Η τραγωδία των τουλάχιστον 23 μεταναστών που έχασαν τη ζωή τους την 24η Ιουνίου κατά τη μαζική απόπειρα 2.000 ανθρώπων να περάσουν τα σύνορα μεταξύ Μαρόκου και Ισπανίας, στον θύλακα της Μελίγια, επιβεβαιώνει πως η Μαδρίτη κάθε άλλο παρά επιεικής είναι με τους μετανάστες.
Ωστόσο, αν και με διαφωνίες και εντός της κυβέρνησης, προχωρεί στη χώρα μια μεταρρύθμιση που θα διευκολύνει τη νόμιμη πρόσληψη μεταναστών. Οπως ανέφερε η El Pais στο πρωτοσέλιδό της, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε υπέρ της αλλαγής του μεταναστευτικού νόμου (Ley de Extranjería) προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το Υπουργείο Ενσωμάτωσης, Κοινωνικής Ασφάλισης και Μετανάστευσης, που ηγήθηκε της πρωτοβουλίας, ευελπιστεί ότι το τελικό κείμενο θα εγκριθεί από το υπουργικό συμβούλιο στις 26 Ιουλίου ή, το αργότερο, στις 2 Αυγούστου. Συγχρόνως, όμως, το Υπουργείο Εσωτερικών αντιτίθεται στην πρόταση, ανησυχώντας ιδιαίτερα για το ενδεχόμενο να αυξηθούν ανεξέλεγκτα οι μεταναστευτικές ροές. Η συζήτηση κρατάει πολύ καιρό, ωστόσο η εμπλοκή του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλάζει τα δεδομένα, καθώς τα μέλη του αποφάνθηκαν, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της El Pais, ότι η μεταρρύθμιση «θα αποτελέσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά τη ρύθμιση του νομικού καθεστώτος για τους αλλοδαπούς στην Ισπανία».
Το νομοσχέδιο στοχεύει στη διεύρυνση του μοντέλου πρόσληψης αλλοδαπών στις χώρες καταγωγής τους, το οποίο ουσιαστικά αφορά μόνον εποχιακούς εργαζόμενους. Το σχέδιο είναι να διευκολυνθεί η πρόσληψη εργαζομένων χαμηλής, μεσαίας και υψηλής ειδίκευσης που εξακολουθούν να βρίσκονται στις χώρες τους και η πρόσληψή τους σε ισπανικές εταιρείες είναι πολύ περίπλοκη με τους ισχύοντες περιορισμούς. Επιπλέον, με τη νέα ρύθμιση, οι αλλοδαποί φοιτητές θα μπορούν να συνδυάζουν τις σπουδές τους με μια εργασία ενώ θα καταστεί πιο ευέλικτη και η χορήγηση άδειας παραμονής σε ξένους επιχειρηματίες με επιχειρηματικά πρότζεκτ μικρής κλίμακας.
Προβλέπεται επίσης η δημιουργία ενός νέου θεσμού – «Εγκατάσταση μέσω κατάρτισης» (Αrraigo por formación) – με στόχο τη νομιμοποίηση των παράτυπων μεταναστών που βρίσκονται ήδη στην Ισπανία και την έξοδό τους από τη μαύρη εργασία. «Αυτή η διαδρομή θα επιτρέψει σε αλλοδαπούς που έχουν ήδη ζήσει στη χώρα παράνομα για δύο χρόνια και είναι καταρτισμένοι για ορισμένους τομείς που χρειάζονται εργατικό δυναμικό, να διαμένουν νόμιμα στην Ισπανία. Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης, όποιος υπογράφει σύμβαση εργασίας, θα μπορεί να καταθέσει αίτηση εκδόσεως άδεια εργασίας».
Oμως ακριβώς σε αυτή τη νέα μέθοδο νομιμοποίησης των παράτυπων μεταναστών επικεντρώνονται οι επικρίσεις του υπουργού Εσωτερικών της Ισπανίας ο οποίος θεωρεί και προειδοποιεί πως όλοι όσοι νομιμοποιούνται θα παροτρύνουν στη συνέχεια συγγενείς, φίλους και γνωστούς στις πατρίδες τους να μεταναστεύσουν παράνομα και να ακολουθήσουν την ίδια πορεία ενώ την ευνοϊκή ρύθμιση πρόκειται αναμφίβολα να σπεύσουν να εκμεταλλευτούν και τα δίκτυα διακίνησης μεταναστών. Το υπουργείο υπογράμμισε επίσης ότι η μεταρρύθμιση δύσκολα θα γίνει κατανοητή από τους ευρωπαίους εταίρους της Ισπανίας και τους βορειοαφρικανούς γείτονές της, από τους οποίους ζητείται «συνεχώς» να πολεμούν «πιο σθεναρά» την παράνομη μετανάστευση. Ωστόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας απάντησε ότι οι ενστάσεις του Υπουργείου Εσωτερικών είναι «ζητήματα πολιτικής σκοπιμότητας, όχι νομιμότητας».
Αντιρρήσεις εξέφρασε και το Υπουργείο Εδαφικής Πολιτικής, ανησυχώντας για το ενδεχόμενο οι υπηρεσίες μετανάστευσης να κατακλυστούν από νέες αιτήσεις. Ζήτησε αύξηση των πόρων και μεταβατική περίοδο έως ότου να εφαρμοστεί η μεταρρύθμιση και ιδίως η «εγκατάσταση μέσω κατάρτισης», καθώς εκτιμάται πως θα προσελκύσει περισσότερο το ενδιαφέρον των παράτυπων μεταναστών. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, αναγνωρίζοντας το ενδεχόμενο αύξησης του διοικητικού φόρτου στις υπηρεσίες μετανάστευσης, πρότεινε να δοθεί «εύλογη προθεσμία».
Οι ανησυχίες όσων αντιτίθεται στη μεταρρύθμιση σίγουρα δεν είναι αβάσιμες. Ομως ο υπουργός Ενσωμάτωσης, Κοινωνικής Ασφάλισης και Ενσωμάτωσης Χοσέ Λούις Εσκρίβα είχε προτείνει ήδη από το Μάιο την επανεξέταση της σχετικής νομοθεσίας με στόχο, πρώτον, τη διόρθωση των «σημαντικών ατελειών» του μεταναστευτικού μοντέλου της χώρας που ωθούν τους μετανάστες στη μαύρη εργασία και, δεύτερον, την αντιμετώπιση των «αυξανόμενων ανισορροπιών στην αγορά εργασίας που συνδέονται με την έλλειψη εργατικού δυναμικού». Τότε η El Pais είχε αναφέρει πως «πλήθος μελετών υπογραμμίζουν εδώ και καιρό την επείγουσα ανάγκη, για μια χώρα με πολύ χαμηλό ποσοστό γεννήσεων, να διαθέτει ξένο εργατικό δυναμικό». Σήμερα η Ισπανία αποπειράται να αντιμετωπίσει συγχρόνως αμφότερα τα προβλήματα.
Οσον αφορά την άποψη ότι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της παράνομης μετανάστευσης είναι η ενθάρρυνση και η διευκόλυνση της νόμιμης μετανάστευσης, ενδεικτικά είναι όλα όσα έγραψε πρόσφατα σε άρθρο του ο ιταλός κοινωνιολόγος Στέφανο Αλιέβι. Η μετανάστευση ελέγχεται και αντιμετωπίζεται, «κάτι που σταματήσαμε να κάνουμε όταν κλείσαμε τα σύνορα στην τακτική και νόμιμη μετανάστευση, θέτοντας τις βάσεις για την έκρηξη της παράνομης μετανάστευσης. Τα σύνορα δεν είναι τείχη, είναι τρόποι ελέγχου των περασμάτων. Για αυτό μπορούμε να ελέγχουμε τη μετανάστευση, επομένως πρέπει να την ελέγχουμε, προς ίδιον όφελος και προς όφελος των μεταναστών (όσων έρχονται, και πρέπει να έρχονται με άλλο τρόπο, και εκείνων που φεύγουν). Οι αναλύσεις και οι μέθοδοι υπάρχουν. Αυτό που λείπει είναι η πολιτική διαύγεια, ούτως ώστε να αποφασίσει κάποιος να το κάνει: γιατί είναι ευκολότερο να τονίζει κανείς το πρόβλημα για να αυξάνεται η δημοτικότητά του ή να μην το αντιμετωπίζει μην τυχόν μειωθεί, χωρίς να αναλύει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, το κόστος και τα οφέλη, ατομικά και συστηματικά. Είναι πιο εύκολο να φανταζόμαστε για τους άλλους μαζικές απωθήσεις, τείχη και απομονωτισμούς (για τους οποίους θα καταβάλουμε ένα τεράστιο τίμημα), ενώ απαιτούμε για εμάς το δικαίωμα να πηγαίνουμε ελεύθερα οπουδήποτε, χωρίς να συνειδητοποιήσουμε την αντίφαση – χωρίς καν να αντιλαμβανόμαστε πως είναι μια από τις νέες μορφές ανισότητας […] κοινώς, εάν θέλουμε πραγματικά να διασφαλίσουμε τη δυνατότητά μας να μετακινούμαστε ελεύθερα και να ταξιδέψουμε στους δρόμους του κόσμου και να συναντάμε άλλους ανθρώπους, θα πρέπει με κάποιον τρόπο να διαχειριστούμε και να διασφαλίσουμε και τη δυνατότητα των άλλων να κάνουν το ίδιο: με τους απαραίτητους κανόνες και τις απαραίτητες προφυλάξεις, όπως σε κάθε ταξίδι, και σε κάθε συνάντηση με τον άλλον».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News