Ολοι το έχουμε δει, όλοι το έχουμε σατιρίσει, πλην όμως και όλοι έχουμε μιλήσει σε ένα μωρό σαν να ήταν, ξέρετε, μωρό… «Ωωω, μωρό μου εσύυυυ! Μα τι γλύυυκα που είσαι…» του λες τραγουδιστά, σκύβοντας πάνω από το καροτσάκι του με ένα σατανικό χαμόγελο. Και εκείνο είτε κουνάει χεράκια ποδαράκια χαμογελώντας επίσης μεσ’ στην τρελή χαρά είτε σε κοιτάζει δύσπιστα.
Σύμφωνα, μάλιστα, με μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature Human Behavior, αυτή η γλυκιά τραγουδιστή «μωρουδίστικη» ομιλία -τεχνικά γνωστή ως «parentese»- φαίνεται ότι είναι σχεδόν καθολική σε όλο τον κόσμο. Στην πιο ευρεία μελέτη του είδους της, περισσότεροι από 40 επιστήμονες βοήθησαν να συγκεντρωθούν και να αναλυθούν 1.615 ηχογραφήσεις με φωνές 410 γονέων σε έξι ηπείρους, σε 18 γλώσσες που μιλιούνται σε διαφορετικές κοινότητες: αγροτικές και αστικές, απομονωμένες και κοσμοπολίτικες, εξοικειωμένες με το Ιντερνετ και εκτός δικτύου, από κυνηγούς συλλέκτες στην Τανζανία μέχρι αστούς κατοίκους του Πεκίνου.
Οπως σημειώνει ο Ολιβερ Γουάνγκ στους New York Times, τα αποτελέσματα, που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο περιοδικό, έδειξαν ότι σε κάθε έναν από αυτούς τους πολιτισμούς, ο τρόπος που οι γονείς μιλούσαν και τραγουδούσαν στα βρέφη τους διέφερε από τον τρόπο που επικοινωνούσαν οι ενήλικες μεταξύ τους, και ότι οι διαφορές τους ήταν πολύ παρόμοιες από ομάδα σε ομάδα.
«Εχουμε την τάση να μιλάμε με αυτό τον υψηλό τόνο, με υψηλή μεταβλητότητα, όπως για παράδειγμα “Ohh, heeelloo, you’re a baaybee!”» είπε στους New York Times η Κόρτνεϊ Χίλτον, ψυχολόγος στο Haskins Laboratories στου πανεπιστημίου Γέιλ και κύρια συγγραφέας της μελέτης. Και ο Κόντι Μόζερ, μεταπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Γνωστικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μέρσεντ της Καλιφόρνια, επίσης εκ των συγγραφέων της μελέτης, πρόσθεσε: «Οταν οι άνθρωποι νανουρίζουν τα μωρά τους ή τους μιλάνε, τείνουν να το κάνουν με τον ίδιο τρόπο».
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η μωρουδίστικη ομιλία και το μωρουδιακό τραγούδι εξυπηρετούν μια λειτουργία ανεξάρτητη από πολιτιστικές και κοινωνικές δυνάμεις. Είναι ένα σημείο αναφοράς για την έναρξη μελλοντικών ερευνών για τα μωρά και, σε κάποιο βαθμό, αντιμετωπίζουν την έλλειψη ποικιλόμορφης εκπροσώπησης στην Ψυχολογία. Για να γίνουν διαπολιτισμικοί ισχυρισμοί σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά απαιτούνται μελέτες από πολλές διαφορετικές κοινωνίες. Τώρα, όμως υπάρχει μια τέτοια μεγάλη μελέτη.
«Είμαι μάλλον ο συγγραφέας με τις περισσότερες εργασίες σχετικά με αυτό το θέμα μέχρι τώρα, και αυτό απλά κινεί το δικό μου υλικό», δήλωσε ο Γκρεγκ Μπράιαντ, γνωστικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Αντζελες, ο οποίος δεν συμμετείχε στη νέα έρευνα. «Οπου κι αν πάτε στον κόσμο, όπου οι άνθρωποι μιλούν με μωρά, ακούτε αυτούς τους ήχους», πρόσθεσε.
Ο ήχος χρησιμοποιείται σε όλο το ζωικό βασίλειο για να μεταφέρει συναισθήματα και σήματα με πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου του επερχόμενου κινδύνου και της σεξουαλικής έλξης. Τέτοιοι ήχοι εμφανίζουν ομοιότητες μεταξύ των ειδών: Ενας παρατηρητικός ακροατής είναι ικανός να διακρίνει τους χαρούμενους και τους λυπημένους ήχους που κάνουν τα ζώα, από τα τσικαντί, τα μικροσκοπικά πουλιά της Βόρειας Αμερικής, και τους αλιγάτορες μέχρι τους χοίρους και τα πάντα. Επομένως, μπορεί να μην προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι ανθρώπινοι ήχοι έχουν επίσης ένα αναγνωρίσιμο συναισθηματικό στοιχείο.
Οι επιστήμονες έχουν υποστηρίξει, εξάλλου, εδώ και καιρό ότι οι ήχοι που κάνουν οι άνθρωποι μιλώντας στα μωρά τους εξυπηρετούν μια σειρά από σημαντικές αναπτυξιακές και εξελικτικές λειτουργίες. Οπως σημείωσε ο Σάμιουελ Μερ, ψυχολόγος και διευθυντής του The Music Lab στο Haskins Laboratories, που είχε την ιδέα της νέας μελέτης, τα μοναχικά μωρά των ανθρώπων είναι «πραγματικά κακά στη δουλειά τους να παραμείνουν ζωντανά». Τα περίεργα πράγματα που κάνουμε με τη φωνή μας όταν κοιτάμε επίμονα ένα νεογέννητο όχι μόνο το βοηθάει να επιβιώσει αλλά του διδάσκουν, επίσης, γλώσσα και επικοινωνία.
Για παράδειγμα, η μωρουδίστικη ομιλία (parentese) μπορεί να βοηθήσει ορισμένα βρέφη να θυμούνται καλύτερα τις λέξεις και τους επιτρέπει να συνδυάζουν ήχους με σχήματα στόματος, πράγμα που δίνει νόημα στο χάος γύρω τους. Επίσης, τα νανουρίσματα μπορούν να καταπραΰνουν ένα βρέφος που κλαίει ενώ ο υψηλότερος τόνος μιας φωνής μπορεί να κρατήσει καλύτερα την προσοχή του: «Είναι σαν να δίνετε στο μωρό ένα αναλγητικό», είπε ο δρ Μερ.
Προβάλλοντας αυτά τα επιχειρήματα οι επιστήμονες, κυρίως στις δυτικές, ανεπτυγμένες χώρες, έχουν υποθέσει σε μεγάλο βαθμό ότι οι γονείς, ανεξάρτητα από την κουλτούρα τους, αλλάζουν τη φωνή τους για να μιλήσουν στα βρέφη. Ωστόσο, «ήταν μια επικίνδυνη υπόθεση», σύμφωνα με τον Κάσι Λιου-Γουίλιαμς, ψυχολόγο και διευθυντή του Baby Lab στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, ο οποίος δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη. Ο δρ Λιου-Γουίλιαμς σημείωσε ότι η μωρουδίστικη ομιλία και το τραγούδι «φαίνεται να παρέχουν μια πλατφόρμα για την εκμάθηση της γλώσσας» αλλά «σε ορισμένους πολιτισμούς οι ενήλικες δεν μιλούν τόσο συχνά στα παιδιά, και σε άλλους τους μιλούν πολύ». Η θεωρητική συνοχή, αν και ωραία, είπε, διατρέχει τον κίνδυνο «να “ξεπλύνει” τον πλούτο και την υφή των (διαφορετικών) πολιτισμών».
Σύμφωνα με ένα ολοένα και πιο δημοφιλές αστείο μεταξύ των ακαδημαϊκών, γράφει ο Ολιβερ Γουάνγκ στους New York Times, η μελέτη της Ψυχολογίας είναι στην πραγματικότητα μελέτη των προπτυχιακών φοιτητών σε Αμερικανικό Κολέγιο. Επειδή οι λευκοί ερευνητές, που κατοικούν σε πόλεις, υπερεκπροσωπούνται σε τομείς της Ψυχολογίας, οι ερωτήσεις που κάνουν και τα άτομα που συμπεριλαμβάνουν στις μελέτες τους συχνά διαμορφώνονται από την δική τους κουλτούρα.
Σε μια προηγούμενη μελέτη, ο δρ Μερ ήταν επικεφαλής μιας έρευνας για τα καθολικά χαρακτηριστικά της μουσικής. Η μουσική ήταν παρούσα και στις 315 διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, που εξέτασε, ένα δικαιολογημένο και πλούσιο σύνολο δεδομένων, που όμως έθεσαν ακόμη περισσότερα ερωτήματα: Πόσο παρόμοια είναι η μουσική σε κάθε πολιτισμό; Οι άνθρωποι σε διαφορετικούς πολιτισμούς αντιλαμβάνονται διαφορετικά την ίδια μουσική;
Ποιος ακούει; Μωρά ή ενήλικες;
Στη νέα μελέτη, οι ήχοι της μωρουδίστικης ομιλίας διαφέρουν κατά 11 τρόπους από την ομιλία και το τραγούδι των ενηλίκων σε όλο τον κόσμο. Μερικές από αυτές τις διαφορές μπορεί να είναι προφανείς. Για παράδειγμα, η ομιλία του μωρού έχει πιο υψηλό τόνο από την ομιλία μεταξύ ενηλίκων και το τραγούδι των μωρών είναι πιο απαλό από το τραγούδι των ενηλίκων. Αλλά για να ελέγξουν εάν οι άνθρωποι έχουν μια έμφυτη επίγνωση αυτών των διαφορών, ερευνητές του Χάρβαρντ δημιούργησαν ένα παιχνίδι, το «Who’s Listening?» («Ποιος ακούει;»), το οποίο παίχτηκε στο διαδίκτυο σε περισσότερα από 50.000 άτομα που μιλούν 199 γλώσσες από 187 χώρες. Και ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να προσδιορίσουν εάν ένα τραγούδι ή ένα απόσπασμα ομιλίας απευθυνόταν σε ένα μωρό ή έναν ενήλικα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ακροατές ήταν σε θέση να πουν με ακρίβεια, σε ποσοστό περίπου 70%, πότε οι ήχοι απευθύνονταν σε μωρά, ακόμη και όταν δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη γλώσσα και την κουλτούρα του ατόμου που τους έκανε. «Το στυλ της μουσικής ήταν διαφορετικό, αλλά ο παλμός του -λόγω έλλειψης επιστημονικού όρου- ήταν ο ίδιος», είπε η Κέιτλιν Πλατσέκ, ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο Ball State η οποία βοήθησε στη συλλογή ηχογραφήσεων από την Τζένου Κουρούμπα, μια φυλή στο Ινδία, «Εκεί είναι η ουσία», τόνισε.
Η ακουστική ανάλυση της νέας μελέτης απαρίθμησε επίσης αυτά τα παγκόσμια χαρακτηριστικά της επικοινωνίας μωρών και ενηλίκων με έναν τρόπο, που έφερε νέα ερωτήματα και συνειδητοποιήσεις.
Για παράδειγμα, οι άνθρωποι τείνουν να δοκιμάζουν πολλούς διαφορετικούς ήχους και συνδυασμούς φωνηέντων όταν μιλούν με μωρά, «εξερευνώντας τον χώρο των φωνηέντων», όπως το έθεσε ο Μόζερ, πράγμα που θυμίζει αρκετά τον τρόπο με τον οποίο τραγουδούν μεταξύ τους οι ενήλικες σε όλο τον κόσμο. Η μωρουδίστικη ομιλία ταιριάζει επίσης πολύ με τη μελωδία ενός τραγουδιού, «την “μελοποίηση” του λόγου, αν θέλετε», είπε η Δρ Χίλτον.
Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να υποδηλώνει μια αναπτυξιακή πηγή μουσικής, ίσως «το να ακούει κανείς μουσική είναι ένα από εκείνα τα πράγματα που οι άνθρωποι είναι απλώς προγραμματισμένοι να κάνουν», είπε ο Δρ Μερ.
Ωστόσο, κριτική εξακολουθεί να υπάρχει για το πώς αυτές οι διαπολιτισμικές ομοιότητες ταιριάζουν στις υπάρχουσες θεωρίες ανάπτυξης. «Η έρευνα που θα ακολουθήσει θα πρέπει να καταλάβει ποια από τα πράγματα είναι σημαντικά για την εκμάθηση γλωσσών», επισήμανε ο Δρ Λιου-Γουίλιαμς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News