Πριν από 50 χρόνια ο Ντέιβιντ Χιουμ Κένερλι κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει στο Βιετνάμ. «Ημουν 24 ετών όταν πέταξα στη Σαϊγκόν, το 1971, ως φωτογράφος της United Press International, αποφασισμένος να δω τι σκότωνε τους συμμαθητές μου από το Λύκειο. Αν δεν είχα πάει, δεν νομίζω ότι θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου» αναφέρει ο ίδιος σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στους New York Times. Το ταξίδι που άρχισε στους ορυζώνες και τις ζούγκλες, συνεχίστηκε για δεκαετίες. Χιλιάδες μέτρα φιλμ, δεκάδες φωτογραφικές μηχανές, εκατομμύρια κλικ. Αν η εμπειρία του μπορούσε να αποτιμηθεί σε κόκκους ρυζιού, το Βιετνάμ, όπου άρχισαν όλα, δεν θα την χωρούσε…
Ο σημαντικός αυτός φωτορεπόρτερ, λοιπόν, στάθηκε με δέος στις εικόνες που κυκλοφόρησαν στον Δυτικό κόσμο όταν αποχώρησαν οι Ρώσοι από την Μπούτσα. «Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν το Jonestown», λέει. To 1978 τα μέλη μιας θρησκευτικής σέχτας που ονομαζόταν «Ναός του Λαού» είχαν ιδρύσει ένα κοινόβιο στη Γουιάνα. Ενας Δημοκρατικός βουλευτής, ο Λέο Ράιαν και τρεις δημοσιογράφοι που ερευνούσαν καταγγελίες για τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί, σχετικά με την οικειοθελή ή όχι παραμονή ορισμένων μελών, βρέθηκαν δολοφονημένοι. «Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Τα πτώματα περισσότερων από 900 ανθρώπων ήταν διασκορπισμένα γύρω από ένα συγκρότημα κτιρίων σε ένα ξέφωτο της ζούγκλας – θύματα και δράστες μιας μαζικής δολοφονίας-αυτοκτονίας υπό τις οδηγίες του μανιακού ηγέτη τους, του Τζιμ Τζόουνς. Παιδιά και μωρά είχαν δολοφονηθεί από τους γονείς τους. Φωτογράφισα έναν εφιάλτη», θυμάται ο Κένερλι.
Το κοινό των δύο περιπτώσεων, της Μπούτσα και της Τζόουνσταουν δεν είναι μονάχα οι νεκροί. Είναι και η χρήση βίας εναντίον αθώων, όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά.
«Οι εικόνες αυτών των ρωσικών φρικαλεοτήτων τραβήχτηκαν από αξιόπιστους, έμπειρους φωτορεπόρτερ. Αποτυπώνουν την αλήθεια. Είναι η καταγραφή της ψευδολογίας της Μόσχας και της κτηνωδίας του ρωσικού στρατού. Αυτές οι φωτογραφίες είναι η τεκμηρίωση που χρειάζεται ο κόσμος για να καταλάβει επιτέλους τι πραγματικά συμβαίνει στην Ουκρανία» σχολίασε ο αμερικανός φωτορεπόρτερ. Η Ρωσία βέβαια δεν παραδέχθηκε τίποτα. Οπως όλοι οι εισβολείς στην Ιστορία, το ρωσικό υπουργείο Αμυνας μίλησε για fake news και «προβοκάτσια» και ισχυρίστηκε ότι «ούτε ένας κάτοικος της περιοχής δεν έχει υποστεί βία». Οι τάφοι όμως είναι εκεί. Εκεί που φύτρωναν λουλούδια, στα πάρκα και τις αυλές, υπάρχουν μόνο σταυροί…
«Οι ισχυρισμοί του Κρεμλίνου μπορεί να πείσουν κάποιους στη Ρωσία επειδή ο Πούτιν έχει φροντίσει να μην υπάρχει αντίλογος. Αλλά δεν θα συμβεί το ίδιο σε μέρη όπου οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να δουν αυτές τις εικόνες: Οι φωτογραφίες μεταφέρουν απευθείας τους ανθρώπους στο γεγονός, πάνω και πέρα από οποιονδήποτε αξιωματούχο και κάθε όργανο προπαγάνδας. Κι αυτό ο Πούτιν το ξέρει…» σημειώνει ο βετεράνος φωτορεπόρτερ στο άρθρο του.
«Οι φωτογραφίες συγκινούν τους ανθρώπους με τρόπο που δεν το κάνει ποτέ η πρόζα», έχει παραδεχτεί ένας από τους διασημότερους γραφιάδες των New York Times, ο βραβευμένος δύο φορές με Πούλιτζερ, Νίκολας Κριστόφ. Μπορούν να αλλάξουν πολιτικές γραμμές, να ξεσηκώσουν κινητοποιήσεις, να αλλάξουν ακόμη και την εξέλιξη των γεγονότων. Κι αυτό επειδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη βαρβαρότητα.
Η «Εκτέλεση στη Σαϊγκόν» και το «Κορίτσι των Ναπάλμ» είναι δύο χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις. Το 1968 ο Εντι Ανταμς παρακολουθούσε μια ομάδα στρατιωτών να μεταφέρουν αιχμαλώτους. Ανάμεσά τους, ξυπόλυτος και δεμένος πισθάγκωνα, ο Νγκουιέν Βαν Λεμ. Τη στιγμή που ο αμερικανός φωτορεπόρτερ σήκωνε τη μηχανή του για να απαθανατίσει το γεγονός, ο στρατηγός Νγκουιέν Νγκογκ Λόαν σήκωνε το όπλο του. Το κλείστρο του συγχρονίστηκε με το κλείστρο της φωτογραφικής μηχανής. Η σφαίρα διέλυσε το κρανίο του κρατουμένου Βιετκόνγκ. Η εικόνα αυτή καταγράφηκε στο σελιλόιντ και στην Ιστορία…
Τέσσερα χρόνια αργότερα και ενώ ο βρώμικος πόλεμος μαίνεται λυσσασμένα και από τα δύο στρατόπεδα, οι δυνάμεις του Νοτίου Βιετνάμ – από λάθος, όπως ειπώθηκε έπειτα… – βομβαρδίζουν χωριά και ορυζώνες με εμπρηστικές βόμβες Ναπάλμ. Ενα εννιάχρονο κορίτσι, η Παν Τι Κιμ Πουκ, τρέχει να σωθεί με τα εγκαύματα στο γυμνό της κορμί να αποτυπώνουν το τι είχε συμβεί στο Τρανγκ Μπανγκ. Ο Νικ Ουτ φωτογραφίζει τη σκηνή και μέσω του Associated Press την στέλνει σε όλον τον κόσμο. Η διεθνής κοινή γνώμη εξαγριώνεται, οι διαδηλώσεις εναντίον του πολέμου φουντώνουν…
«Πολλές από τις φωτογραφίες του πολέμου στην Ουκρανία αξίζουν να εντυπωθούν ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη, όπως οι φωτογραφίες του Βιετνάμ. Μέσα σε αυτές και χάρη στους φωτορεπόρτερ που διακινδύνευσαν τη ζωή τους, μπορούμε να δούμε την έκταση της φρίκης που προκάλεσε η Ρωσία», αναφέρει ο Κένερλι. Δεν έχει άδικο. Ο Ρόμπερτ Κάπα, εκ των ιδρυτών του πρακτορείου Magnum, ο οποίος είχε καλύψει πέντε πολέμους, συνήθιζε να λέει στους συνεργάτες του πως «όταν η φωτογραφία δεν είναι πολύ καλή σημαίνει ότι δεν είσαι πολύ κοντά». Ο ίδιος έχασε τη ζωή του το 1954 στην Ινδοκίνα. Από νάρκη…
Η Λίνσεϊ Αντάριο ήταν πιο τυχερή. Η αμερικανίδα φωτορεπόρτερ γλίτωσε οριακά από τον όλμο που έκοψε το νήμα της ζωής μιας ουκρανής που προσπαθούσε να βγάλει τα δυο παιδιά της από το Ιρπίν. Ο Μαξίμ Λεβίν, πάλι, όχι. Το πτώμα του ουκρανού φωτογράφου και συχνού συνεργάτη του Reuters βρέθηκε σε ένα χωριό βόρεια του Κιέβου. Ηταν ο έκτος δημοσιογράφος που σκοτώθηκε στους δύο μήνες που μεσολάβησαν από τη ρωσική εισβολή.
Μπορεί οι εικόνες να είναι σκληρές, μπορεί να προκαλούν φρίκη, δεν έχουμε όμως το δικαίωμα να τις αγνοήσουμε, υποστηρίζει ο Κένερλι: «Εχω κουραστεί από τις ατελείωτες προειδοποιήσεις των πρακτορείων για το βίαιο περιεχόμενο των φωτογραφιών που στέλνουν στα Μέσα Ενημέρωσης. Οι καλύτερες φωτογραφίες του πολέμου μπορεί να μας κάνουν να θέλουμε να κοιτάξουμε αλλού. Είναι επιτακτική ανάγκη να μην το κάνουμε»…
Ο Ντέιβιντ Χιουμ Κένερλι κέρδισε βραβείο Πούλιτζερ το 1972. Ηταν επικεφαλής της ομάδας φωτογράφων του Λευκού Οίκου κατά τη θητεία του προέδρου Τζέραλντ Φορντ. Είναι μέλος του σώματος συμβούλων του Ιδρύματος Μνήμης Πεσόντων Δημοσιογράφων
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News