«Οι αυτοκρατορίες γεννιούνται τις περισσότερες φορές στο πεδίο της μάχης, αλλά πεθαίνουν στο βιβλιοπωλείο». Ο βούλγαρος πολιτικός επιστήμονας Ιβάν Κράστεφ, πρόεδρος του Κέντρου Φιλελεύθερων Στρατηγικών στη Σόφια και μόνιμος συνεργάτης του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών στη Βιέννη, είναι πολύ συχνά εξαιρετικά διαφωτιστικός. Και με μια φράση του – στους Financial Times αυτή τη φορά – καταφέρνει να συμπυκνώσει το νόημα ενός ολόκληρου συλλογισμού. Στην προκειμένη περίπτωση όσον αφορά τη ζημιά – η οποία δύσκολα μπορεί να αποκατασταθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα – που έχει προκαλέσει ο Βλαντίμιρ Πούτιν στη ρωσική ήπια ισχύ (soft power), δηλαδή στην ικανότητα της Ρωσίας να προσελκύει παρά να τρομοκρατεί.
Από το ξέσπασμα του πολέμου έως σήμερα έχει επισημανθεί ευρέως στη Δύση ότι είναι παράλογο να «πληρώνουν» την επιθετικότητα του ρώσου προέδρου ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι ή ο Τσαϊκόφσκι. Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός πως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έπληξε την εικόνα της Ρωσίας σε μεγάλο μέρος του κόσμου. Πανευρωπαϊκή έρευνα του European Council on Foreign Relations την οποία επιμελήθηκαν ο Κράστεφ μαζί με τον Μαρκ Λέοναρντ, διευθυντή του ECFR, αποκάλυψε πως «η πλειονότητα των Ευρωπαίων έχει χάσει κάθε ψευδαίσθηση για τη δυνατότητα ενσωμάτωσης της Ρωσίας στον κόσμο τους και πολλοί είναι υπέρ της διακοπής των οικονομικών, πολιτιστικών και ακόμη και διπλωματικών δεσμών με τη Ρωσία».
Είμαστε μάρτυρες της διάλυσης μιας αυτοκρατορίας, του Russkiy Mir, του Ρωσικού Κόσμου, οι πολιτισμικές προεκτάσεις του οποίου είναι (ή μάλλον ήταν) πολύ πιο σημαντικές από τις εδαφικές
Εχοντας αυτό κατά νου, ο Κράστεφ υποστηρίζει πως εδώ και περίπου 120 ημέρες δεν είμαστε μάρτυρες μιας απόπειρας αποκατάστασης της ρωσικής αυτοκρατορίας (παρότι έχει γραφτεί πως οι μοναδικοί σύμβουλοι που εμπιστεύεται ο Πούτιν είναι… ο Ιβάν ο Τρομερός, ο Πέτρος ο Μέγας και η Μεγάλη Αικατερίνη) αλλά της διάλυσης μιας αυτοκρατορίας, του Russkiy Mir, του Ρωσικού Κόσμου, οι πολιτισμικές προεκτάσεις του οποίου είναι (ή μάλλον ήταν) πολύ πιο σημαντικές από τις εδαφικές. Αυτός ο κόσμος – τον οποίο ο Πούτιν υποσχέθηκε να επανενώσει μέσω της σκληρής ισχύος (hard power) των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων – «θυσιάζεται στον βωμό της ρωσικής αυταρχικότητας και εθνικισμού», γράφει ο Κράστεφ, υποστηρίζοντας πως «με την επίθεση στην Ουκρανία, ο Πούτιν έκοψε τους δεσμούς της Ρωσίας με την Ευρώπη, κάνοντας τους Ευρωπαίους να αηδιάζουν με αυτήν τη χώρα».
Οσο για τις αυτοκρατορίες που πεθαίνουν στα βιβλιοπωλεία, «μόλις πριν από μια δεκαετία, τα τμήματα με συγγράμματα στα ρωσικά ήταν τα μεγαλύτερα σε πολλά ουκρανικά βιβλιοπωλεία. Οχι πια. Μετά τον πόλεμο τμήματα πιθανότατα δεν θα υπάρχουν πλέον καθόλου. Στις ευρωπαϊκές πόλεις όπου, μέχρι φέτος, οι περισσότεροι μετά βίας μπορούσαν να ξεχωρίσουν τους Ρώσους από τους Ουκρανούς και τους Λευκορώσους, όλοι έχουν μάθει πλέον τη διαφορά. Για πολλούς Ουκρανούς το να μιλούν ρωσικά στους δρόμους της Βαρσοβίας ή του Βερολίνου ήταν πολιτική δήλωση. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι πολλά από τα παιδιά τους δεν θα θέλουν ή δεν θα μπουν ποτέ στον κόπο να μάθουν αυτή τη γλώσσα», εξηγεί ο βούλγαρος πολιτικός επιστήμονας.
Και απευθυνόμενος σε εκείνους που θεωρούν ασήμαντη λεπτομέρεια το γεγονός πως μεταξύ των θυμάτων του Πούτιν συγκαταλέγεται και η ρωσική γλώσσα, ο Κράστεφ θυμίζει πως η γλώσσα μπορεί να καταστεί εξαιρετικό μέσο άσκησης ήπιας ισχύος: «Η επανάσταση των Μπολσεβίκων και το κομμουνιστικό καθεστώς που ακολούθησε σκότωσαν εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά αυτό δεν εξάλειψε το ενδιαφέρον των ξένων για τη σλαβική γλώσσα. Πολλοί αριστεροί στη Δύση και στον Νότο του κόσμου έβλεπαν τα ρωσικά ως τη γλώσσα της επανάστασης και ήταν πρόθυμοι να τα μάθουν. Ο αποικιακός πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία δεν θα παρακινήσει τους ανθρώπους εκτός Ρωσίας να αρχίσουν να μαθαίνουν ρωσικά. Το αντίθετο μάλιστα. Ο προκλητικός χαρακτηρισμός, από την πλευρά της Μόσχας, των ρωσόφωνων σε γειτονικές χώρες ως Ρώσων περιορίζει δραστικά την προθυμία των κυβερνήσεων αυτών των χωρών να ενθαρρύνουν την εκπαίδευση στη ρωσική γλώσσα», σημειώνει ο Κράστεφ.
«Στην Οδησσό όλοι μιλούν ρωσικά, η πλειοψηφία μόνο ρωσικά: οι περισσότεροι από αυτούς δηλώνουν ότι στο εξής σκοπεύουν να μιλούν ουκρανικά, και ότι σε κάθε περίπτωση από τώρα και μετά αυτά θα διδάσκονται στα παιδιά. Υπάρχουν επίσης εκείνοι που είναι αποφασισμένοι να μην αφήσουν το μονοπώλιο της γλώσσας στους Ρώσους […] και σε κάθε περίπτωση η ταύτιση μεταξύ ρωσοφονίας και ρωσοφιλίας έχει αναμφίβολα χαθεί», αναφέρει σχετικά σε ρεπορτάζ του από την Οδησσό ο Αντριάνο Σόφρι της ιταλικής εφημερίδας Il Foglio. Εύλογα θα μπορούσε να προστεθεί πως το δίπολο ρωσοφωνία-ρωσοφιλία κινδυνεύει να αντικατασταθεί το ρωσοφωνία-ρωσοφοβία.
Μέσω του πολέμου, το Κρεμλίνο κατάφερε μόνο «να ενισχύσει την ουκρανική εθνική ταυτότητα ακόμη και σε μέρη όπως η Οδησσός, η Μαριούπολη, το Χάρκοβο και η Χερσώνα, όπου ο πολιτισμός ήταν εντελώς ρωσικός
Ερωτηθείς από τον Λορέντσο Κρεμονέζι της Corriere della Sera εάν «ο Russkiy Mir του Πούτιν αποδείχθηκε μια χίμαιρα;», ο Πιερ Φραντσέσκο Τζάτζο, πρεσβευτής της Ιταλίας στο Κίεβο, υποστήριξε πως το πλήγμα για τη Μόσχα είναι πολύ πιο βαρύ καθώς μέσω του πολέμου το Κρεμλίνο κατάφερε μόνο «να ενισχύσει την ουκρανική εθνική ταυτότητα ακόμη και σε μέρη όπως η Οδησσός, η Μαριούπολη, το Χάρκοβο και η Χερσώνα, όπου ο πολιτισμός ήταν εντελώς ρωσικός. Δεν προβαίνουν καν στη διαφοροποίηση μεταξύ του καθεστώτος και του ρωσικού λαού. Εδώ οι άνθρωποι μιλούν τώρα για “rashism” (ρωσισμός αντί για ρατσισμός), τους χαρακτηρίζουν (του Ρώσους) περιφρονητικά ως ζόμπι τυφλωμένα από τα ΜΜΕ, υποδουλωμένα στη δικτατορία, φοβισμένα από την αστυνομία, ως πρωτόγονους αντιδημοκράτες που ανέχονται το αφήγημα του πατριάρχη Κύριλλου όσον αφορά τη σταυροφορία ενάντια στη σεξουαλική εξαθλίωση της Δύσης: πρόκειται περί ριζικών ρήξεων ταυτότητας παιδιών και εγγονιών της Ουκρανίας που δεν επικοινωνούν πλέον με τους γονείς τους στη Μόσχα ή στην Αγία Πετρούπολη, ανάφερε ο ιταλός διπλωμάτης.
Οπότε δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση πως σε πολλές ουκρανικές πόλεις βρίσκεται σε εξέλιξη μια εκστρατεία μετονομασίας οδών και πλατειών που φέρουν τα ονόματα επιφανών Ρώσων του παρελθόντος. «Η ρωσική πολιτική βασίζεται σήμερα στην προπαγάνδα του αποκαλούμενου Russkiy Mir, του ρωσόφωνου κόσμου. (Η μετονομασία) αφορά τη δημιουργία μιας ισχυρής εναλλακτικής επιλογής, ενός σύγχρονου ουκρανικού εθνικού αφηγήματος», ανέφερε στην Ερικα Σόλομον, απεσταλμένη των New York Times στο Λβιβ, ο Βασίλ Κμετ, ιστορικός στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Λβιβ Ιβάν Φράνκο.
«Πριν από τον πόλεμο, η μεσαία τάξη της Μόσχας και οι ολιγάρχες του Πούτιν σκέφτονταν και συμπεριφέρονταν σαν να ανήκαν τόσο στον ρωσικό όσο και στον δυτικό κόσμο. Μια τέτοια “αμφίβια” ζωή δεν είναι πλέον δυνατή. Οι περιφραγμένες ταυτότητες αντικαθιστούν τις πολλαπλές σχέσεις. Στη Ρωσία, το να είσαι Ρώσος ορίζεται πλέον μέσω της δημόσιας στήριξης, είτε πραγματικής είτε επίπλαστης, του πολέμου του Πούτιν με τη Δύση. Και στη Δύση το να είσαι Ρώσος ταυτίζεται όλο και περισσότερο με το να μην ανήκεις στη Δύση. Πολλοί Ρώσοι που ζουν εκτός της Ρωσίας αισθάνονται εξόριστοι σήμερα», συνοψίζει ο Κράστεφ ενώ το τελικό του συμπέρασμα είναι μάλλον ζοφερό: «Η αλλαγή της φύσης του συνόρου ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση, και όχι μόνον της περιοχής στην οποία βρίσκεται, είναι ο κύριος στόχος του πολέμου του Πούτιν. Δυστυχώς τον πετυχαίνει».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News