Κάθε νέος «Αμλετ» που ανεβαίνει στη διεθνή σκηνή παρουσιάζει με επίκαιρο τρόπο τη μοιραία αδυναμία του δανού πρίγκιπα να διαχειριστεί τις τραγικές αντιφάσεις της ζωής του. Και τώρα, πάλι ένας νέος «Αμλετ» ξαναζωντανεύει με φρέσκο θεατρικό «αίμα» στη Νέα Υόρκη, γοητεύοντας με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Ο σκηνοθέτης Robert Icke εκσυγχρόνισε για το θέατρο Armory το χιλιοπαιγμένο έργο του Σαίξπηρ, ώστε αυτό να αγγίζει βαθιά το θεατρόφιλο κοινό, μεταδίδοντάς του τα σφοδρά συναισθήματα ενός εξαιρετικά τρωτού Αμλετ. Και επειδή ο τολμηρός θεατρικός σκηνοθέτης θεωρεί ότι «η σχέση με το κοινό είναι ό,τι πιο αυθεντικό», προσαρμόζει το δράμα στις σύγχρονες προτιμήσεις για έντονες συγκινήσεις και υπερδιεγερτικά ερεθίσματα.
Η ικανότητα του Icke να αφουγκράζεται τις διαθέσεις του κοινού ενισχύεται, βέβαια, από το πολυδιάστατο αυτό έργο. Με αρκετά διαχρονικά στοιχεία και κυρίως με κάποιες αντιφάσεις και διλήμματα που βασανίζουν τον ήρωα, ο «Αμλετ» –παρά την παραδοξότητά του λόγω κάποιων σκοτεινών σημείων που το κάνουν δυσνόητο στο σημερινό κοινό– εναρμονίζεται πειστικά με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ετσι δεσπόζει στη νέα σκηνή του ένας υπερευαίσθητος Αμλετ, ένας αθεράπευτα απογοητευμένος νέος, που βιώνει μια παραμορφωμένη πραγματικότητα εξαιτίας της ασυγκράτητης θλίψης του.
Οι ακραίες συναισθηματικές μεταπτώσεις του Αμλετ
Το σαιξπηρικό έργο, βασισμένο σε έναν μεσαιωνικό μύθο, αντέχει στον χρόνο, καθώς επιτρέπει τέτοιες οριακές ερμηνείες μέσα από τις ακραίες συναισθηματικές μεταπτώσεις του Αμλετ, που χάνει τον έλεγχο της ζωής του και μαζί το νόημά της. Η στενοχώρια και η πίκρα που κυριεύουν τον ήρωα, ήδη από την πρώτη σκηνή, καθώς αυτός πενθεί απαρηγόρητα τον πατρικό θάνατο και κατακρίνει τη μητέρα και τον θείο του για τη λησμονιά του νεκρού και τη μεταξύ τους ερωτική σχέση, τον εξωθεί στο σπάσιμο των δεσμών μαζί τους και στο προσωπικό του συγκινησιακό σύμπαν, ώστε χάνει την επαφή πρώτα με το οικείο και ύστερα με το ευρύτερο περιβάλλον, ανακυκλώνοντας την πίκρα, τη θλίψη και την οργή του σε κάτι μελλοντικά εκρηκτικό.
Οι εμπειρίες της απογοήτευσης και αποξένωσης σε σχέση με το περιβάλλον του, όπως και τα υπερβολικά φορτισμένα βιώματά του τροφοδοτούνται διαρκώς από ασυγκράτητα, κυρίως αρνητικά συναισθήματα, προκαλώντας την ευερεθιστότητά του και την έλλειψη ανοχής απέναντι σε οποιαδήποτε αντίφαση και αντίδραση των άλλων, σε οτιδήποτε χαλάει την ισορροπία του, μια παραληρηματική στάση, που από τους άλλους ερμηνεύεται ως «τρέλα».
Επίσης, μια σειρά από συγκρίσεις που κάνει ο ίδιος ο Αμλετ, αλλά και άλλοι –όπως η Οφηλία, η μητέρα του και οι νεκροθάφτες– μεταξύ των προσώπων του έργου, όχι μόνο τα υποβαθμίζει ως βυθισμένα όλα ανεξαιρέτως στη διαφθορά και την υποκρισία, αλλά δεν επιτρέπει ούτε στον ίδιο τον Αμλετ να ξεχωρίσει ως αυθεντικός και αληθινός, παρότι θα το ήθελε.
Η σύγκρισή του με τον νεκρό, ισχυρό και σεβαστό, αγωνιστικό βασιλιά πατέρα του τον εμφανίζει ως αδύναμο, παθητικό και μειονεκτικό γιο. Και ο ίδιος, βέβαια, πρωτοστατεί στο παιχνίδι της σύγκρισης, μειώνοντας αλύπητα τους άλλους, όπως όταν συγκρίνει τον πατέρα του με τον τωρινό βασιλιά και θείο του Κλαύδιο, τη μητέρα του ως σύζυγό του στο παρελθόν με την τωρινή σύζυγο του Κλαύδιου, τον αυλικό Πολώνιο με ποντίκι.
Ακόμα, συγκρίνει τον αναποφάσιστο και άπραγο εαυτό του με τον πολεμοχαρή βασιλιά Φόρτενμπρας, που εισβάλλει στη γειτονική χώρα αδίστακτα – μια σκηνή που παρουσιάζει εκπληκτική αναλογία με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Τελικά, ο Αμλετ βγαίνει από τέτοιες συγκρίσεις, δηλαδή σκληρές αξιολογήσεις, ακόμα πιο υποβαθμισμένος. Ισως τον κυριεύει και κάποιος φθόνος απέναντι στον «ανώτερο» πατέρα του, του οποίου το κυριαρχικό φάντασμα του υπενθυμίζει το καθήκον του για εκδίκηση επαναλαμβάνοντας πιεστικά τη φράση «Θυμήσου με!». Ο Αμλετ φαίνεται να χάνει κάθε αντικειμενικό κριτήριο αξιολόγησης του κόσμου, των άλλων και της συμπεριφοράς του και αφήνεται ανεξέλεγκτα στους απρόβλεπτους συναισθηματικούς κλυδωνισμούς, με τη θλίψη και την απογοήτευση να δίνουν τον βασικό τόνο, αφόρητα αρνητικό, ενώ η οργή, ανάμεικτη με πικρή ειρωνεία, τον καθιστούν δυσάρεστο ακόμα και για πρόσωπα που τον θαυμάζουν και τον αγαπούν, όπως η Οφηλία.
Tα συγκινησιακά αδιέξοδα του Αμλετ και η σημερινή εποχή
Ο Icke αξιοποιεί με οξυδέρκεια το δυναμικό του πολυεπίπεδου αυτού έργου, ώστε να αναδειχτεί η περιχαράκωση του δυστυχισμένου Αμλετ σε μια καθαρά υποκειμενική και δυσβάσταχτη πραγματικότητα. Αφήνει, λοιπόν, να υπαινιχθεί πως ακόμα και το φάντασμα του βασιλικού πατέρα του –άρα και ο φόνος του από τον θείο του τον Κλαύδιο– είναι δημιουργήματα της παραισθησιογόνου φαντασίας του ήρωα και όχι αιτία της καταστροφής του.
Ο σκηνοθέτης απευθύνεται ιδιαίτερα στο νεανικό κοινό, καθώς τονίζει το συγκινησιακό αδιέξοδο ενός νέου που υποκύπτει πρωταρχικά στη θλίψη του και διαδοχικά στην αίσθηση της ανικανότητάς του, επειδή δεν μπορεί να πραγματοποιήσει την προσταγή του πατρικού φαντάσματος, δηλαδή να σκοτώσει τον σφετεριστή και, υποτιθέμενα, βασιλοκτόνο Κλαύδιο, ενώ από την άλλη θυσιάζει άδικα τον έρωτά του για την Οφηλία, αλλά και τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Βίτεμπεργκ, μόνο και μόνο για να ανταποκριθεί στις παράλογες γονεϊκές απαιτήσεις.
Ο Icke, επιλέγοντας για Αμλετ τον Alex Lawther, έναν ηθοποιό πολύ νεότερο από τον Andrew Scott (που πρωταγωνίστησε στην προηγούμενη παραγωγή στο θέατρο Almeida στο Λονδίνο) επενδύει στην εφηβική εμφάνισή του. Οπως αναφέρει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε πρόσφατη συνέντευξή του: «Η μοναξιά και τρωτότητα του Αμλετ, η απομόνωση των συναισθημάτων του και η θλίψη του και ο τρόπος που δείχνει να καταρρέει σε κάτι πιο επικίνδυνο από την στενοχώρια φαίνονται ιδιαίτερα έντονα όταν τα προφέρει κάποιος τόσο νέος, όπως ο Αλεξ».
Αναπόφευκτα, αυτός ο συναισθηματικά μπλοκαρισμένος Αμλετ οδηγείται σε μια επικίνδυνη απραξία, που τον σπρώχνει ολοταχώς στον πρόωρο θάνατό του. Σύμφωνα με τον Icke, παρότι το έργο δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο σε ένα θέμα, ο ίδιος επιλέγει να προβάλει την απεριόριστη θλίψη ως ένα παραλυτικό συναίσθημα, που μετατρέπει ιδιαίτερα έναν νέο σε άπραγο θεατή της ζωής του. Ετσι, το σαιξπηρικό αυτό δράμα βρίσκει ιδιαίτερη απήχηση σε νέους της εποχής μας που αντιμετωπίζουν αντίστοιχες οριακές συναισθηματικές δοκιμασίες και ψυχολογικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη.
Οι σύγχρονες συναισθηματικές αντιφάσεις
Οσο και αν παλεύει κάποιος να επιπλεύσει ανάμεσα σε απορροφητικές δίνες διαφορετικών επιθυμιών, αναγκών, προσδοκιών, πιέσεων και απαιτήσεων, συχνά φθάνει να παραδεχτεί πως οι αντοχές του έχουν όρια. Οπως και ο Αμλετ, αρκετοί βιώνουν έντονα αντίστοιχες αντιφάσεις και διλήμματα στις μέρες μας. Αδυνατώντας να τις διαχειριστούν, καταλήγουν στην απογοήτευση και ακόμα χειρότερα στην κατάθλιψη, ίσως και στην αυτοκαταστροφή.
Τέτοιες αντιφάσεις και πηγές κατάθλιψης δεν αποτελούν μόνο προσωπικές διαπιστώσεις, αλλά έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών αναλυτών, όπως ο Andreas Reckwitz. O γερμανός κοινωνιολόγος στο βιβλίο του «Το τέλος των ψευδαισθήσεων» («Das Ende der Illusionen») διαπιστώνει πως οι σύγχρονες κοινωνίες του λεγόμενου «πολιτισμικού καπιταλισμού» δεν βασίζονται πια στην ομοιομορφία των μαζών και την πειθαρχία των τυποποιημένων ατόμων, αλλά στη μοναδικότητά τους. Αυτός ο σκοπός εξυπηρετείται κυρίως από μια θετική ψυχολογία, βασισμένη στη συγκινησιακή σφοδρότητα, την αυθεντικότητα και τη δημιουργικότητα του κάθε ξεχωριστού ατόμου, με κύριο στόχο να επιτευχθεί η αυτοπραγμάτωσή του, που το καθιστά εξαιρετικά ελκυστικό, αρκεί αυτή να εκφραστεί δημόσια με έντονα θεατρικά στοιχεία ορατής αυτοπαρουσίασης, ιδίως με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ωστόσο η ανασφάλεια και το ρίσκο, καθώς και το βάρος που πέφτει στο μεμονωμένο άτομο να νικήσει στον προσωπικό αυτόν αγώνα, κάνουν την ελκυστικότητα και την αυθεντικότητά του ένα πρόσκαιρο και εύθραυστο επίτευγμα, ενώ παράγουν και τεράστιες ανισότητες ανάμεσα σε απόλυτους νικητές και αόρατους χαμένους. Μέσα σε αυτήν την αβεβαιότητα προκύπτουν κάποιοι «κοινωνιοπολιτιστικοί μηχανισμοί» οι οποίοι παράγουν δύσκολα διαχειρίσιμες απογοητεύσεις στην εποχή μας.
Οπως και ο συναισθηματικά παγιδευμένος «Αμλετ», πολλοί αντιμετωπίζουν την παραδοξότητα επίτευξης ενός διπλού στόχου. Από τη μία, ο πόθος για τη ρομαντική αυτοπραγμάτωση ως άτομα μέσα από μια ευτυχισμένη ή, έστω, ικανοποιητική προσωπική ζωή (σχέσεις, οικογένεια, επάγγελμα, παιδεία, απολαύσεις) και από την άλλη η επιδίωξη της απόκτησης κύρους, κάτι που απαιτεί πολλές θυσίες και δεν προσφέρει ιδιαίτερη απόλαυση.
Ενας άλλος μηχανισμός απογοήτευσης είναι η διαρκής σύγκριση με καλύτερους ως προς διάφορα κριτήρια, ιδίως με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια τέτοια σύγκριση επιτείνει την αίσθηση ανεπάρκειας του ατόμου, που κυριεύεται συχνά από μειονεκτικά, παραλυτικά αισθήματα, ακόμα και φθόνο, που τελικά εκτονώνονται μέσα από αγανάκτηση, η οποία μετατρέπεται σε οργή. Επίσης, η ψυχική ζωή εμφανίζεται όλο και περισσότερο ως καθαρά υποκειμενική εμπειρία, που διάφοροι κοινωνικοί μηχανισμοί τη θέλουν να είναι οπωσδήποτε θετική, καθώς το άτομο σήμερα «οφείλει» να έχει θετικά συναισθήματα και να παλεύει να τα διατηρήσει. Ταυτόχρονα, όμως, από την οπτική των άλλων, οι θετικές εμπειρίες του ατόμου εμφανίζονται αμφιλεγόμενες, δηλαδή συνήθως αρνητικές.
Ετσι, οι ατομικές εμπειρίες ταλαντεύονται σαν εκκρεμές μεταξύ θετικών και αρνητικών συναισθημάτων και καθώς εξαφανίζονται οι ενδιάμεσοι χαρακτηρισμοί, αυξάνεται η δυσανεξία απέναντι στις αντιφάσεις. Οσοι δεν καταφέρνουν να παραμείνουν στο σύμπαν της ψυχικής θετικότητας και βυθίζονται στην αρνητικότητα, γίνονται εξαιρετικά ευερέθιστοι, όταν τα βιώματά τους είναι απροσδιόριστα, δηλαδή ερμηνεύονται πάντα ως αρνητικά. Οσοι κυριεύονται, λοιπόν, αναπόφευκτα, από αρνητικά συναισθήματα καταντούν υπερευαίσθητοι και απογοητευμένοι, όποτε η πραγματικότητα δεν εναρμονίζεται με τις προσδοκίες τους, ώστε αντιδρούν με εξαιρετική σφοδρότητα στις αντιξοότητες.
Τέτοιοι μηχανισμοί απογοήτευσης ξυπνάνε τον Αμλετ μέσα στη σύγχρονη ζωή αλλά και αποδεικνύουν την αξία του Σαίξπηρ για την εποχή μας. Κάθε νέα παράσταση του «Αμλετ» μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε πόσο εύκολα μπορούμε να εκδιωχθούμε από τον Παράδεισο των θετικών συναισθημάτων στο Καθαρτήριο της απογοήτευσης, πριν προσγειωθούμε αμετάκλητα στην Κόλαση της καταθλιπτικής αυτοεκμηδένισης. Ετσι, καθώς ξεψυχά δηλητηριασμένος από το ύπουλο χτύπημα, μέσα από τη λυτρωτική λειτουργία της θεατρικής τέχνης, μας δίνει το κουράγιο να αποφύγουμε μια τέτοια κατάληξη, αντιμετωπίζοντας τις αντιφάσεις της ζωής μας πιο ευρηματικά από τον ίδιο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News