Αυτό το σαββατοκύριακο, στο Μουσείο της Alfa Romeo, στο Αρέζε, μισή ώρα ακριβώς από το κέντρο του Μιλάνου, ετοιμάζονται γιορτές και πανηγύρια. Πρώτον, γιατί σήμερα που γράφεται αυτό το κείμενο, 24 του μήνα, η μάρκα συμπληρώνει 112 χρόνια ζωής. Δεν υπάρχει alfista που να μην έχει τσεκάρει στο ημερολόγιό του αυτήν την ημερομηνία. Την ξέρει απ΄ έξω, σαν την ημερομηνία γέννησής του.
Και, ως γνωστόν, δεν υπάρχει πιο πιστός θιασώτης -μπορεί και οπαδός- μάρκας αυτοκινήτου, απ’ ό,τι οι alfisti. Πιο πιστοί και απ’ το μέσο καθολικό. Eτσι, λοιπόν, και επισήμως, το εργοστάσιο έχει ετοιμάσει ένα γιορταστικό διήμερο για την επέτειο. Πολύς κόσμος αναμένεται να καταφθάσει στο Αρέζε, απ΄ όλον τον κόσμο, μάλιστα. Κλαμπς φίλων της μπράντας, ιδιώτες που θα οδηγήσουν μέχρι εκεί με τις προσωπικές τους Alfa, ιταλόφιλοι γενικώς.
Ο δεύτερος λόγος για τη φιέστα συμπίπτει ακριβώς με τα εξηκοστά γενέθλια της Giulia. Oχι της Αλεξανδράτου που είναι ακόμα νέο κορίτσι αλλά αυτής της τετράγωνης, γηραιάς κυρίας που πρωτοείδε το φως το αληθινόν την 26η Ιουνίου του 1962.
Ξέρω προκαταβολικά πως ό,τι και να γραφτεί για αυτό το θρυλικό σεντάν της ιταλικής Σχολής είναι λίγο. Και, ταυτόχρονα, διχαστικό. Μπορεί να προκαλέσει lovers και haters. Μπορεί να πολώσει «στρατόπεδα». Μπορεί να σε κατατάξει σε φίλους των Αlfa ή σε ορκισμένο τους εχθρό. Τυχαία, νομίζετε, πως οι ίδιοι οι alfisti αποκαλούν τους φίλους άλλων εταιρειών αυτοκινήτου, και δη τους γερμανόφιλους, ως «αλλόθρησκους»; Σόρι, ουδεμία τυχαιότης. Η Alfa, όπως και το τιμώμενο «πρόσωπο» του «γουίκ-εντ», η Giulia, έχει διχάσει κοινό και κριτικούς, όπως λέγεται.
Να ξεκινήσω απ΄τους haters; Aντε και να ξεκινήσω και να πούμε για το μαστίγιο της υπόθεσης. Eχοντας μεγαλώσει, εξ απαλών ονύχων, με τρεις Alfa στην οικογένεια -και μάλιστα με δύο κλασικές Giulia-, τίποτα δεν αντικαθιστά το βίωμα. Θυμάμαι πώς έτριζε μονίμως και έσκαγε το ξύλο στην κεντρική κονσόλα. Θυμάμαι, ακόμα, το πώς κατεβαίναμε τέζα τη Λ. Συγγρού για να την ξεμπουκώσουμε. H Giulia ήταν αλλεργική στο μποτιλιάρισμα και «πνιγόταν» συχνά. Eπρεπε κάθε τρεις και λίγο να την αφήνεις να ξεμουδιάζει με το δεξί πόδι στη μοκέτα και να ξεροβήξει μέσα από τους δύο εκκεντροφόρους επί κεφαλής. Αλλά θυμάμαι και τα νερά που έμπαζε στο πορτμπαγκάζ με την πρώτη βροχούλα. Ειδικά σε βόρεια, ευρωπαϊκά κλίματα; Σάπιζε, λένε χαριτολογώντας, πριν καν πέσουν οι πρώτες σταγόνες και τα αλάτια για τα χιόνια.
H Giulia, τα χρόνια εκείνα, είχε σοβαρό πρόβλημα αξιοπιστίας. Hταν ικανή να σε οδηγήσει να την κλωτσάς κάθε πρωί από ζοχάδα. Με κλωστιά-καράτε, μάλιστα. Hταν τόσα τα μικροπροβλήματα που μπορούσε να σε στείλει στα υπογλώσσια. Και, ιστορικά, ήταν η καλύτερη αφορμή για να αλλαξοπιστήσει πολύς κόσμος. Να εγκαταλείψει, δηλαδή, την ιταλίδα θεά προς άλλες μακράν πιο προβλέψιμες, ποιοτικές και χωρίς άγχη, γερμανίδες ανταγωνίστριές της. Βασικά, στις BMW – εξ ου και η βαριά αντιπάθεια των alfisti προς τους «μπεμβεδόφιλους».
Oμως, όμως, όμως. Το λέω εμφατικά γιατί η Giulia είχε μερικά προσόντα που, αν τα ένιωθες, εκτιμούσες και απολάμβανες, μπορούσε να σε κρατήσει στα μάγια της για καιρό (ή αν είχες και ένα δεύτερο αυτοκίνητο που δε θα σε ζάλιζε κάθε τρεις και λίγο). Για παράδειγμα, η Giulia είχε μακράν -αλλά πολύ μακράν, μιλάμε- ένα από τα καλύτερα σε αίσθηση τιμόνια της εποχής. Τόσο επικοινωνιακό, τόσο ακριβές, με τόση διάδραση ανάμεσα σε δρόμο και τις απολήξεις των δαχτύλων σου που μπορούσες να ξέρεις και το όνομα της τεχνικής εταιρείας που είχε κάνει την ασφαλτόστρωση.
Είχε, επίσης, έναν υπέροχο, κεκλιμένο προς τη θέση του οδηγού, επιλογέα ταχυτήτων με 5άρι σαζμάν. Μερικοί είχαν ακόμα 3άρια… Eτρεμε ο λεβιές από εκείνον τον ηδονικό κραδασμό καθώς τον χιούφτωνες με την παλάμη σου. Μάρσαρες και ένιωθες το μοτέρ να κουνιέται ελαφρά στις βάσεις του. Γκάζωνες και άκουγες το βαρύ μπάσο από τα διπλά καρμπιρατέρ της Weber. Nαι, ήθελαν ρύθμιση αλλά, συγγνώμη, κάθε κλασική ορχήστρα το θέλει το κουρδισματάκι της. Βλέπετε, στη Giulia, το ραδιοκασετόφωνο της εποχής ήταν περιττό. Το σάουντρακ το ΄χες κάτω απ΄ το καπό.
Και μετά και μετά ήταν ένα κάρο λεπτομέρειες. Το στιλπνό ξύλινο τιμόνι, τα επίσης κεκλιμένα όργανα στην κονσόλα (ναι, εντάξει, το είπαμε, έτριζε), τα αρχοντικά παντιλίκια που έκανες για πλάκα, τα δυνατά φρένα αλλά και το σφιχτό, μεταλλικό πόμολο στις πόρτες. Φήμες λένε πως καταχωρήθηκε ως καταστροφέας πολλών μανικιούρ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είτε σου άρεσαν οι Alfa είτε όχι, θυμάμαι καθαρά το κόρτε που της έκαναν περαστικοί στο Κεφαλάρι – σε μια εποχή που τα γιαπωνέζικα κουτιά με ρόδες ήταν ο κανόνας.
Κοντολογίς, η Giulia είχε τόνους προσωπικότητας, οδηγικού χαρακτήρα και αυτού του ιδιότυπου sui generis που σε έκανε ή να τη λατρέψεις ή να μην την αντέξεις. Είναι αυτό που έλειπε (και λείπει ακόμη) σε ένα μεγάλο μέρος της αυτοκίνησης, ειδικά της παγκοσμιοποιημένης. Πλέον, στη νεότερη εκδοχή της, η Giulia των τελευταίων ετών έχει αποβάλλει ίσως όλα τα μειονεκτήματα της «γιαγιάς» της. Είναι πανέμορφη, στρίβει υποδειγματικά, δεν τρίζει και, απ’ ό,τι λέγεται, δεν μπάζει νερά.
Παρόλα αυτά, η «Ιουλία» η νεότερη, δυσκολεύτηκε πολύ στις πωλήσεις. Και ξέρετε γιατί; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, διότι πληρώνει τις αμαρτίες της προγόνου του. Αρκετός κόσμος έχει ακόμη το συνειρμό «ποτέ ξανά ιταλικό» στο πίσω μέρος του εγκεφάλου του. Και, η αλήθεια είναι, πέρασαν πολλά χρόνια με τα ερωτηματικά ποιότητας γύρω απ΄τις Alfa στους αγοραστές της ευρωπαϊκής αγοράς. Τόσα όσα χρειάστηκαν για να κυριαρχήσουν οι γερμανοί στην ακριβή κατηγορία. Κοινώς, η BMW, η Mercedes, και, στη συνέχεια, η Audi. Συμπέρασμα; Πιο εύκολα σπάνε τα τσιμέντα παρά η καταναλωτική πίστη. Και κάπως έτσι, οι άπιστοι, οι «αλλόθρηκοι», πήραν τις εκλογές.
Παρόλα αυτά, τα 60 χρόνια της Giulia, τουλάχιστον για αυτούς που εκτιμούν τη μεγάλη της συνεισφορά στα σπορ σεντάν με προσωπικότητα, είναι σημαδιακά ως επέτειος. Την αγαπώ. Και, μεταξύ μας, πολύ θα ‘θελα να ΄χε μείνει ακόμη στην οικογένεια εκείνη η πράσινη Nuova 1600 με τα ταμπά δερμάτινα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News