Πόσοι από εμάς προσπαθούμε να διαβάσουμε ένα βιβλίο και το μάτι μας πέφτει συνέχεια στο κινητό για να δούμε μια ειδοποίηση; Πόσοι επιλέγουμε να ακούμε (και όχι να βλέπουμε) μια ταινία στο Netflix χαζεύοντας ταυτόχρονα στο Facebook; Και πόσες φορές γυρίζουμε πίσω την αναπαραγωγή της ταινίας γιατί χάσαμε κάτι σημαντικό;
Πόσοι από εμάς γράφουμε ψυχαναγκαστικά σε γκρουπ του Messenger και του WhatsApp, ακόμη και όταν οδηγούμε ή τρώμε, για να μην αφήσουμε παραπονεμένους όσους περιμένουν την απάντησή μας;
Αν αναγνωρίζετε τον εαυτό σας σε ανάλογες καταστάσεις, το ερώτημα αν τα social media και η εμμονή με το κινητό ωφελούν τη ψυχική μας υγεία, το οποίο θέτει ο αρθρογράφος Τιμ Χάρφορντ των Financial Times, πιθανότατα σας έχει απασχολήσει.
Ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ είχε πει κάποτε ότι «ηθικό είναι αυτό μετά από το οποίο νιώθεις καλά και ανήθικο είναι αυτό μετά από το οποίο αισθάνεσαι άσχημα». Ανεξάρτητα από το αν κανείς συμφωνεί φιλοσοφικά με τη διατύπωση «αξίζει να αναρωτηθούμε πόσο συχνά νιώθουμε άσχημα αφότου καταναλώνουμε χρόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», λέει ο Χάρφορντ.
«Συνήθως νιώθω απογοητευμένος αλλά και κάποια απέχθεια για τον εαυτό μου μετά την περιήγηση στο Twitter με έναν τρόπο που ποτέ δεν αισθάνομαι μετά την ανάγνωση ενός βιβλίου ή ενός αξιοπρεπούς περιοδικού», προσθέτει.
Αυτή είναι η εμπειρία ενός μεσήλικα στο Twitter. Τι γίνεται όμως με την εμπειρία μιας έφηβης στο Instagram; Σε ένα άρθρο που δημοσίευσε πριν από λίγους μήνες στο The Atlantic ο ψυχολόγος Τζόναθαν Χάιντ υποστηρίζει ότι «το Instagram είναι τοξικό για την ψυχική υγεία των εφήβων κοριτσιών» καθώς επί της ουσίας αποτελεί «μια πλατφόρμα που χρησιμοποιούν τα κορίτσια για να δημοσιεύουν φωτογραφίες τους και να περιμένουν τις δημόσιες κρίσεις των άλλων».
Τις ίδιες ανησυχίες καταγράφει έρευνα του ίδιου του Facebook, στην οποία ανήκει το Instagram, που διέρρευσε πέρυσι από τη πρώην μηχανικό πληροφορικής της εταιρείας Φράνσις Χάουγκεν, και η οποία ανέφερε: «Το 32% των εφήβων κοριτσιών είπαν πως όταν ένιωθαν άσχημα με το σώμα τους, το Instagram τα έκανε να αισθάνονται χειρότερα».
Σύμφωνα με τους FT, στο Ηνωμένο Βασίλειο, μεταξύ του 2003 και του 2018, σημειώθηκε απότομη αύξηση του άγχους, της κατάθλιψης και των περιστατικών αυτοτραυματισμού, και μια πιο ήπια αύξηση στις διατροφικές διαταραχές, σε άτομα ηλικίας κάτω των 21 ετών. Τα ποσοστά ήταν υψηλότερα στα κορίτσια παρά στα αγόρια.
Παρόμοιες τάσεις εντοπίζονται στις ΗΠΑ και αλλού στον αγγλόφωνο κόσμο. Και μια ομάδα ψυχολόγων του Πανεπιστημίου του Σαν Ντιέγκο κατέγραψε υψηλότερα ποσοστά παιδιών 15 και 16 ετών που δήλωναν ότι νιώθουν στη μοναξιά, ενώ τα στοιχεία δείχνουν ότι τα προβλήματα αυτά χειροτερεύουν μετά το 2010.
Παράλληλα, έρευνες που ζήτησαν από ομάδες ανθρώπων να απέχουν από τα social media για διάστημα μιας ή περισσότερων εβδομάδων κατέληξαν σε εντυπωσιακά συμπεράσματα που έδειχναν σαφείς βελτιώσεις στις λεγόμενες μετρήσεις ευτυχίας για την ευεξία, τα επίπεδα του άγχους και της κατάθλιψης.
Περιέργως, όσοι είχαν εγκαταλείψει προσωρινά το Facebook για να συμμετάσχουν σε μια επιστημονική έρευνα, πολύ συχνά δεν επανέρχονταν σε αυτό.
Τα επιστημονικά δεδομένα υποστηρίζουν αυτό που πολλοί έχουμε νιώσει: ένα διάλειμμα από τα social media μπορεί να είναι βάλσαμο για τη ψυχή μας. Κι αν δεν μπορούμε να το επιβάλουμε στον εαυτό μας, ας σκεφτούμε τις επιπτώσεις που πληρώνουν –χωρίς να φταίνε– τα παιδιά μας από το στρες της επιβεβαίωσης στο Instagram και το TikTok.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News