Την εβδομάδα που διανύουμε έχουμε την εξής εικόνα:
Οι δημοσκοπήσεις τοποθετούν τη διαφορά ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή του εκλογικού αποτελέσματος του 2019, ο Πρωθυπουργός είχε επαφές με ξένους επενδυτές, το αρμόδιο υπουργείο παρουσίασε την κάρτα εργασίας, ο Ερντογάν έβγαζε καπνούς, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ και οι φίλιες δυνάμεις του στο Τwitter απομόνωσαν μια φράση του Μητσοτάκη, αυτή τη φορά για την «ολιστική ζωή», και επιδόθηκαν στη συνήθη χλεύη.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 2021, το 2020, ή το φθινόπωρο του 2019. Παρότι στον έξω κόσμο, αλλά και εντός της χώρας τόσα έχουν αλλάξει, σε ό,τι αφορά τους πολιτικούς συσχετισμούς μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων φαίνεται ότι ζούμε την τριετία της μαρμότας.
Στο Τwitter, ο ΣΥΡΙΖΑ ασφαλώς δεν κινείται μόνο λίγο πάνω από το 20%, όπως τον εμφανίζουν σταθερά οι δημοσκοπήσεις. Αν ψήφιζαν μόνο οι ενεργοί πολιτικολογούντες του Τwitter, θα μπορούσε να διεκδικήσει την αυτοδυναμία, ακόμη και με απλή αναλογική. Αν μάλιστα ψήφιζαν μόνο οι πολιτικολογούντες (κρυφοί και φανεροί) που εκφράζονται καθημερινά με υβριστικούς χαρακτηρισμούς θα μπορούσε να αγγίξει ποσοστά Τσαουσέσκου.
Οι εκτιμήσεις των ειδικών της επικοινωνίας κάνουν λόγο για περίπου 500.000 ενεργούς χρήστες του Τwitter, τη στιγμή που το Facebook εκτιμάται ότι ξεπερνά στη χώρα μας τα 6.000.000. Από αυτούς τους 500.000 του Τwitter δεν ασχολούνται όλοι –και σίγουρα δεν παθιάζονται όλοι– καθημερινά με την πολιτική.
Πολλοί σχολιάζουν όσα βλέπουν τα βράδια στην τηλεόραση. Για παράδειγμα αυτή την εβδομάδα το όνομα «Βρισηίδα», παρά τη μπελαλίδικη ορθογραφία, σκαρφάλωσε στην κορυφή του ελληνικού Τwitter. Για όσους δεν τη γνωρίζετε, η Βρισηίδα Ανδριώτου είναι παίκτρια του «Survivor».
Αυτό δεν σημαίνει ότι ένα καλό «βρισίδι» εναντίον πολιτικού προσώπου στο Τwitter δεν σκαρφαλώνει σε αριθμούς ακόμη και πάνω από τα 20.000 tweets. Ωστόσο, σε αυτούς τους 20.000 λογαριασμούς που βρίζουν περιλαμβάνονται bots (δηλαδή διαδικτυακά ρομπότ, προγράμματα που αναπαράγουν μηνύματα μιμούμενα τους πραγματικούς χρήστες) αλλά και στρατευμένοι των κομμάτων που διατηρούν πολλούς ανώνυμους λογαριασμούς και κάνουν αυτή τη δουλειά επαγγελματικά.
Ζήτημα είναι αν οι μισοί από τις λίγες χιλιάδες που βρίζουν είναι πραγματικοί άνθρωποι που ψηφίζουν στις εκλογές.
Βεβαίως η όλη διαδικασία, όπως σε κάθε μικρόκοσμο, είναι ψυχωφελής και εκτονωτική. Αντίστοιχη είναι αυτή που συμβαίνει και σε πολλά διαδικτυακά γκρουπ που αριθμούν χιλιάδες μέλη, όπως οι μαμάδες του Facebook, για παράδειγμα οι «Δραμινές μαμάδες», ή, αυτά που ασχολούνται με τις βελτιώσεις της ιπποδύναμης των αυτοκινήτων.
Το συμπέρασμα είναι ότι τα τρία τελευταία χρόνια υπάρχουν δύο εκφράσεις της πολιτικής. Από τη μία πλευρά η παραγωγή πολιτικής από την κυβέρνηση που κρίνεται καθημερινά από τους πολίτες με βάση την αποτελεσματικότητα, βεβαίως και τα λάθη και τις αστοχίες της. Και από την άλλη η πολιτική των χαρακτηρισμών που λειτουργεί με όρους ετεροπροσδιορισμού. «Σκανάρονται» όσα λέει ή κάνει ο Πρωθυπουργός, ο οποίος λέει και κάνει πολλά καθημερινά και μετακινείται συνέχεια, και εντοπίζεται το σημείο, η φράση, το ρούχο, η ομπρέλα ή το μέσο μετακίνησης, που μπορεί να γίνει hashtag, να μπει σε μια ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ, ή ακόμα και να ειπωθεί από τον ίδιο τον πρόεδρο του κόμματος.
Και αν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι ευγενής και κρατάει ένα επίπεδο ευπρέπειας, έχοντας χαρακτηρίσει τον Μητσοτάκη «τον μεγαλύτερο πολιτικό απατεώνα που έχει περάσει από το κοινοβούλιο», «αδιάβαστο» και «αδαή», και οι ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ περιορίζονται στο «άχρηστος», «επικίνδυνος για τη ζωή», «εθνικός τουρίστας» και «πλασιέ της Siemens» (στην ανακοίνωση για τον διαγωνισμό των self tests στον οποίο δεν κατέθεσε καν προσφορά η Siemens), συνεργάτες του προέδρου «επιχειρηματολογούν» με χυδαίες εκφράσεις σαν κι αυτές που ακούμε στο γήπεδο και γίνονται hashtag στο Twitter. Καμιά φορά η πλατφόρμα δημιουργεί μια ατζέντα, δεν παράγει όμως πολιτική.
Κι ενώ το σκηνικό αυτό παραμένει αμετάβλητο, σαν μια χορογραφία που επαναλαμβάνεται διαρκώς μπροστά μας, σταθερά παραμένουν και τα χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων. Παρά τη δυσαρέσκεια από το τσουνάμι της ακρίβειας και τη φυσιολογική φθορά της κυβέρνησης, η διαφορά κινείται στην περιοχή του εκλογικού αποτελέσματος του 2019 που ήταν 8,32%, καθώς η ΝΔ έλαβε ποσοστό 39,85% και ο ΣΥΡΙΖΑ 31,53%.
Για παράδειγμα, στην τελευταία δημοσκόπηση της Metron Analysis που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη, η διαφορά ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ χωρίς αναγωγή είναι 8,2%, ενώ στην εκτίμηση ψήφου ανεβαίνει στο 10,4%. Η ακρίβεια παραμένει το βασικό πρόβλημα για τους πολίτες ωστόσο η κυβέρνηση παρά την πανδημία, τις κρίσεις με την Τουρκία και τις φυσικές καταστροφές, διατηρεί σταθερό προβάδισμα. Το ίδιο και ο Πρωθυπουργός. Στη δημοσκόπηση της Metron ο Μητσοτάκης παίρνει ποσοστό 34% ως προς την καταλληλότητα για πρωθυπουργός, έναντι 16% του Αλέξη Τσίπρα.
Το συμπέρασμα που προκύπτει, και μόνο από την απλή παρατήρηση των δεδομένων, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας έδεσαν μόνοι τους τον εαυτό τους με τα δεσμά του ετεροκαθορισμού επί τρία ολόκληρα χρόνια, δίνοντας ίσως υπερβολική βαρύτητα στο χτίσιμο του κλίματος σε μικρές ομάδες που εύκολα φανατίζονται, ακόμη και με ποδοσφαιρικούς όρους και χαρακτηρισμούς. Τα στοιχεία όμως δείχνουν ότι στις εκλογές δεν ψηφίζουν μόνο οι λίγες χιλιάδες που βρίζουν στο Τwitter.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News