Το τελευταίο έργο του Ευάγγελου Βενιζέλου «Εκδοχές Πολέμου 2009-2022» είναι ίσως το χρησιμότερο εγχειρίδιο για την ερμηνεία και την κατανόηση της πρόσφατης ιστορικής περιόδου της Ελλάδας.
Θα το διαπιστώσουν όσοι το διαβάσουν, καθώς θα βρεθούν αντιμέτωποι με μία ιδιαιτερότητα. Δεν πρόκειται για κείμενο με το οποίο κανείς θα συμφωνήσει ή θα διαφωνήσει. Πρόκειται για καταγραφές περιστατικών μίας κρίσιμης περιόδου για την υπόσταση της χώρας, η οποία όπως σημειώνει και ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (ορθότερα: των κυβερνήσεων), δεν έχει τελειώσει, καθώς «έχει την ιδιορρυθμία να εισχωρεί στην περίοδο που ακολουθεί, η οποία δεν σηματοδότησε ποτέ την επάνοδο στην κανονικότητα». Υπό αυτήν την έννοια, η ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι η ανάγνωση του βιβλίου μπορεί να ενοχλήσει κάποιους ή να ανακουφίσει άλλους. Τα όσα αναφέρονται όμως δεν χωρούν αμφισβητήσεις.
Εξίσου σημαντική με το βιβλίο ήταν και η ομιλία του Ευάγγελου Βενιζέλου στην παρουσίαση που έγινε στις 26 Ιουλίου στο Βυζαντινό Μουσείο. Εκεί αναφέρθηκαν πολλά, χρήσιμα και κρίσιμα.
Όπως για παράδειγμα, όσα έχουν να κάνουν με την κατανομή ευθυνών μεταξύ πολιτικών διαχειριστών και πολιτών, ειδικά στην περίοδο της μεγάλης και πιθανώς ανυπέρβλητης σύγχυσης, την οποία διανύουμε.
Είπε σχετικά ο Βενιζέλος: «Όχι, οι πολιτικοί διαχειριστές έχουν βουνά ευθύνης, αλλά ένας κόκκος άμμου αθροίζεται στις εκλογές και στη μεταπολίτευση ποτέ δεν ψηφίστηκε άπαξ μία επιλογή, πάντα ψηφίστηκε δύο τουλάχιστον φορές. Ακόμα και η διαχείριση της περιόδου 2010-2015 ψηφίστηκε δύο φορές, το φθινόπωρο του 2009 και στις διπλές εκλογές του 2012. Δεν ενεργούσαμε ερήμην του ελληνικού λαού ή εναντίον της βούλησης του εκλογικού σώματος, εκφράσαμε τη βούληση του εκλογικού σώματος, πάντως όπως διαμορφώθηκε στις εκλογές του 2012. Λησμονείται στην ανάλυση που γίνεται, συνήθως, η εντολή που χορηγήθηκε στις εκλογές του 2012, αυτή που στη συνέχεια εκτέλεσε, κατά την επιθυμία του ελληνικού λαού, η κυβέρνηση των τριών κομμάτων στην αρχή και στη συνέχεια η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου».
Αυτό που δεν έχει αξιολογηθεί όσο θα έπρεπε, είναι τι θα μπορούσαν να έχουν κάνει Σαμαράς και Βενιζέλος την περίοδο που κυβέρνησαν – και κατ’ επιλογήν δεν έκαναν:
«Θα μπορούσαμε να έχουμε ανεβάσει τη δική μας ροκ όπερα», είπε ο πρώην αντιπρόεδρος και εξήγησε: «Αναφέρομαι πολύ συχνά στον Αλεξάντερ Χάμιλτον που είναι αυτός που έκανε τη δημοσιονομική ομοσπονδοποίηση, όπως λέγεται, της Αμερικής, το fiscal federalism. Πέθανε πολύ νέος σε μονομαχία, είναι ο μόνος πατέρας της αμερικανικής Ομοσπονδίας και του αμερικανικού Συντάγματος που δεν έχει διατελέσει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και η προσωπογραφία του βρίσκεται στο δολάριο, και όταν η Federal Reserve πρότεινε να αφαιρεθεί για να μπει μία γυναίκα, για να είναι politically correct το όλο εικαστικό αποτέλεσμα, ξεσηκώθηκε μία πολύ μεγάλη αντίδραση, υπέρ του Χάμιλτον και ανέβηκε μία πολύ μεγάλη όπερα “Αλεξάντερ Χάμιλτον”. Θα μπορούσαμε να την ανεβάσουμε με τον Αντώνη εμείς άνετα ως κυβέρνηση, αλλά δεν το κάναμε. Δεν το κάναμε γιατί νιώθαμε ότι έχουμε μια ευθύνη απέναντι στον τόπο, απέναντι στο αλωνάκι αυτό».
Από την περίοδο εκείνη βρεθήκαμε, περίπου υπνοβατώντας, στη σημερινή συγκυρία του πολέμου και της νέας εκδοχής της παγκόσμιας κρίσης. Όπως σημείωσε ο Βενιζέλος: «Αναγκαστικά πρέπει να τοποθετηθούν όλα αυτά στα συμφραζόμενα της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης, του πολέμου στην Ουκρανία, του νέου διεθνούς τοπίου, του παγκόσμιου συσχετισμού που αλλάζει, των νέων απειλών, της στρατηγικής αβεβαιότητας που έχει η Δύση, καθώς ο πόλεμος θα κριθεί όχι στην Ουκρανία, αλλά στο εσωτερικό των δυτικών δημοκρατιών και πιο συγκεκριμένα στο εσωτερικό της αμερικανικής δημοκρατίας. Ο πόλεμος αυτός και ο νέος παγκόσμιος συσχετισμός θα κριθεί εντός των θεσμών και των μηχανισμών της αμερικανικής δημοκρατίας, η οποία συμπαρασύρει και την Ευρωπαϊκή Ένωση και αυτό είναι το μεγάλο μας στοίχημα και για αυτό πρέπει να προετοιμαζόμαστε».
Μιλώντας για την αμερικανική δημοκρατία, τα γραφόμενα και τα λεγόμενα του Βενιζέλου έρχονται σε μία πολύ ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το πρόσφατο βιβλίο του Ντέιβιντ Μάμετ, «Recessional – The Death of Free Speech and the Cost of a Free Lunch».
Είναι μία σειρά δοκίμια του θεατρικού συγγραφέα, ο οποίος θίγει ένα από τα μεγάλα ζητήματα της εποχής, αυτό της συμπεριφοράς των πολιτιστικών, πολιτικών και λοιπών ελίτ. Στην ουσία ανατέμνει, όπως σημειώνεται εισαγωγικά, «τον ιό της συμμόρφωσης, που σήμερα είναι μία υπαρξιακή απειλή για τη Δύση» και εξηγεί πως «καταπνίγοντας την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, σκοτώνουμε την εφευρετικότητα και τη δημοκρατία – τα θεμέλια της ασφάλειας και της ανάπτυξης».
Στην ουσία ο Μάμετ επιχειρεί να εξηγήσει πως αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, άμεσα, η πολιτιστική αγριότητα, όπως χαρακτηρίζει το φαινόμενο, «οι κομισάριοι και οι αφελείς παρατρεχάμενοι τους, θα μεταμορφώσουν τη Γη της Ελευθερίας στην δικτατορία στην οποία αποσκοπούν».
Δεν είναι προφανή όλα αυτά. Ο Μάμετ στην ουσία στρέφεται κατά του τρόπου με τον οποίο η πολιτική ορθότητα της φιλελεύθερης ελίτ, φέρνει τελικά τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που νομίζει.
Λέει χαρακτηριστικά: «Υπάρχουν δύο εκδοχές μίας ιστορίας μόνο στις περιπτώσεις που δεν μας αφορούν άμεσα (βλ. εδώ και τα σχετικά με τον Βενιζέλο). Διαφορετικά, υπάρχει μόνο μία. Και το ότι “η αλήθεια πρέπει πάντα να βρίσκεται κάπου στη μέση’’, είχε απορριφθεί ως ιδέα ακόμη και από τον Σολομώντα. Άλλοτε συμβαίνει αυτό, άλλοτε όχι και γι’ αυτό έχουμε κανόνες αντιπαράθεσης. Ένας από αυτούς είναι το Σύνταγμα μας. Όμως, πώς μπορεί να υπάρξει μία αντιπαράθεση (συζήτηση, δίκη, εκλογική διαδικασία), όταν η μία πλευρά απορρίπτει όχι απλώς τις απόψεις του αντιπάλου, αλλά το ίδιο το δικαίωμα της ύπαρξης του;».
Στην περίοδο της σύγχυσης και των πολλαπλών κρίσεων, όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι ερμηνευτικά εργαλεία, έστω και αν η χρήση τους απαιτεί κόπο.
Γιατί το βασικότερο, όπως αναδεικνύεται με πολλαπλές αφορμές, είναι αυτό που επισημαίνει ο Μάμετ: «Το ερώτημα μου, όσο παρακολουθώ την αγαπημένη μου αμερικανική δημοκρατία και κουλτούρα να διαλύεται, ήταν “τι μπορώ να κάνω”. Δεν βρήκα απάντηση. Όμως διαπιστώνω με την πάροδο του χρόνου, ότι ένα διαφορετικό ερώτημα με έφερε πιο κοντά στην γαλήνη. Αυτό το ερώτημα είναι: Πώς θα φτάσω στην σαφήνεια;». Όπως είπε και ο Βενιζέλος: «Η ακρίβεια καμιά φορά είναι πολύ πιο αυστηρή από οποιονδήποτε χαρακτηρισμό».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News