Οταν με το πρώτο μνημόνιο βγήκε εκείνος ο ευρωπαίος αξιωματούχος (είδατε τι εύκολα ξεχνάμε φάτσες, ονόματα και γεγονότα;) για να μας πει «Ελληνες, κουράγιο», τον είχαμε κοιτάξει κατάπληκτοι. Μόνο «τι μαλ@@@ς είναι τούτος» δεν είπαμε. Συνηθισμένοι (ή εθισμένοι;) σε μια ευμάρεια που στηριζόταν στα κρατικά δανεικά, πιστεύαμε απλώς ότι έτσι είναι η ζωή. Και όταν η ζωή «είναι έτσι», τίποτα δεν μπορεί να την αλλάξει, είναι σαν να λέμε ότι ο ήλιος θα βγει από τη δύση ή ότι η θάλασσα θα γίνει ξαφνικά κίτρινη.
Λίγους μήνες αργότερα, νιώθαμε σαν κάποιος που ένας σεισμός εξαφάνισε το σπίτι και τη δουλειά του, αποδεκάτισε την οικογένειά του, καταπλάκωσε το αμάξι του και ισοπέδωσε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τη ζωή του. Τότε, προς στιγμήν πιστέψαμε ότι είμαστε ανίκανοι να το διαχειριστούμε και ότι η ζωή μας τέλειωσε. Μιλήσαμε για τη χαμένη γενιά, για τη ρημαγμένη χώρα, για την επέλαση των ξένων βαρβάρων, βουτηγμένοι ως τον λαιμό σε μια αίσθηση ανημποριάς. Και ναι μεν αρχίσαμε (κατά το παραδοσιακό χούι μας) να σπάμε αναμεταξύ μας τα κεφάλια μας, αλλά παραλλήλως βρήκαμε δειλά δειλά τρόπο να προσαρμοστούμε. Δέκα χρόνια αργότερα και έχοντας αφήσει πίσω τη χρεοκοπία, αντιληφθήκαμε ότι και εκείνα τα δέκα σκληρά χρόνια, υπήρχε ζωή εν τέλει.
Μετά ήρθε ο κορονοϊός. Εκείνος κι αν άλλαξε αυτά που ξέραμε. Μας έκλεισε για μήνες μέσα στους τέσσερις τοίχους, μας φόρεσε μάσκες στο πρόσωπο, μας επέβαλε να στέλνουμε μήνυμα στο κράτος για να βγάλουμε βόλτα τον σκύλο, έκλεισε τα μαγαζιά και απαγόρευσε τα μπάνια στη θάλασσα, ενστάλαξε εντός μας έναν φρικτό φόβο για την ίδια τη ζωή μας. Τρομοκρατηθήκαμε, μπαϊλντίσαμε, πέσαμε σε κατάθλιψη, το αγόρι έπαψε να φιλάει το κορίτσι του και η γιαγιά το εγγόνι της, πιστέψαμε ότι ο δημόσιος χώρος καταργήθηκε, ότι η ανθρώπινη ζωή μεταβλήθηκε σε μονήρη εφιάλτη.
Τελικά, όμως, το είδαμε κι αυτό να φεύγει προς τα πίσω μας. Τώρα που το καλοσκεφτόμαστε, υπήρχε ζωή και επί πανδημίας. Κι αν τα βάλουμε κάτω, τα δώδεκα, αθροιστικά, χρόνια κρίσης και κορονοϊού ήταν το ένα τέταρτο της ζωής ενός σημερινού σαραντάρη. Τα έχασε τα χρόνια αυτά; Ηταν μια μαύρη τρύπα της ζωής του; Οχι, τελικά δεν ήταν. Εζησε τα χρόνια αυτά. Διαφορετικά, αλλά έζησε.
Τώρα, καπάκι, μας ήρθε ο πληθωρισμός. Τον έφερε ο συνδυασμός ενός απρόσμενου πολέμου με τα απόνερα μιας πανδημίας. Θηριώδεις λογαριασμοί ρεύματος και θέρμανσης μας χτυπάνε κατακέφαλα. Ελπίδες για συλλογικές ευμάρειες και εθνικές οικονομικές αναπτύξεις προσγειώνονται ανώμαλα, ανήκουστες απειλές για πυρηνικές εκρήξεις και επισιτιστικές κρίσεις εκτοξεύονται πανταχόθεν. Τα εισοδήματα μας ψαλιδίζονται, οι διάφορες FED και EKT διακινούν δυσοίωνα σενάρια με ανόδους επιτοκίων και μειώσεις της κυκλοφορίας του χρήματος, πάλι ανατρέπεται ο κόσμος μας. Μια νέα απελπισία χτυπάει την πόρτα μας, πώς διάολο θα ζήσουμε από ’δώ και πέρα;
Και όμως, πάλι θα ζήσουμε. Πάλι θα προσαρμοστούμε, πάλι θα τα βολέψουμε. Και αυτό θα το ξεπεράσουμε, για να συναντήσουμε στην έξοδο την επόμενη ανατροπή. Υπήρξαν πολλές γενιές Ελλήνων που έζησαν και χάρηκαν και δημιούργησαν μέσα σε συνθήκες πληθωρισμού. Το ίδιο θα κάνουμε υποχρεωτικά και εμείς, με τις προσαρμογές μας ασφαλώς. Η ακρίβεια δεν σταματά τη ζωή (με τα καλά και τα κακά της), όπως δεν τη σταμάτησαν μια χρεοκοπία ή ένας κορονοϊός. Ο ήλιος θα συνεχίσει να βγαίνει από την ανατολή, η θάλασσα θα συνεχίσει να είναι γαλάζια, το αγόρι θα συνεχίσει να φιλά το κορίτσι του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News