Αυτό το καυτό καλοκαίρι μας έχει ήδη δώσει μια πρόγευση όσον αφορά το πώς θα μπορούσαν να είναι τα περισσότερα καλοκαίρια του μέλλοντος: κόλαση κυριολεκτικά. Κυρίως στις πόλεις και ειδικά στις μεγαλουπόλεις, όπου το φαινόμενο των «θερμικών νησίδων» αυξάνει περαιτέρω τις θερμοκρασίες: αδρανή υλικά, πίσσα και τσιμέντο, τα υλικά από τα οποία κατασκευάζονται παραδοσιακά τα κτίρια και οι δρόμοι, απορροφούν τη θερμότητα του ήλιου κατά τη διάρκεια της ημέρας και στη συνέχεια την εκλύουν εκ νέου στο περιβάλλον. Το φαινόμενο των «θερμικών νησίδων» γίνεται αισθητό κυρίως το βράδυ και ευθύνεται για το πολύ χαμηλό θερμομετρικό εύρος κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Υπό τέτοιες συνθήκες, η τυπική αντίδραση είναι ο κλιματισμός. Τα κλιματιστικά είναι άμεσα απαραίτητα, ούτως ώστε να είναι κατοικήσιμα τα κτίρια και τα γραφεία, αλλά στην πραγματικότητα επιδεινώνουν το πρόβλημα. Καταρχάς τα παραδοσιακά συστήματα κλιματισμού εκλύουν ζεστό αέρα στην ατμόσφαιρα, καθιστώντας, έτσι, τις περιοχές γύρω από τα κτίρια που ψύχουν ακόμα πιο θερμές. Επιπρόσθετα καταναλώνουν ενέργεια, η παραγωγή της οποίας εξακολουθεί να ευθύνεται για την έκλυση τεράστιων ποσοτήτων αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, ενώ λειτουργούν, κιόλας, με πολύ ισχυρά, φθοριούχα, αέρια του θερμοκηπίου, όπως οι υδροφθοράνθρακες, που υπερθερμαίνουν την ατμόσφαιρα πολύ περισσότερο από το διοξείδιο του άνθρακα. Με λίγα λόγια, η μαζική χρήση των κλιματιστικών δημιουργεί μια νέα πηγή υπερθέρμανσης του πλανήτη και διαιωνίζει έναν φαύλο κύκλο.
Εναλλακτικές λύσεις
Υπάρχουν, όμως, εναλλακτικές επιλογές; Υπάρχουν. «Ενα μουσείο στο Ρίο ντε Τζανέιρο αντλεί νερό από έναν κοντινό κόλπο για την ψύξη του. Ομοίως, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα, το κέντρο του Τορόντο διαθέτει ένα σύστημα ψύξης που χρησιμοποιεί δροσερό νερό από τη λίμνη για να απορροφά τη θερμότητα από τα κτίρια της πόλης. Ενα νοσοκομείο σε μια αγροτική περιοχή του Μπαγκλαντές χρησιμοποιεί αυλές και κανάλια για να δημιουργεί ένα δροσερό μικροκλίμα. Οι αρχιτέκτονες στη Σιγκαπούρη, την πρωτεύουσα των κλιματιστικών στη Νοτιοανατολική Ασία, προσανατολίζουν τα κτίρια με τρόπο ώστε να μπορεί ο άνεμος να πνέει μέσα από τα οικοδομικά τετράγωνα της πόλης και χρησιμοποιούν κάθετους κήπους για να δροσίζουν πολυτελή ξενοδοχεία και κτίρια γραφείων» αναφέρει ενδεικτικά η Σόμινι Σενγκούπτα, global correspondent των New York Times με ειδίκευση στο κλίμα.
«Το σύστημα ψύξης του Τορόντο εξοικονομεί ηλεκτρική ενέργεια που επαρκεί για την τροφοδότηση μιας πόλης 25.000 κατοίκων επί έναν χρόνο, ενώ το σύστημα ψύξης του μουσείου του Ρίο καταναλώνει 50% λιγότερη ενέργεια από ένα συμβατικό σύστημα. Μια πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ εκτιμά ότι μια συντονισμένη παγκόσμια προσπάθεια για να καταστεί η ψύξη πιο βιώσιμη και αποτελεσματική θα μπορούσε να αποτρέψει σε παγκόσμιο επίπεδο εκπομπές οχτώ χρόνων, με βάση τα επίπεδα του 2018, σε βάθος τεσσάρων δεκαετιών», προσθέτει.
Ωστόσο οι εν λόγω λύσεις είναι περίπλοκες στην εφαρμογή τους, απαιτούν πολύ χρήμα και πολύ χρόνο (ο οποίος δεν υπάρχει), γεγονός που εξηγεί γιατί οι πιο πρωτοποριακές πόλεις όσον αφορά την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη (ή αυτές που πλήττονται περισσότερο) καθιέρωσαν τον θεσμό του συμβούλου για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, δουλειά του οποίου είναι να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές σχετικά τους τρόπους μετριασμού των κινδύνων που σχετίζονται με την υπερβολική ζέστη.
Η Αθήνα στην πρώτη γραμμή!
«Η Αθήνα είναι μία από μια σειρά πόλεων ανά την υφήλιο που προσπαθούν να βρουν τρόπους για να αντιμετωπίσουν αυτή τη νέα εποχή της ακραίας ζέστης. Επτά πόλεις σε τέσσερις ηπείρους, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής πρωτεύουσας, έχουν πλέον διορίσει “επικεφαλής θερμότητας”», αναφέρει η Καμίλα Χόγκσον των Financial Times.
Μιλώντας στη λονδρέζικη εφημερίδα η Ελένη Μυριβήλη, επικεφαλής Αντιμετώπισης Αστικής Υπερθέρμανσης στον Δήμο Αθηναίων, εξήγησε πως στόχοι της είναι, πρώτον, η ευαισθητοποίηση των πολιτών όσον αφορά τους κινδύνους που σχετίζονται με την ακραία ζέστη, δεύτερον, η προετοιμασία για την αντιμετώπιση των εν λόγω κινδύνων και, τρίτον, ο επανασχεδιασμός της πόλης.
Δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι συνηθισμένη στις υψηλές θερμοκρασίες, «πολλοί άνθρωποι δεν παίρνουν πολύ στα σοβαρά την έκθεση στη θερμότητα. Δεν καταλαβαίνουν ότι έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία και είναι πραγματικά επικίνδυνη», ανέφερε η ελληνίδα επιστήμονας, η οποία στα τέλη του προηγούμενου μήνα ανέλαβε και χρέη «παγκόσμιας επικεφαλής για τη θερμότητα» στο UN Habitat, το Πρόγραμμα του ΟΗΕ για τους Ανθρώπινους Οικισμούς.
Κατηγορίες… καυσώνων!
Μία από τις πρόσφατες πρωτοβουλίες της Αθήνας (χρηματοδοτήθηκε και συν-σχεδιάστηκε από το Κέντρο Ανθεκτικότητας του Ιδρύματος Adrienne Arsht-Rockefeller) όσον αφορά την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση των πολιτών, είναι ένα νέο σύστημα κατηγοριοποίησης των καυσώνων και προειδοποίησης για την εκδήλωσή τους, το οποίο η Ελένη Μυριβήλη περιέγραψε ως κάτι που πρόκειται να αλλάξει τα δεδομένα.
«Οι επιστήμονες ανέλυσαν κλιματικά δεδομένα δύο δεκαετιών της Αθήνας, όπως η θερμοκρασία και η υγρασία, καθώς και δεδομένα θνησιμότητας, προκειμένου να καθορίσουν ποιες συνθήκες θα ήταν πιο πιθανό να οδηγήσουν σε θάνατο — και μπορούν τώρα να κατατάξουν τους καύσωνες από το ένα έως το τρία, με τον πιο σφοδρό να συνεπάγεται “ακραίες θερμοκρασίες” και “σοβαρούς κινδύνους για την υγεία”», εξηγεί η δημοσιογράφος των FT.
Τα δέντρα είναι ένα από τα πιο οικονομικά μέσα για την αντιμετώπιση του φαινομένου των «θερμικών νησίδων» και των υψηλών θερμοκρασιών στις πόλεις. Ωστόσο και η φύτευση δέντρων είναι πιο περίπλοκη υπόθεση από όσο πιστεύεται. Καταρχάς γιατί για να μεγαλώσουν τα δέντρα, ούτως ώστε να προσφέρουν σκιά, χρειάζεται χρόνος, τουλάχιστον δέκα, ακόμη και είκοσι χρόνια. Ζήτημα επίσης αποτελεί και το ότι τα δέντρα χρειάζονται χώρο. Και πριν προβούν στη φύτευσή τους, οι αρμόδιοι στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, καλούνται να επιλύσουν διάφορα πρακτικά προβλήματα. «Πώς θα αντικατασταθούν οι θέσεις παρκαρίσματος που θα ακυρωθούν; Και πόσο φαρδιοί πρέπει να είναι οι δρόμοι για να περνούν τα ασθενοφόρα;», διερωτάται ενδεικτικά η βρετανίδα δημοσιογράφος.
Συντονισμένες στρατηγικές
Αλλά είναι σαφές πως για την αντιμετώπιση των ακραίων θερμοκρασιών στις σύγχρονες μητροπόλεις απαιτείται ένα σύνολο συντονισμένων στρατηγικών. Ξεκάθαρο είναι επίσης ότι δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, ενώ δεν διακυβεύονται μόνο η ποιότητα ζωής των πολιτών και η δημόσια υγεία, αλλά και η οικονομία.
«Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της συμβουλευτικής εταιρείας Vivid Economics μέχρι το 2030 μόνον οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να χάνουν κατά μέσο όρο 200 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως από τη μειωμένη παραγωγικότητα των εργαζομένων λόγω θερμικής καταπόνησης, ειδικά στις αστικές περιοχές, που φιλοξενούν ένα αυξανόμενο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού. Σε μια φετινή έκθεση του ΟΗΕ κορυφαίοι επιστήμονες του κλίματος στον κόσμο υπολόγισαν ότι μέχρι το 2050 η “θερμική δυσφορία” θα μειώνει την ικανότητα ενός ατόμου να εργάζεται κατά περίπου 20% τους θερμούς μήνες», επισημαίνεται στο δημοσίευμα των Financial Times.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News