Η πανδημία φέρθηκε σκληρά στον πιο εμβληματικό μυστικό πράκτορα της Αυτής Μεγαλειότητος. Ο 007 ήταν έτοιμος να βγει στους κινηματογράφους με το «No Time to Die» -την 25η ταινία της κινηματογραφικής σειράς- τον Απρίλιο του 2020. Αλλά ο SARS-CoV-2, ένας, τότε ακόμη, μυστηριώδης άγνωστος ιός έθεσε τον Τζέιμς Μποντ για μεγάλο διάστημα εκτός μάχης. Η προβολή της ταινίας αναβλήθηκε ξανά και ξανά, μέχρι που επιτέλους, ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2021 κάνοντας ρεκόρ εισιτηρίων σε όλη την Ευρώπη.
Η μακρά αναμονή, εξαιτίας κυρίως των lockdown, έδωσε στους θαυμαστές του Μποντ την ευκαιρία να αναλογιστούν τα κυριότερα σημεία της 60χρονης καριέρας του: από το «Τζέιμς Μποντ, πράκτωρ 007, εναντίον Δόκτορος Νο» την πρώτη του αποστολή, στην οποία έρχεται αντιμέτωπος με έναν σατανικό επιστήμονα, μέχρι το «Spectre» (2015) και την αναχαίτιση τρομοκρατικής συνωμοσίας για χακάρισμα του Διαδικτύου, αφού ενδιαμέσως σταματήσει έναν παρανοϊκό μεγιστάνα, που προσπαθεί να συντρίψει την παγκόσμια οικονομία («Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 εναντίον Χρυσοδάκτυλου», 1964), αποτρέψει τις πυρηνικές βόμβες να ισοπεδώσουν το Μαϊάμι «Επιχείρηση Κεραυνός, 1965), τη Νέα Υόρκη και τη Μόσχα («Η κατάσκοπος που με αγάπησε», 1977), τη Δυτική Γερμανία («Octopussy», 1983) και την Κωνσταντινούπολη («Ο κόσμος δεν είναι αρκετός», 1999).
Ωστόσο, η πιο σημαντική, πολιτικά, αποστολή του 007 δεν έλαβε χώρα στην οθόνη, αλλά στον Λευκό Οίκο στις αρχές της δεκαετίας του 1960, γράφει στην Washington Post, ο Θίο Ζένου.
Ο Τζον Φ. Κένεντι ήταν φανατικός θαυμαστής του Τζέιμς Μποντ και τα μέσα ενημέρωσης λάτρευαν τόσο πολύ να κάνουν παραλληλισμούς μεταξύ του φανταστικού κατασκόπου και του πραγματικού προέδρου, που τα πρόσωπα τους μπλέχτηκαν στο υποσυνείδητο της Αμερικής. Δεν ήταν τυχαίο: ο Κένεντι χρησιμοποίησε σκόπιμα τον Μποντ, για να προβάλει την εικόνα ενός ηρωικού ηγέτη, ο οποίος μπορούσε να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε πρόκληση στα πιο επικίνδυνα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Το 1954, γράφει η Washington Post, ο γερουσιαστής Τζον Φ. Κένεντι προσπαθούσε να σκοτώσει την ώρα του στο νοσοκομείο αναρρώνοντας από μια χειρουργική επέμβαση στην πλάτη, όταν ένας φίλος του τού έδωσε το «Casino Royale», το πρώτο από τα μυθιστορήματα του 007, του Ιαν Φλέμινγκ. Ο JFK το καταβρόχθισε. Και τότε άρχισε η σχέση του με τον Μποντ.
Το 1960, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Κένεντι κάλεσε τον Φλέμινγκ στο σπίτι του στην Τζόρτζταουν. Μίλησαν για εξωτερικές υποθέσεις, με τον Φλέμινγκ να υποστηρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να ανατρέψουν τον Φιντέλ Κάστρο ρίχνοντας πέσος πάνω από την Αβάνα, μαζί με φέιγ βολάν που θα έγραφαν «Με τις ευχές των Ηνωμένων Πολιτειών»…
Η συγκεκριμένη πρόταση αγνοήθηκε μεν (δικαιολογημένα ίσως), αλλά ο Φλέμινγκ ενέπνευσε τους αμερικανούς αρχηγούς της κατασκοπείας. Ο Αλεν Ντάλες, ο οποίος υπηρέτησε ως διευθυντής της CIA υπό τους Προέδρους Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και Τζ. Φ. Κένεντι, ήταν επίσης θιασώτης του Μποντ και, όπως γράφει το Salon, έδωσε εντολή στο τμήμα της υπηρεσίας, που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως Γραφείο Τεχνικών Υπηρεσιών, να κατασκευάσει gadgets τύπου 007 για τους πράκτορές του. Ανάμεσα στις συσκευές που προέκυψαν ήταν πούρα που ανατινάζονταν και παπούτσια με μαχαίρι.
Το 1961, λίγο μετά την ορκωμοσία του, ο JFK ρωτήθηκε για τα αγαπημένα του βιβλία. Και ανάμεσα σε δείγματα υψηλής λογοτεχνίας, όπως το «Κόκκινο και το Μαύρο» του Σταντάλ και η βιογραφία του Δούκα του Μάλμπορο, του Ουίνστον Τσόρτσιλ, ανέφερε επίσης το «Από τη Ρωσία με Αγάπη» του Φλέμινγκ, στο οποίο ο 007 έρχεται αντιμέτωπος με τη σοβιετική αντικατασκοπεία. Αποτέλεσμα; Η σειρά των βιβλίων του Τζέιμς Μποντ εξαφανίστηκε από τα ράφια των βιβλιοπωλείων.
Οι πωλήσεις ήταν τόσο μεγάλες που, όπως παρατήρησε ειρωνικά ο ιστορικός Μαρκ Γουάιτ, «Ο Φλέμινγκ θα έπρεπε να πληρώσει στον Κένεντι ένα ποσοστό των δικαιωμάτων». Ο μυθιστοριογράφος του το ανταπέδωσε, βέβαια, όχι με μετρητά αλλά με πρόζα. Στο επόμενο βιβλίο της σειράς, «Η Κατάσκοπος που με Αγάπησε», υπήρχε η φράση: «Χρειαζόμαστε ακόμα μερικούς Τζακ Κένεντι»…
Η ξαφνική δημοτικότητα του 007, γράφει το γαλλικό περιοδικό Le Point έπεισε την εταιρεία παραγωγής Eon Productions να προχωρήσει στην κινηματογραφική μεταφορά του «Δρ Νο», η οποία μάλιστα προβλήθηκε αργότερα στον Λευκό Οίκο. Στη συνέχεια, ο JFK είπε στους παραγωγούς ότι θα έπρεπε να γυρίσουν και το «Από τη Ρωσία με Αγάπη», όπερ και εγένετο!
Μάλιστα, το «Από τη Ρωσία με Αγάπη» ήταν η τελευταία ταινία, που είδε ο Κένεντι. Του έδειξαν μια πρώτη εκδοχή (πριν από το τελικό μοντάζ), στις 20 Νοεμβρίου 1963, μια μέρα πριν αναχωρήσει για το Σαν Αντόνιο και μετά για το Ντάλας, όπου δολοφονήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1963.
Οπως θα εξηγούσε αργότερα ο σύμβουλός του Αρθουρ Σλέσινγκερ, το γεγονός ότι ο Κένεντι ήταν fan του Τζέιμς Μποντ δεν ήταν απλά ένα «διαφημιστικό κόλπο». Η δεκαετία του 1960 ήταν γεμάτη προκλήσεις: στο εσωτερικό της χώρας γινόταν ένας αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα και στο εξωτερικό υπήρχε ο Ψυχρός Πόλεμος: «Σήμερα το ενδιαφέρον μας πρέπει να είναι στραμμένο στο μέλλον. Γιατί ο κόσμος αλλάζει. Η παλιά εποχή τελειώνει. Οι παλιοί τρόποι δεν το κάνουν», τόνισε ο Τζον Φ. Κένεντι μιλώντας στο Λος Αντζελες στις 15 Ιουλίου 1960 κατά την αποδοχή της υποψηφιότητάς του για την προεδρία του Δημοκρατικού Κόμματος
Με την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων του το 1961, δυναμίτισε το στιλ ηγεσίας του παρελθόντος. Out η τετριμμένη ευπρέπεια του προκατόχου του. In ο ενθουσιασμός. Αν ο Αϊζενχάουερ ήταν μονόχρωμος, ο Κένεντι θα ήταν Technicolor, γράφει στην Washington Post, ο Θίο Ζένου. Ο JFK προσπάθησε να ανανεώσει στην προεδρία των ΗΠΑ ηθικά. Στην προεκλογική εκστρατεία του, ακουγόταν σαν αμερικανός Νίτσε, αποδοκιμάζοντας το γεγονός ότι «ως έθνος… έχουμε γίνει μαλθακοί σωματικά, διανοητικά, πνευματικά», είχε πει.
Ο Κένεντι αποστρεφόταν ιδιαίτερα τον «Ανθρωπο της οργάνωσης» («The Organization Man»), το άβαταρ του κομφορμισμού της δεκαετίας του 1950, που δούλευε σε μια εταιρεία 9 με 5 και έκανε μια στεγνή ζωή δίνοντας προτεραιότητα στην υλική άνεση και την ομαδική σκέψη παρά στην περιπέτεια και την εξυπνάδα. Ο Μποντ, ο σκληρός ήρωας του Φλέμινγκ, βρισκόταν στον αντίποδα του «Ανθρώπου της Οργάνωσης», που οραματίστηκε ο κοινωνιολόγος Γουίλιαμ Γουάιτ. Ο 007 είναι αρρενωπός, ατρόμητος, τολμηρός, χαρακτηριστικά, που θαύμαζε ο αμερικανός πρόεδρος και ήθελε να τα προβάλει.
Ο JFK ήταν, εξάλλου, μετρ των δημοσίων σχέσεων. Ηξερε ότι το να δηλώνει την αγάπη του για τον Τζέιμς Μποντ θα είχε ως αποτέλεσμα μια χιονοστιβάδα άρθρων, που θα λειτουργούσαν προς όφελός του. Οταν οι άνθρωποι σκέφτονταν τον Μποντ, θα σκεφτόντουσαν επίσης τον Κένεντι· και έτσι οι ηρωικές ιδιότητες του κατασκόπου θα αποδίδονταν, επίσης, στον πρόεδρο.
Οι πολιτικοί ηγέτες πάντα προσπαθούσαν να κυβερνούν υπό την αιγίδα μυθικών προσώπων. Στην αρχαιότητα, αυτό σήμαινε επίκληση θεών και ηρώων. Στην κοσμική εποχή μας, το ζήτημα είναι πιο λεπτό, αλλά η αρχή παραμένει η ίδια. Οι πολιτικοί αναφέρονται σε «μεγάλους» ηγέτες από το παρελθόν ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε φανταστικούς χαρακτήρες. Οταν, για παράδειγμα, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανέβασε στο Twitter μια φωτογραφία του ως Ρόκι, το επιδιωκόμενο μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: Τραμπ = μαχητής.
Ο Κένεντι δεν έβαλε ποτέ το κεφάλι του στο σώμα του Μποντ, οι Αμερικανοί, όμως, πήραν το μήνυμα: ο πρόεδρος θα τους προστάτευε. Τον Οκτώβριο του 1962, αυτή η αντίληψη απέκτησε μεγαλύτερη σημασία από ποτέ. Οπως οι κακοί του Μποντ, που κραδαίνουν όπλα ανείπωτης καταστροφής, έτσι και η κρίση των πυραύλων της Κούβας ήταν απειλή πυρηνικού πολέμου. Οι στρατηγοί, τόσο της Σοβιετικής Ενωσης όσο και των ΗΠΑ, ήταν πρόθυμοι να το πολεμήσουν. Ο JFK, όμως, παρέμεινε ψύχραιμος, παρόλες τις πιέσεις που δεχόταν, και πρωτοστάτησε στην εξεύρεση διπλωματικής λύσης.
Ο Μποντ μπορεί να ήταν περισσότερο μαχητής παρά διπλωμάτης, ωστόσο το σημάδι, που άφησε στον μεγαλύτερο θαυμαστή του, μπορεί στην πραγματικότητα να βοήθησε να σωθεί ο κόσμος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News