Ο ρώσος μαθηματικός και προγραμματιστής Γιαν Ρατσίνσκι γνωρίζει καλά τα πιο σκοτεινά χρόνια της Σοβιετικής Ενωσης. Είναι πρόεδρος της Memorial, μιας ΜΚΟ που ιδρύθηκε το 1989 (με τη συμμετοχή του βραβευμένου με Νομπέλ Ειρήνης Αντρέι Ζαχάροφ ο οποίος διατέλεσε πρώτος πρόεδρός της) και αποστολή την καταγραφή και την αναγνώριση των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άλλων εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στην ΕΣΣΔ κατά τα χρόνια που την εξουσία κατείχε ο Στάλιν.
Τον περασμένο Δεκέμβριο το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσίας διέταξε το κλείσιμο της Memorial International ενώ τον περασμένο Απρίλιο η ρωσική ΜΚΟ έπαψε να υπάρχει ως νομική οντότητα. Συνεχίζει, ωστόσο, να αντιστέκεται στο καθεστώς του Πούτιν.
«To κλείσιμο μιας μόνο νομικής οντότητας δεν μπορεί να καταστείλει ολόκληρο το κίνημά μας στο οποίο συμμετέχουν διάφορες οργανώσεις και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, όχι μόνο στη Ρωσία. Συνεχίζουμε να εκπονούμε την έρευνά μας, ευελπιστώντας πως ούτε στο μέλλον θα συναντήσουμε ανυπέρβλητα εμπόδια», ανέφερε σχετικά ο Γιαν Ρατσίνσκι, συνομιλώντας τηλεφωνικώς με την Ροζάλμπα Καστελέτι της La Repubblica.
Ωστόσο τη συζήτησή τους περιστράφηκε σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τον πόλεμο που μαίνεται και τις συνέπειές του στο εσωτερικό της Ρωσίας, κυρίως επειδή από την 24η Φεβρουαρίου, ημέρα της έναρξης της ρωσικής «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» στην Ουκρανία, έχουν αποκαλυφθεί αρκετές ομοιότητες μεταξύ της Σοβιετικής Ενωσης και της σημερινής Ρωσίας.
«Η ΕΣΣΔ διήρκεσε εβδομήντα χρόνια και περιλαμβάνει διαφορετικές περιόδους. Τώρα μπορούμε να κάνουμε λόγο για τερατώδη προπαγανδιστική επιθετικότητα που ξεπερνά ακόμη και εκείνη της περιόδου της στασιμότητας και μοιάζει με εκείνη του Στάλιν. Η κλίμακα της καταστολής, προς το παρόν, ευτυχώς, δεν είναι συγκρίσιμη. Αλλά είναι μια μηχανή που παίρνει εύκολα μπρος και σταματά με δυσκολία. Και, σε αντίθεση με την σταλινική περίοδο, υπάρχει ο κίνδυνος να τεθεί σε κίνηση κατά την κρίση ενός ατόμου, χωρίς κατευθυντήριες γραμμές από κεντρικές αρχές. Σήμερα βλέπουμε πολλές πρωτοβουλίες “εκ των κάτω”. Τα τραγελαφικά περιστατικά επιβολής προστίμων, για παράδειγμα, σε ανθρώπους που απήγγελλαν ποιήματα του Αλεξάντρ Πούσκιν, καταδεικνύουν τον υπερβολικό ζήλο των τοπικών αρχών, τις οποίες, όμως, οι κεντρικές αρχές δεν περιορίζουν. Υπάρχει ο κίνδυνος να προκύψει μια αλυσιδωτή αντίδραση και να καταστεί ανεξέλεγκτη διαδικασία», προειδοποιεί ο ρώσος ιστορικός και ακτιβιστής.
Αναφορικά με τη λογοκρισία και τον έλεγχο της πληροφόρησης και της κοινής γνώμης στη Ρωσία κατά τη διάρκεια των τριών μηνών που μαίνεται ο πόλεμος, σημείωσε πως «ο κόσμος προς το παρόν δεν φοβάται να εκφράσει τη διαφωνία του “στην κουζίνα”. Δεν υπάρχει κάποιο μεγάλο δίκτυο κατασκόπων και πληροφοριοδοτών, όπως υπήρχε στην ΕΣΣΔ. Αλλωστε οι καταδόσεις δεν ήταν ποτέ το κύριο πρόβλημα, ούτε τότε, ούτε τώρα. Συμβαίνουν αλλά γίνονται αντιληπτές ως ανωμαλία. Το πιο σοβαρό ζήτημα σήμερα είναι η λογοκρισία. Είναι ένα συνολικό φαινόμενο. Προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι αρχές δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί ότι η λογοκρισία στερεί από τις ίδιες τη δυνατότητα να δουν καθαρά την κατάσταση. Και η αποτυχία της ειδικής επιχείρησης είναι εν μέρει συνέπεια της καταστολής της εποικοδομητικής κριτικής, της δυνατότητας λήψης σωστών απαντήσεων στα ερωτήματα που τίθενται. Αυτό που κάνει σήμερα ο Roskomnadzor (ο εθνικός φορέας επικοινωνιών, τεχνολογιών πληροφόρησης και ΜΜΕ της Ρωσίας) μοιάζει με αυτό που έκανε τότε η Glavlit (Γενική Διεύθυνση Προστασίας Κρατικών Απορρήτων στον Τύπο της ΕΣΣΔ): ενάντια σε όλους τους νόμους, εξωδικαστικά, απαγορεύει τη μετάδοση πληροφοριών σε διάφορες εφημερίδες. Είμαστε κοντά στην καταστολή όλων των φωνών όπως υπό τους μπολσεβίκους», είπε.
Υπενθυμίζοντας στον συνομιλητή της πως σύμφωνα με διάφορες πηγές από την έναρξη του πολέμου έως σήμερα έχουν αποπεμφθεί ανώτατοι αξιωματικοί των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων αλλά και της διαβόητης FSB, της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσίας, η ιταλίδα δημοσιογράφος διερωτήθηκε εάν θα μπορούσε να γίνει λόγος για επιστροφή των εκκαθαρίσεων στη Ρωσία.
«Υφίσταται μια ουσιαστική διαφορά. Οι σοβιετικές εκκαθαρίσεις οφείλονταν κυρίως στην παράνοια του Στάλιν και της συνοδείας του. Πολεμούσαμε ενάντια σε μια σκιά, ενάντια σε έναν άπιαστο αντίπαλο», εξήγησε ο Ρατσίνσκι. Αντιθέτως σήμερα «απομακρύνονται επιτελικά στελέχη που ευθύνονται για την αποτυχία της αποκαλούμενης “επιχείρησης”. Πρόκειται περί μιας αρκετά εμφανούς αποτυχίας. Η αιματοχυσία και το γεγονός ότι δεν ήταν μια αστραπιαία επιχείρηση καταδεικνύουν ότι οι υπολογισμοί ήταν λανθασμένοι», πρόσθεσε.
Οσον αφορά τις σοβιετικές σημαίες με το σφυροδρέπανο που αναρτώνται και τα αγάλματα του Λένιν που στήνονται σε κατακτημένα («απελευθερωμένα» σύμφωνα με τη Μόσχα) ουκρανικά εδάφη και τις αναφορές του Πούτιν στην ΕΣΣΔ ως υπερδύναμη, ο Ρατσίνσκι σημείωσε καταρχάς πως τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι ακτιβιστές του Memorial περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα του Κρεμλίνου, κυρίως επειδή θεωρούν πως η ΕΣΣΔ «υπήρξε ένα εγκληματικό κράτος».
Το ότι στα «απελευθερωμένα» εδάφη της Ουκρανίας υπάρχουν κόκκινες σημαίες και αγάλματα του Λένιν, καταδεικνύει πρωτίστως «την ιδεολογική μιζέρια της τρέχουσας εξουσίας. Δεν έχει τίποτα να προτείνει. Προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη νοσταλγία για εποχές που “δεν” υπήρξαν γιατί στην πραγματικότητα όλα ήταν διαφορετικά. Η νοσταλγία δεν αφορά την πραγματική ζωή. Είναι δύσκολο για τους συνομηλίκους μου να ξεχάσουν την έλλειψη αγαθών, βιβλίων, εφημερίδων, τζιν, δίσκων και πολλών άλλων. Και νομίζω ότι οι αρχές κάνουν λάθος, πιστεύοντας ότι αυτή η αναφορά στην ΕΣΣΔ θα μπορούσε να προσελκύσει κόσμο σε κατεχόμενα ή προσαρτημένα εδάφη», υποστήριξε.
Σχετικά με το ότι ο Πούτιν κατηγορεί μεν τον Λένιν για τη διάλυση της ΕΣΣΔ αλλά στήνει αγάλματά του στην Ουκρανία, ο Ρατσίνσκι υπενθύμισε πως «ο πλουραλισμός ιδεών σε μία διάνοια είναι ένα φαινόμενο μάλλον διαδεδομένο. Ο Πούτιν δεν αποτελεί εξαίρεση. Από τη μια λέει ότι ο Λένιν ήταν προδότης στην υπηρεσία των Γερμανών, από την άλλη τον θεωρεί σύμβολο της Μεγάλης Ρωσίας, η οποία αποκαταστάθηκε με τις ξιφολόγχες! Γιατί και ο Καύκασος και η Ουκρανία, και πρακτικά όλο το έδαφος της ΕΣΣΔ, ανακτήθηκε μέσω εχθροπραξιών. Αλλά τις κόκκινες σημαίες δεν τις υψώνουν οι κεντρικές αρχές, αλλά οι ντόπιοι “πατριώτες”, οι ηγέτες των αυτοανακηρυσσόμενων Δημοκρατιών του Ντονμπάς που μεγάλωσαν σε ένα φιλοσοβιετικό πλαίσιο. Παρόλο που οι εγκέφαλοι σπανίζουν στο Κρεμλίνο, νομίζω ότι γνωρίζουν ότι η αναβίωση του μύθου του Λένιν τώρα δεν έχει καμία προοπτική», υποστήριξε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News