Στην ταινία Bekett (2021) του Netflix που γυρίστηκε στη χώρα μας, η ελληνική επαρχία μοιάζει να κόλλησε στη δεκαετία του 1950 ενώ η Αθήνα παρουσιάζεται κάπως σαν την Καμπούλ. Στην πιο αφαιρετική ταινία, The Lost Daughter (2021), με τις εξαιρετικές ερμηνείες των Ολίβια Κόλμαν, Εντ Χάρις και Ντακότα Τζόνσον, οι Σπέτσες φαίνεται να βγήκαν στην καλύτερη περίπτωση από αφίσα του ΕΟΤ της δεκαετίας του 1980.
Αυτή ήταν η ματιά του σκηνοθέτη και του διευθυντή φωτογραφίας και στις δύο αυτές ταινίες. Αλλωστε υπάρχουν και χειρότερα. Στην ταινία «Jason Bourne» του 2016 με τον Ματ Ντέιμον, όπου τα πλάνα της Αθήνας γυρίστηκαν στην Ισπανία, δεν μένει ούτε κολυμπηθρόξυλο από τις ταραχές στην (υποτιθέμενη) Σταδίου.
Η εικόνα είναι διαφορετική στην πολυαναμενόμενη παραγωγή της Disney «Ανοδος: Η Ιστορία των Αντετοκούνμπο» (2022) που αφηγείται τα παιδικά χρόνια του Γιάννη Αντετοκούνμπο στην Ελλάδα και φέρει τη σφραγίδα του, καθώς ο σούπερ σταρ του NBA είναι και ο εκτελεστικός παραγωγός (executive producer) του φιλμ. H ταινία προβάλλεται ήδη από την πλατφόρμα Disney+ και στην Ελλάδα.
Αλλά και να μην ήταν τυπικά ανάμεσα στους παραγωγούς ο Αντετοκούνμπο, η ευγένεια και η ακεραιότητα αυτής της υπέροχης οικογένειας υπάρχει παντού στην ταινία. Σε τέτοιο βαθμό που το φιλμ, στο οποίο εκτός από τον Γιάννη, o Θανάσης Αντετοκούνμπο και η μητέρα τους Βερόνικα είναι σύμβουλοι της παραγωγής, μοιάζει με μάθημα αξιοπρέπειας.
Οχι, η ταινία του νιγηριανού σκηνοθέτη Ακιν Ομοτόσο δεν αντιστρέφει την πραγματικότητα, παρότι διατηρεί τα χαρακτηριστικά των ταινιών της Disney που παρουσιάζουν μια οπτικά «στρογγυλεμένη» εικόνα, με έντονα χρώματα και χολιγουντιανή, λαμπερή φωτογραφία.
Το στόρι της ταινίας, που βασίζεται στην πραγματικότητα, αρχίζει από την αναγκαστική φυγή του Τσαρλς και της Βερόνικα Αντετοκούνμπο από το Λάγκος της Νιγηρίας το 1990, αφήνοντας στον παππού και τη γιαγιά τον πρωτότοκο γιο τους, τον Φράνσις. Τους παρακολουθούμε πρώτα στην Κωνσταντινούπολη το 1991 και μετά στην Αθήνα. Και στις δύο πόλεις θεωρούνται «παράνομοι» και ξεφεύγουν στο τσακ από τις εφόδους της αστυνομίας.
Η εικόνα της Ελλάδας, σε αντίθεση με άλλες ταινίες που γυρίστηκαν πρόσφατα στη χώρα μας, δεν είναι ούτε μονοδιάστατη ούτε στερεοτυπική. Είναι ίσως εξωραϊσμένη σε κάποια σημεία; Πιθανόν. Υπάρχουν όμως διαστάσεις.
Το φιλμ αφηγείται τις δύσκολες στιγμές που έζησαν στη χώρα μας: το στάτους του παράτυπου μετανάστη που ψάχνει αγωνιωδώς μια δουλειά χωρίς άδεια παραμονής, της οικογένειας που ζει με το φόβο της σύλληψης και της απέλασης, που αντιμετωπίζει τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, τη μάχη της επιβίωσης στα Σεπόλια, με τα δύο παιδιά να πουλάνε CD και γυαλιά ηλίου, την απρόσωπη γραφειοκρατία αλλά και τους ανθρώπους που τους βοήθησαν.
Οπως όλοι γνωρίζουμε το απολυτήριο γυμνασίου του Αντετοκούνμπο έγραψε «Υπηκοότητα: Αλλοδαπός», ενώ οι γονείς του έμπλεξαν πολλές φορές στα πλοκάμια και τον παραλογισμό της γραφειοκρατίας. Για να κάνουν αίτηση παραμονής έπρεπε να έχουν νόμιμη δουλειά με ένσημα, και αντιστρόφως για να βρουν μια δουλειά με ένσημα έπρεπε να έχουν άδεια παραμονής!
Στην ταινία παρακολουθούμε βήμα-βήμα τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Γιάννης για να παίξει μπάσκετ χωρίς χαρτιά, αρχικά στον Φιλαθλητικό του Ζωγράφου, καθώς δεν είχε, παρότι γεννήθηκε εδώ, την ελληνική ιθαγένεια, ούτε οι γονείς του άδεια παραμονής. Και στη συνέχεια τον ακολουθούμε στο ταξίδι του στην Αμερική για τα Draft του NBA σε ηλικία 18 ετών.
Οπως σημειώνει η Φανή Παπαγεωργίου στους Financial Times η ταινία εστιάζει στη ψυχική και συναισθηματική αντοχή των μελών της οικογένειας, στο μπάσκετ, στον ρατσισμό αλλά και σε όσους Ελληνες τους στήριξαν για να επιβιώσουν στη χώρα μας και άνοιξαν δρόμους για τον Γιάννη.
Οι Αντετοκούνμπο έζησαν στο πετσί τους την εποχή της ανόδου της Χρυσής Αυγής που οργάνωνε επιθέσεις εναντίον των μεταναστών. Ο Γιάννης έζησε πολύ δύσκολες στιγμές. Αυτό είναι βέβαιο. «Αλλά σε συνεντεύξεις του λέει ξανά και ξανά ότι για κάθε άτομο που ήταν εχθρικό μαζί του υπήρχε ένας άλλος που βοήθησε τον ίδιο και την οικογένειά του -προπονητές, ιερείς, γείτονες», σημειώνουν οι FT.
Θα γίνει άραγε κανείς πολύ κακός αν συγκρίνει τη στάση ζωής του Γιάννη Αντετοκούνμπο, με την έως τώρα δημόσια παρουσία ενός άλλου μεγάλου (αν και μικρού σε ηλικία) έλληνα αθλητή, που δεν είναι παιδί μεταναστών, και διαπρέπει στο χώρο του τένις;
Στην ταινία, ο Γιάννης (τον υποδύεται ο Ούτσε Αγκάντα) ρωτάει τον πατέρα του γιατί κάποιοι δείχνουν να τους μισούν. «Οι ρατσιστές είναι αδαείς, φοβούνται οτιδήποτε και οποιονδήποτε είναι διαφορετικός. Γιε μου, αυτή η χώρα μας προσέφερε δωρεάν μόρφωση, δουλειές, ελευθερία. Τα υπόλοιπα θα τα καταφέρουμε μόνοι μας» απαντά ο πατέρας του Τσαρλς (Ντάιο Οκενίγι).
Και είναι αυτή η φράση που συμπυκνώνει τη φιλοσοφία ζωής της οικογένειας Αντετοκούνμπο η οποία διαπνέει ολόκληρη την ταινία.
Το γεγονός ότι με σινεφίλ κριτήρια η ταινία «Ανοδος: Η Ιστορία των Αντετοκούνμπο» μπορεί να μη μιλήσει στο κοινό που προτιμά πιο «δύσκολες» ταινίες, δεν αφαιρεί τίποτα από ένα φιλμ που απευθύνεται στο παγκόσμιο κοινό (και σε όσους ακόμη δεν ξέρουν καν που πέφτει η χώρα μας), καταγράφει μια συγκλονιστική αληθινή ιστορία και φέρει τη σφραγίδα της ευγένειας, της καρτερικότητας και της αξιοπρέπειας των Αντετοκούνμπο.
Και εκτός των άλλων αποτελεί και έναν φόρο τιμής στον Τσαρλς Αντετοκούνμπο, τον πατέρα του Θανάση, του Γιάννη, του Κώστα, του Αλεξ και του Φράνσις και σύζυγο της Βερόνικα Αντετοκούνμπο, ο οποίος πέθανε πρόωρα σε ηλικία 53 ετών στο σπίτι της οικογένειας στο Μιλγουόκι το 2017, πριν προλάβει να δει τον Γιάννη να γίνεται MVP και πρωταθλητής του NBA.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News