Ενα νέο, πειραματικό φάρμακο βοήθησε παχύσαρκα και υπέρβαρα άτομα να χάσουν το 22,5% του σωματικού βάρους τους, δηλαδή κατά μέσο όρο 23,8 κιλά, στο πλαίσιο μεγάλης κλινικής δοκιμής, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε η παρασκευάστρια εταιρεία Lilly.
Οπως γράφουν οι New York Times, παρόλο που τα αποτελέσματα δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμη σε κάποιο επιστημονικό περιοδικό ή ανακοινωθεί σε διεθνές επιστημονικό συνέδριο, έχουν προκαλέσει ενθουσιασμό στην επιστημονική κοινότητα.
«Ουάου» αναφώνησε ο καθηγητής Φυσιολογίας Σεκάρ Καθιρεζάν, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Verve Therapeutics, μόλις ενημερώθηκε για τα αποτελέσματα της μελέτης. Η εταιρεία του Καθιρεζάν επικεντρώνεται στη δημιουργία νέου τύπου φαρμάκων για τις καρδιαγγειακές παθήσεις και ο ίδιος σχολίασε ότι φάρμακα όπως αυτό της Eli Lilly «θα φέρουν πραγματικά επανάσταση στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας».
Στο ίδιο πλαίσιο ήταν και οι αντιδράσεις του δρ Λι Κάπλαν, ειδικού στην παχυσαρκία στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, ο οποίος σχολίασε ότι «η δράση του φαρμάκου φαίνεται να είναι σημαντικά καλύτερη από οποιοδήποτε άλλο σκεύασμα κατά της παχυσαρκίας είναι επί του παρόντος διαθέσιμο στις ΗΠΑ».
Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε η εταιρεία Lilly, στην τελική φάση των κλινικών δοκιμών, η δραστική ουσία τιρζεπατίδη χορηγήθηκε σε 2.539 εθελοντές από εννέα χώρες του κόσμου, ΗΠΑ, Αργεντινή, Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ιαπωνία, Μεξικό, Ρωσία και Ταϊβάν.
Κατά την έναρξη της μελέτης, οι εθελοντές ζύγιζαν κατά μέσον όρο 105 κιλά. Ολοι τους, σύμφωνα με τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), ήταν είτε παχύσαρκοι είτε υπέρβαροι και παράλληλα είχαν και ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας (εκτός από διαβήτη) όπως υπέρταση, δυσλιπιδαιμία (διαταραχή στα επίπεδα χοληστερόλης ή και τριγλυκεριδίων), αποφρακτική υπνική άπνοια ή καρδιαγγειακή νόσο.
Οι ερευνητές χώρισαν τους ασθενείς σε ομάδες. Κάποιοι από αυτούς έκαναν μία φορά την εβδομάδα ένεση με τιρζεπατίδη σε χαμηλές, μέτριες ή υψηλές δόσεις και οι υπόλοιποι, η ομάδα ελέγχου, έκαναν ένεση εικονικού φαρμάκου (placebo). Το φάρμακο χορηγήθηκε επικουρικά στο πλαίσιο ενός προγράμματος αδυνατίσματος, το οποίο περιελάβανε την ίδια δίαιτα και άσκηση που ακολουθούσαν όλοι οι εθελοντές.
Τα αποτελέσματα
Οπως διαπίστωσαν οι επιστήμονες, και σύμφωνα με όσα αναφέρει το New Scientist, 72 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας, η μέση απώλεια βάρους ήταν:
- 15% με τη χαμηλή δόση τιρζεπατίδης
- 19,5% με την μέτρια δόση τιρζεπατίδης
- 20,9% με την υψηλή δόση τιρζεπατίδης
- 3,1% με το εικονικό φάρμακο.
Το ποσοστό των εθελοντών που κατόρθωσαν να επιτύχουν τουλάχιστον 5% μείωση του σωματικού βάρους τους, που ήταν και ο στόχος, ήταν:
- 85% με τη χαμηλή δόση τιρζεπατίδης
- 89% με την μέτρια δόση τιρζεπατίδης
- 91% με την υψηλή δόση τιρζεπατίδης
- 35% με το εικονικό φάρμακο.
Αντίστοιχα, το ποσοστό όσων κατόρθωσαν να επιτύχουν τη μεγαλύτερη απώλεια βάρους (πάνω από 20% του αρχικού) ήταν:
- 30% με τη χαμηλή δόση τιρζεπατίδης
- 50% με την μέτρια δόση τιρζεπατίδης
- 57% με την υψηλή δόση τιρζεπατίδης
- 3,1% με το εικονικό φάρμακο.
Η υψηλή δόση τιρζεπατίδης ήταν η πιο αποτελεσματική και οδήγησε σε απώλεια έως και 22,5% του αρχικού σωματικού βάρους ή 23,8 κιλά, ενώ οι εθελοντές που είχαν λάβει το εικονικό φάρμακο έχασαν κατά μέσον όρο μόλις δύο κιλά.
Οι εκτιμήσεις
«Είναι πραγματικά συναρπαστικό. Η απώλεια βάρους που φαίνεται από τα αποτελέσματα της μελέτης είναι πολύ μεγάλη. Είναι εφάμιλλη με εκείνη που επιτυγχάνεται με μια επιτυχημένη βαριατρική επέμβαση (μπαλονάκι στομάχου)», δήλωσε ο καθηγητής Φυσιολογίας δρ Μάικλ Κόουελ, ειδικός σε θέματα παχυσαρκίας από το Πανεπιστήμιο Monash στην Αυστραλία, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.
Οπως και άλλα εγκεκριμένα φάρμακα για την απώλεια βάρους, η τιρζεπατίδη είχε ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως ναυτία, έμετο, διάρροια και δυσκοιλιότητα. Οι παρενέργειες αυτές ήταν πιο έντονες στους ασθενείς που λάμβαναν υψηλές δόσεις.
Ωστόσο, η έναρξη της αγωγής σε πολύ χαμηλή δόση και η σταδιακή αύξησή της θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο εκδήλωσής τους, ανέφερε ο παγκοσμίου φήμης ειδικός στην παχυσαρκία δρ Τζόζεφ Προέτο, ομότιμος καθηγητής Ενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης.
Σύμφωνα με την παρασκευάστρια εταιρεία Lilly, σε εξέλιξη βρίσκονται και άλλες κλινικές μελέτες και τα αποτελέσματά τους αναμένονται το 2023.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News