«Ενας ρώσος δημοσιογράφος που γράφει σήμερα τη λέξη “πόλεμος” κινδυνεύει να φυλακιστεί για δεκαπέντε χρόνια».
Οταν η Τζίνα Τσούα μίλησε για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι δημοσιογράφοι της Ρωσίας καλούνται να κάνουν πλέον τη δουλειά τους, οι παρευρισκόμενοι στην κεντρική αίθουσα διαλέξεων της Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια αγανάκτησαν, συνυπολογίζοντας, φυσικά, ότι οι δημοσιογράφοι της Ουκρανίας υποχρεούνται να εργάζονται ενόσω ο ρωσικός στρατός βάλλει ανηλεώς εναντίον της πατρίδας τους.
Στόχος της δεν ήταν να εξάρει το θάρρος των πάμπολλων απεσταλμένων που έχουν μεταβεί στην Ουκρανία για την κάλυψη του πολέμου. «Το πρόβλημα είναι ότι χωρίς πόρους και αποτελεσματικά επιχειρηματικά μοντέλα, αυτή η δημοσιογραφία δεν θα μπορεί πια να ασκείται», εξήγησε η Τσούα, εκτελεστική διευθύντρια του πρακτορείου Reuters έως τον περασμένο Μάρτιο, η οποία σήμερα κατέχει την ίδια θέση στη Semafor, μια ειδησεογραφική νεοφυή επιχείρηση που ίδρυσαν οι δημοσιογράφοι Μπεν Σμιθ και Τζάστιν Σμιθ των New York Times και του Bloomberg αντίστοιχα.
Σε ανταπόκρισή του από τη Νέα Υόρκη ο Πάολο Μαστρολίλι της La Repubblica προτρέπει τους αναγνώστες του να φανταστούν το μέλλον των κοινωνιών, δίχως δημοσιογράφους σε θέση να μας ενημερώνουν για όλα όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία, για παράδειγμα, ή σε ολοένα περισσότερες γωνιές του κόσμου, όπου τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα καταπατούνται από «εγωισμό, ιδεολογία ή απλό συμφέρον». Η κρίση της δημοσιογραφίας και της πληροφόρησης, οπότε, δεν αφορά μόνον τους επαγγελματίες του κλάδου, αλλά τον κάθε υπεύθυνο πολίτη.
Η Τζίνα Τσούα προέβη στην παραπάνω επισήμανση κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου που η Σχολή Δημοσιογραφίας, την οποία ίδρυσε ο Τζόζεφ Πούλιτζερ, αφιερώνει κάθε χρόνο στους αποφοίτους της, με στόχο την κατατόπισή τους όσον αφορά τις τελευταίες εξελίξεις στον κλάδο της δημοσιογραφίας και τον ευρύτερο τομέα των ΜΜΕ. Φέτος, κεντρικός προσκεκλημένος ήταν ο Κέβιν Μερίντα, νυν διευθυντής των Los Angeles Times και πρώην διευθυντής σύνταξης της Washington Post του Τζεφ Μπέζος.
«Μου αρέσει το χαρτί. Μου αρέσει να έχω την εφημερίδα στα χέρια μου, να την ξεφυλλίζω, να επιλέγω την ενότητα που θα διαβάσω. Μου αρέσει η προσοχή με την οποία την τυπώνουμε. Αλλά δεν έχει νόημα να κοροϊδευόμαστε: οι έντυπες εκδόσεις θα εξαφανιστούν σε ένα ή το πολύ σε πέντε χρόνια. Τώρα μην πάρετε τα λεγόμενά μου κατά γράμμα, μόνο και μόνο για να με διαψεύσετε: ίσως κάποιοι να συνεχίσουν να έχουν έντυπη έκδοση, όπως οι Los Angeles Times ή οι New York Times, αλλά η συντριπτική πλειονότητα των εφημερίδων είτε θα καταστούν αποκλειστικά ψηφιακές ή θα κλείσουν», επισήμανε.
«Κάποτε στην Washington Post είχαμε δύο ξεχωριστές συντακτικές ομάδες, μία για το Διαδίκτυο και μία για το χαρτί. Επρεπε να είχαν συγχωνευτεί αμέσως. Θα έπρεπε να έχουν ήδη συγχωνευτεί παντού, επειδή το προϊόν είναι μοναδικό. Είναι γελοίο να υπάρχουν δύο ξεχωριστές συντακτικές ομάδες», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αναφερθείς στις ΗΠΑ, ο Μερίντα σημείωσε ότι η κατάσταση είναι, πλέον, τόσο σοβαρή που «το πρόβλημα πρέπει να το θέσουμε σε πανεθνικό επίπεδο ως κλάδος, γιατί χρειάζονται πόροι για να επιβιώσει η δημοσιογραφία, κυρίως η τοπική δημοσιογραφία, ακόμη και μετά την ψηφιακή μετάβαση. Εμείς πιθανώς να τα καταφέρουμε, αλλά οι άλλοι κλείνουν, αφήνοντας ολόκληρες πόλεις χωρίς μία αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης».
Ο πολύπειρος αμερικανός δημοσιογράφος παραδέχεται ότι ακόμη και για τους κραταιούς Los Angeles Times, «το κλειδί είναι το μάρκετινγκ, πρέπει να δοκιμάζουμε τα πάντα για την αύξηση των συνδρομών. Λανσάραμε επίσης μια προσφορά –ένα δολάριο για έξι μήνες– και εν μέρει λειτούργησε, γιατί πολλοί αναγνώστες ανανέωσαν στη συνέχεια τη συνδρομή. Πρέπει να δοκιμάζονται τα πάντα δίχως να είμαστε επιλεκτικοί, γιατί διακυβεύεται η επιβίωση και δεν χρειάζεται να περιοριζόμαστε μόνο σε μία στρατηγική. Εμείς εστιάζουμε στις υπηρεσίες για τη διευρυνόμενη ισπανόφωνη κοινότητα. Διοργανώνουμε γιορτές στις γειτονιές με φαγητό και μουσική. Οσον αφορά τα περιεχόμενα, είναι προφανές ότι η ποιότητα, η ακρίβεια και η πρωτοτυπία πρέπει να διακρίνουν τα παραδοσιακά Μέσα από τα νέα, αλλά αυτό δεν αρκεί. Εμείς, για παράδειγμα, εξελίσσουμε τους τομείς και των εικόνων, των βίντεο και όχι μόνο, πέρα από τη δημοσιογραφία, προς την ψυχαγωγία», εξήγησε ο Κέβιν Μερίντα.
«Επιτυχία θα ήταν εάν κάποιος ακύρωνε τη συνδρομή του στο Netflix και εγγραφόταν συνδρομητής σε εμάς», πρόσθεσε, έχοντας την προσοχή του στραμμένη στο απώτερο μέλλον της δημοσιογραφίας. Εξίσου σημαντική είναι και η διαρκής ανανέωση. «Πρέπει να εξελίξουμε όχι μόνον τη γλώσσα αλλά και τα περιεχόμενα για να προσελκύουμε τη νεολαία. Δεν αρκεί να απλουστεύουμε τα θέματα, να περιορίζουμε την έκταση των άρθρων και να απαλείφουμε τις δύσκολες λέξεις», είπε.
Ο απερχόμενος πρόεδρος της Σχολής Δημοσιογραφίας του Κολούμπια Στιβ Κολ, εστιάζοντας στην ανάγκη προάσπισης της ελευθεροτυπίας (η οποία απειλείται παντού) σημείωσε από την πλευρά του ότι «από τη μία πλευρά υπάρχει ο Ελον Μασκ που αγοράζει το Twitter, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως θιασώτη της ελευθερίας της έκφρασης. Από την άλλη πλευρά υπάρχει η Ρωσία, που διώκει όλους όσοι γράφουν τα προφανή. Τα διεθνή μέσα την εγκαταλείπουν από φόβο, αλλά φανταστείτε ποια θα είναι η ποιότητα της δημοσιογραφίας που θα πρέπει να καλύπτει τις εξελίξεις στη Μόσχα από την εξορία».
«Χείριστη, η ποιότητα θα είναι χείριστη», τόνισε η Τζίνα Τσου. Εννοείται ότι η Ρωσία δεν είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο όπου «η αξιοπρεπής δημοσιογραφία έχει καταδικαστεί σε εξορία. Εάν, ωστόσο, είναι τραγικό το ότι εμείς οι Δυτικοί δεν θα γνωρίζουμε την αλήθεια για τη Ρωσία, σκεφτείτε πόσο πιο δραματικό είναι το ότι οι Ρώσοι δεν γνωρίζουν ήδη τι συμβαίνει στην πατρίδα τους», είπε.
Πάντως, σε πρακτικό επίπεδο, το μέλλον της δημοσιογραφίας και της πληροφόρησης εξαρτάται κυρίως από τους πόρους και τα επιχειρηματικά μοντέλα, γιατί δίχως ανεξάρτητα ΜΜΕ, που να είναι επίσης εύρωστα οικονομικά και επιχειρηματικά, τον πρώτο λόγο θα τον έχουν η προπαγάνδα και η παραπληροφόρηση.
Εάν εκλείψει η ποιοτική και ανεξάρτητη δημοσιογραφία, πιθανώς θα εκλείψουν και πολλοί δημοσιογράφοι, ωστόσο περισσότερο ενδέχεται να ζημιωθούν όλοι όσοι διστάζουν να δώσουν εκείνο το ένα δολάριο που «ζητιανεύουν» οι Los Angeles Times, καθώς θα στερηθούν την ψυχή της δημοκρατίας που είναι η δημοσιογραφία. «Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε μια κυβέρνηση χωρίς εφημερίδες και σε εφημερίδες χωρίς κυβέρνηση, δεν θα δίσταζα να επιλέξω τις εφημερίδες», είχε αναφέρει σχετικά ο συντάκτης της αμερικανικής Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας Τόμας Τζέφερσον.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News