Ο πόλεμος που μαίνεται στην Ουκρανία και το ενδεχόμενο κλιμάκωσης και επέκτασής του απασχολεί και ανησυχεί ολοένα περισσότερους αναλυτές και δημοσιογράφους στην Δύση, ειδικά αφότου ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε πως πρόκειται να προμηθεύσει το Κίεβο με προηγμένους εκτοξευτήρες πολλαπλών ρουκετών και η ΕΕ και η Βρετανία συμφώνησαν να προβούν στην απαγόρευση ασφάλισης οποιουδήποτε πλοίου μεταφέρει ρωσικό πετρέλαιο, όπως μετέδωσαν πρώτοι οι Financial Times, αποκλείοντας, ουσιαστικά τη Μόσχα, από τις κύριες ασφαλιστικές αγορές. «Υπνοβατεί η Δύση προς έναν θερμό πόλεμο με τη Ρωσία;», διερωτάται ο Κόνορ Φρίντερσντροφ στη στήλη του (newsletter) που υπογράφει καθημερινά στο The Atlantic.
Σύμφωνα με τον Τίμοθι Κόλντγουελ των New Yorκ Times η απάντηση είναι μάλλον ναι, δυστυχώς, και στην περίπτωση που η Ευρώπη κληθεί να πολεμήσει τη Ρωσία, τότε μερίδιο ευθύνης θα φέρει και η Αμερική, προειδοποιεί. «Ακόμη και εάν δεν αποδεχθούμε τον ισχυρισμό του κ. Πούτιν ότι ο εξοπλισμός της Ουκρανίας από την Αμερική είναι ο λόγος που ξέσπασε ο πόλεμος, είναι σίγουρα ο λόγος που ο πόλεμος έχει πάρει αυτήν την εκρηκτική, θανατηφόρα μορφή. Ο ρόλος μας σε αυτό δεν είναι παθητικός ή τυχαίος. Προσφέραμε στους Ουκρανούς έναν λόγο να πιστεύουν ότι μπορούν να επικρατήσουν σε έναν πόλεμο κλιμάκωσης», αναφέρει στο κείμενό του.
Εάν οι ΗΠΑ δεν είχαν εμπλακεί τόσο ενεργά στον πόλεμο, «χιλιάδες Ουκρανοί» που έχουν χάσει τη ζωή τους έπειτα από περισσότερες από 100 ημέρες πολέμου, ενδέχεται να ήταν ακόμα ζωντανοί, και το γεγονός αυτό «μπορεί να δημιουργήσει στους αμερικανούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής μια αίσθηση ηθικής και πολιτικής υποχρέωσης — να μην αλλάξουν πορεία, να κλιμακώσουν τη σύγκρουση, να απαντήσουν σε οποιαδήποτε υπερβολή», εξηγεί.
O Κόλντγουελ θεωρεί πως με τη στάση τους απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία οι ΗΠΑ κατέστησαν σαφές «όχι μόνον ότι φέρουν ευθύνη για την κλιμάκωση αλλά και πως είναι επιρρεπείς σε αυτήν», με τον αμερικανό υπουργό Αμυνας Λόιντ Οστιν να δηλώνει ευθαρσώς, για παράδειγμα, πως οι ΗΠΑ επιδιώκουν «να δουν τη Ρωσία αποδυναμωμένη».
Θυμίζοντας πως πριν δηλώσει πως ο Πούτιν «δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία» ο Τζο Μπάιντεν είχε επικαλεστεί τον Θεό, ο αρθρογράφος των NYT γράφει πως η πρόταση του Τζο Μπάιντεν περί δίκης του Βλαντίμιρ Πούτιν για εγκλήματα πολέμου αποτελεί «πράξη πολιτικής ανευθυνότητας». Γιατί «η κατηγορία είναι τόσο σοβαρή που, μόλις αποδοθεί, αποθαρρύνει την αυτοσυγκράτηση. Αλλωστε, ένας ηγέτης που διαπράττει μια θηριωδία δεν είναι λιγότερο εγκληματίας πολέμου από εκείνον που διαπράττει χιλιάδες. Το αποτέλεσμα, εκούσιο ή ακούσιο, είναι να αποκλείεται κάθε προσφυγή σε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις».
Ακόμη πιο δυσοίωνη είναι η άποψη του Ντέιβιντ Χέντρικσον, ο οποίος θεωρεί πως οι ΗΠΑ «βρίσκονται πιο κοντά σε πόλεμο με τη Ρωσία από οποιαδήποτε άλλη φορά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, πιο κοντά και από τις περισσότερες φορές κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου».
Σε κείμενό του στο The American Conservative ο πρόεδρος του ιδρύματος The John Quincy Adams Society, ενός εθνικού δικτύου φοιτητικών οργανώσεων που τάσσονται υπέρ της αυτοσυγκράτησης στην εξωτερική πολιτική, θυμίζει πως η ουκρανική ηγεσία απαιτεί από τη Ρωσία, καταρχάς να αποσυρθεί τόσο από την Κριμαία και από το Ντονμπάς και στη συνέχεια να αποζημιώσει το Κίεβο για τον πόλεμο αλλά και να στείλει τον πρόεδρό της σε κάποιο διεθνές δικαστήριο, ούτως ώστε να λογοδοτήσει για τα εγκλήματά του. Προκειμένου, όμως, να υπάρχουν πιθανότητες να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, οι ΗΠΑ θα πρέπει να στηρίξουν τους Ουκρανούς με πολλά ακόμη δισεκατομμύρια, πέρα από τις δαπάνες ύψους 54 δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχουν ήδη εγκριθεί.
«Η Ρωσία είναι έτοιμη να περικυκλώσει σημαντικούς θύλακες ουκρανικών δυνάμεων στα ανατολικά της χώρας – μια σημαντική ήττα για την Ουκρανία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αλληλοκατηγορίες – αλλά η Ουκρανία υπόσχεται επίσης να συγκεντρώσει έναν στρατό ενός εκατομμυρίου ανθρώπων τον οποίο θα χρηματοδοτήσουν οι ΗΠΑ και θα είναι έτοιμος για επιθέσεις το καλοκαίρι. Εάν η Ουκρανία προχωρήσει στην επίθεση, έχοντας στο στόχαστρό της τα χαμένα εδάφη της, μπορεί να το κάνει μόνο με σημαντική αμερικανική βοήθεια. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν πολλοί δρόμοι προς έναν πραγματικό πόλεμο ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία», υποστηρίζει.
Και επικαλούμενος τον Χανς Μοργκεντάου, το κορυφαίο εκφραστή της ρεαλιστικής σκέψης στο πεδίο των διεθνών σχέσεων κατά τον 20ο αιώνα, ο οποίος στους κανόνες του για αποτελεσματική διπλωματία έγραψε «μην αφήνεις ποτέ έναν αδύναμο σύμμαχο να αποφασίζει για εσένα», αναφέρει πως προς το παρόν τουλάχιστον «το κατεστημένο της Ουάσινγκτον ξυπνάει κάθε πρωί φαινομενικά αποφασισμένο να παραβιάσει αυτόν τον κανόνα».
Η Αν Απλμπάουμ, όμως, θεωρεί πως ο πόλεμος πρέπει οπωσδήποτε να τερματιστεί με ήττα της Ρωσίας και του Πούτιν. Προειδοποιεί, μάλιστα, πως οποιοσδήποτε συμβιβασμός με τον ρώσο πρόεδρο που θα του προσφέρει μια ασφαλή και αξιοπρεπή διέξοδο από την ουκρανική κρίση θα τον καταστήσει ακόμη πιο επιθετικό.
«Στόχος μας, το τέλος του παιχνιδιού για εμάς, πρέπει να είναι η ήττα [του Πούτιν]. Στην πραγματικότητα η μόνη λύση που προσφέρει κάποια ελπίδα για μακροπρόθεσμη σταθερότητα στην Ευρώπη είναι η ταχεία ήττα ή ακόμη, για να δανειστούμε τον όρο του [γάλλου προέδρου Εμανουέλ] Μακρόν, η ταπείνωση. Στην πραγματικότητα ο ρώσος πρόεδρος όχι μόνο πρέπει να τερματίσει τον πόλεμο, πρέπει και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος ήταν ένα τρομερό λάθος, ένα λάθος δεν μπορεί ποτέ να επαναληφθεί. Πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι γύρω του – η ηγεσία του στρατού, οι υπηρεσίες ασφαλείας, η επιχειρηματική κοινότητα – πρέπει να καταλήξουν ακριβώς στο ίδιο συμπέρασμα. Στο τέλος και ο ρωσικός λαός θα πρέπει να συμφωνήσει επίσης», υποστηρίζει η βραβευμένη με Πούλιτζερ δημοσιογράφος του The Atlantic και ιστορικός.
Πάντως απευθυνόμενο σε όλους όσους υποστηρίζουν πως η Ρωσία του Πούτιν πρέπει να ηττηθεί στην Ουκρανία, το Spiegel International υπογραμμίζει πως η επίτευξη του εν λόγω στόχου δεν είναι πλέον τόσο εύκολη όσο πριν, εξαιτίας της αλλαγής της ρωσικής στρατηγικής.
«Η στρατηγική που εφάρμοσε ο Πούτιν στο Ντονμπάς προέβλεπε πυρά από βαρύ πυροβολικό εναντίον ουκρανικών θέσεων πριν την αργή προώθηση [των ρωσικών δυνάμεων]. Οι γραμμές ανεφοδιασμού έχουν επίσης εδραιωθεί σταθερά. Η υπηρεσία πληροφοριών της Γερμανίας (BND) εκτιμά ότι η Ρωσία είναι επί του παρόντος σε θέση να στέλνει έως και 300 τόνους πυρομαχικών στο μέτωπο καθημερινά – ποσότητα που επαρκεί για τη διατήρηση μιας τεράστιας ισχύος πυρός», μας πληροφορεί το γερμανικό περιοδικό.
Ανησυχία προκαλεί επίσης και το γεγονός πως οι δυτικές κυρώσεις στις ενεργειακές εξαγωγές της Ρωσίας δεν αποδεικνύονται (τουλάχιστον προς το παρόν) τόσο επώδυνες όσο αναμενόταν, με το Spiegel να αναφέρει ενδεικτικά πως μόνον η Ινδία, από τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο, υπερδιπλασίασε τις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία. Κορυφαίος γερμανός αξιωματούχος εξήγησε πως η ρωσική πολεμική μηχανή θα αρχίσει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα μόνον όταν οι κυρώσεις της Δύσης επιφέρουν έλλειψη σημαντικών ηλεκτρονικών εξαρτημάτων που είναι απαραίτητα για την κατασκευή οπλικών συστημάτων.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News