κατηγορούμενοι «έχουν έναν βαθμό επίγνωσης των πράξεών τους που ξεπερνά τις προσδοκίες μας», πρόσθεσε η Μποτούρ, εξηγώντας πως ιδιαίτερα σημαντικές είναι, φυσικά, και οι μαρτυρίες των κακοποιημένων γυναικών.
Στη μητροπολιτική περιοχή της Λιλ, οι αναφορές για ενδοοικογενειακή βία αυξήθηκαν κατά 39% από το 2019 έως 2021. Η μεγάλη αύξηση οφείλεται εν μέρει στο ότι ολοένα περισσότερες γυναίκες βρίσκουν, πλέον, το θάρρος να καταγγείλουν τους συζύγους/συντρόφους τους που τις κακοποιούν. Αλλά το ποσοστό υποτροπής είναι χαμηλότερο σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο: 4,1% την τελευταία πενταετία έναντι 15% σε ολόκληρη τη Γαλλία.
Ο Ζαν-Φρανσουά Μασελίς, διευθυντής της υπηρεσίας υποστήριξης θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας στην πόλη Ρουμπέ, προσβλέπει σε μια μακροχρόνια διαδικασία με στόχο την ευαισθητοποίηση των δραστών. Οι οποίοι συχνά, μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, αρχίζουν να συμβιώνουν ξανά με τα πρώην θύματά τους, με τη συγκατάθεσή τους φυσικά, και σε αυτές τις περιπτώσεις το σημαντικό είναι να αποφεύγεται η υποτροπή.
Η εισαγγελέας της Λιλ Καρόλ Ετιέν επιμένει πως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη των γυναικών-θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. «Δεν είναι ασυνήθιστο να με επικρίνουν τα θύματα, λέγοντας “Δεν ήθελα να καταδικαστεί, μόνον να θεραπευτεί ήθελα”». Οσο περισσότερο και όσο πιο σωστά αρχίσουν οι αρμόδιες υπηρεσίες να ανταποκρίνονται σε αυτό το αίτημα, τόσο περισσότερες πιθανότητες θα έχουν τα θύματα να σταθούν ξανά στα πόδια τους. Γιατί «η επισφάλεια του δράστη θέτει σε κίνδυνο το θύμα», σημείωσε η Πολίν Μποτούρ. «Προσπαθούμε να φτάσουμε στη ρίζα της βίας. Η ελπίδα είναι ότι το άτομο που θα έχουμε μπροστά μας μετά τη θεραπεία θα είναι διαφορετικό από αυτό που μας καταγγέλθηκε», πρόσθεσε από την πλευρά της η εισαγγελέας της Λιλ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News