«Αφήγημα»: ενδέχεται να είναι αυτή είναι η λέξη-κλειδί, που συχνά είτε χρησιμοποιείται καταχρηστικά είτε παρερμηνεύεται, για την παρουσίαση όλων όσα συμβαίνουν και, κυρίως, όλων όσα θα μπορούσαν να συμβούν στην Ουκρανία στο απώτερο μέλλον.
Επί τέσσερις εβδομάδες το κυρίαρχο αφήγημα όσον αφορά τον πόλεμο ήταν το εξής: παρά την ηρωική αντίσταση που προβάλλουν, αργά ή γρήγορα ο ουκρανικός λαός και ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι θα πρέπει να συνθηκολογήσουν με κάποιες, εάν όχι όλες, από τις αξιώσεις του Πούτιν. Καλύτερα γρήγορα, υποστήριζαν «φιλοπουτινικοί» αλλά και «ειρηνιστές», ούτως ώστε να περιοριστούν οι διαστάσεις της σφαγής και της καταστροφής.
Σύμφωνα με το εν λόγω σενάριο οι Ουκρανοί και ο ηγέτης τους θα κατέληγαν κάποια στιγμή να αποδεχτούν καταναγκαστικά, με το πιστόλι στον κρόταφο, όχι μόνον τον εδαφικό ακρωτηριασμό της πατρίδας τους (Ντονμπάς, Κριμαία) αλλά και τον αποκλεισμό τους και από τη Μαύρη Θάλασσα και από την Αζοφική Θάλασσα καθώς επίσης και την «ουδετεροποίηση» της χώρας.
Ωστόσο, σχεδόν εντελώς αναπάντεχα, το αφήγημα ανατράπηκε, καθώς αποτελεί γεγονός πως οι ρωσικές δυνάμεις έχουν βαλτώσει στην Ουκρανία, σημειώνοντας ελάχιστη πραγματική πρόοδο στα πεδία των μαχών, ενώ οι ουκρανικές δυνάμεις όχι μόνον συνεχίζουν να αντιστέκονται σθεναρά αλλά και να αντεπιτίθενται, ανακτώντας σημαντικές θέσεις.
Μπορεί και πρέπει να ηττηθεί ο Πούτιν
Ολοένα περισσότεροι υποστηρίζουν, πλέον, πως μπορεί και πρέπει να ηττηθεί ο Πούτιν, συμβάλλοντας, έτσι, με τις απόψεις τους στη σύνθεση ενός νέου «νικηφόρου» αφηγήματος για την Ουκρανία. Υπέρ αυτού του ελπιδοφόρου σεναρίου τάσσεται αναφανδόν το The Atlantic, ίσως το πιο έγκυρο και έγκριτο και βαθυστόχαστο από τα ιστορικά περιοδικά των ΗΠΑ, με τα άρθρα που δημοσιεύονται στις σελίδες του (έντυπες και ψηφιακές) να αποτελούν σχεδόν δοκίμια. Τις τελευταίες ημέρες το ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να κερδηθεί υποστήριξαν με κείμενά τους μια σειρά από κατεξοχήν ειδήμονες που αρθρογραφούν στο The Atlantic.
Την αρχή την έκανε ο Ελιοτ Κόεν, κάτοχος της έδρας Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins με θητεία (ως σύμβουλος) στο αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών υπό την Κοντολίζα Ράις, επί προέδρου Τζορτζ Μπους του νεότερου.
Διερωτώμενος γιατί η Δύση δυσκολεύεται να αναγνωρίσει πως η Ουκρανία κερδίζει, σημειώνει πως «αναλυτές και σχολιαστές δήλωσαν σχεδόν με μισή καρδιά ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει ακινητοποιηθεί και ότι ο πόλεμος βρίσκεται σε τέλμα. Η πιο πιθανή αλήθεια είναι ότι οι Ουκρανοί κερδίζουν», υποστηρίζει.
Και το αφήγημά του είναι ιδιαίτερα πειστικό. «Τα στοιχεία -γράφει- που αποδεικνύουν ότι Ουκρανία κερδίζει αυτόν τον πόλεμο αφθονούν, εξετάζοντας προσεχτικά τα διαθέσιμα δεδομένα. Η απουσία ρωσικής προόδου στην πρώτη γραμμή είναι μόνο η μισή εικόνα, παρότι επισκιάζεται από χάρτες με μεγάλες κόκκινες κηλίδες, που δεν αντιστοιχούν στα εδάφη που ελέγχουν οι Ρώσοι αλλά στις περιοχές που έχουν διασχίσει. Η αποτυχία σχεδόν όλων των αεροπορικών επιδρομών της Ρωσίας, η αδυναμία της να καταστρέψει την ουκρανική αεροπορία και αεράμυνα και η παράλυση, εδώ και εβδομάδες, της φάλαγγας μήκους 65 χιλιομέτρων βόρεια του Κιέβου είναι ενδεικτικές της κατάστασης. Οι ρωσικές απώλειες είναι συγκλονιστικές – από 7.000 έως και 14.000 νεκροί, ανάλογα με την πηγή, και αυτό υποδηλώνει (χρησιμοποιώντας έναν εμπειρικό κανόνα) πως τουλάχιστον σχεδόν 30.000 άτομα απομακρύνθηκαν από τα πεδία των μαχών λόγω τραυματισμών, αιχμαλωτίσεων ή εξαφανίσεων. Ενα τέτοιο σύνολο θα αντιπροσώπευε τουλάχιστον το 15% επί του συνόλων των δυνάμεων εισβολής, ποσοστό που αρκεί για να καταστούν οι περισσότερες μονάδες αναποτελεσματικές στη μάχη. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι ο αριθμός των θυμάτων μειώνεται – στην πραγματικότητα, οι δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών κάνουν λόγο για μη βιώσιμες απώλειες, περί τις χίλιες ανά ημέρα».
Στόχοι απελπισίας
Εννοείται πως τα ΜΜΕ σχεδόν όλου του κόσμου εστιάζουν την προσοχή τους στο δράμα του ουκρανικού λαού και στα εγκλήματα που διαπράττουν οι ρωσικές δυνάμεις, βάλλοντας κατά σχολείων και νοσοκομείων, ωστόσο αυτές οι περιγραφές και οι εικόνες δεν αποκαλύπτουν την κατάσταση όπως αυτή διαμορφώνεται από στρατιωτική άποψη. Αντιθέτως, «για να το πούμε με τον πλέον ωμό τρόπο: εάν οι Ρώσοι ισοπεδώνουν μια πόλη και σφαγιάζουν τους αμάχους της, είναι απίθανο να έχουν σκοτώσει τους υπερασπιστές της, οι οποίοι θα κάνουν εξαιρετικά και αποτελεσματικά πράγματα από τα ερείπια για να εκδικηθούν τους εισβολείς».
Επιπλέον, έχει υποτιμηθεί η τεράστια σημασία της υλικής υποστήριξης που προσφέρεται στη χειμαζόμενη χώρα: «Καθημερινά χιλιάδες προηγμένα όπλα φτάνουν στην Ουκρανία: τα καλύτερα αντιαρματικά και αντιαεροπορικά συστήματα του κόσμου, καθώς και μη επανδρωμένα αεροσκάφη, τυφέκια για ελεύθερους σκοπευτές και λοιπό πολεμικό υλικό».
Οπότε το να υποστηρίζεται απλά και μόνο πως οι ρωσικές δυνάμεις έχουν βαλτώσει στην Ουκρανία είναι εν μέρει παραπλανητικό, υποστηρίζει ο Ελιοτ Κόεν. «Το να γίνεται λόγος για αδιέξοδο αποκρύπτει τη δυναμική φύση του πολέμου. Οσο πιο επιτυχής είναι κάποιος, τόσο ποιο πιθανό είναι να πετύχει, όσο αποτυγχάνει, τόσο πιο πιθανό είναι να αποτύχει».
Για αυτόν τον λόγο τώρα πρέπει η Δύση να κάνει περισσότερα: «Οι Ουκρανοί κάνουν το καθήκον τους. Τώρα είναι η ώρα να τους οπλίσουμε στην κλίμακα που απαιτείται και με την απαραίτητη επιμονή, όπως ήδη κάνουμε σε ορισμένες περιπτώσεις. Πρέπει να στραγγαλίσουμε τη ρωσική οικονομία, αυξάνοντας την πίεση σε μια ελίτ που δεν μασάει, στο σύνολό της, την περίεργη ιδεολογία του Βλαντίμιρ Πούτιν και τον παρανοϊκό εθνικισμό της Μεγάλης Ρωσίας. Πρέπει να κινητοποιήσουμε επίσημες και ανεπίσημες υπηρεσίες για να διατρυπήσουμε το κουκούλι πληροφόρησης στο οποίο η κυβέρνηση του Πούτιν προσπαθεί να αποκλείσει τον ρωσικό λαό από την είδηση ότι χιλιάδες νέοι θα επιστρέψουν στα σπίτια τους ακρωτηριασμένοι, ή σε φέρετρα, ή δεν θα επιστρέψουν ποτέ, εξαιτίας ενός ανόητου και κακοσχεδιασμένου επιθετικού πολέμου εναντίον ενός έθνους που τώρα θα μισεί τους Ρώσους για πάντα», εξηγεί.
«Επίθεση» σε τρία μέτωπα
Οτι η Ουκρανία όχι μόνο μπορεί αλλά «πρέπει» να κερδίσει, υποστηρίζει και η Αν Απλμπάουμ, μια κορυφαία και εγνωσμένου κύρους (βραβευμένη με Πούλιτζερ) δημοσιογράφος που γνωρίζει πολύ καλά όχι μόνον τη ρωσική γλώσσα και τους Ρώσους και τη Ρωσία και τον ηγέτη τους αλλά και ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη, δεδομένου ότι έζησε και εργάστηκε επί χρόνια στην Πολωνία. «Αφού κατανοήσουμε πως αυτός είναι ο στόχος, θα μπορούμε να σκεφτούμε πως να τον επιτύχουμε», γράφει, προτείνοντας πολύ συγκεκριμένα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το πρώτο σχετίζεται με ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα, που απασχολεί τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της από την πρώτη μέρα του πολέμου και αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί να αντιμετωπιστεί: την επιβολή εμπάργκο, έστω και προσωρινά, στο πετρέλαιο, στο φυσικό αέριο και στον άνθρακα της Ρωσίας.
Το δεύτερο βήμα αποτελεί μια μορφή αντιπερισπασμού με την Απλμπάουμ να προτείνει την εκδήλωση «στρατιωτικών κινήσεων σε άλλα μέρη του κόσμου», κινήσεων τις οποίες δεν θα μπορούν να αγνοήσουν ο Πούτιν και οι στρατηγοί του.
Το τρίτο βήμα αφορά την κλιμάκωση της ανθρωπιστικής κινητοποίησης της Δύσης, με «ανθρωπιστικές αερογέφυρες κλίμακας παρόμοιας με εκείνης του Βερολίνου το 1948», η οποία αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη νίκη της Δύσης εναντίον της ΕΣΣΔ. Το ότι πρέπει να συνεχιστεί η παροχή προηγμένων οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία εξυπακούεται.
Η λέξη-κλειδί, σύμφωνα με την Απλμπάουμ, είναι «endgame», τέλος του παιχνιδιού, και «μοναδικό αποδεκτό τέλος» είναι η νίκη της Ουκρανίας, ο αντίκτυπος της οποίας θα είναι τεράστιος αλλά και παγκόσμιος.
«Οι πολίτες των υφιστάμενων δημοκρατιών και τα μέλη της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στη Ρωσία, στη Λευκορωσία, στην Κούβα και στο Χονγκ Κονγκ θα εμψυχωθούν από μια ουκρανική νίκη. Πριν από ένα μήνα, κανείς δεν πίστευε ότι αυτός ο πόλεμος θα είχε τόση σημασία, και είμαι σίγουρη ότι πολλοί εύχονται να μην ήταν έτσι τα πράγματα. Αλλά έτσι είναι», αναφέρει η Απλμπάουμ.
«Πόλεμος ιδανικών και αξιών»
Υπέρ της Ουκρανίας επιχειρηματολογεί και ο Ντέιβιντ Φραμ, πολιτικός σχολιαστής συντηρητικού προσανατολισμού σε σχέση με την Απλμπάουμ, ο οποίος έγραφε τους λόγους που εκφωνούσε ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος κατά την πρώτη δεκαετία του 2000, περίοδο όχι λιγότερο δύσκολη από τη σημερινή. Και το ότι πριν από σχεδόν μία εικοσαετία είχε ταχθεί ξεκάθαρα υπέρ του πολέμου στο Ιράκ, δεν σημαίνει ότι σήμερα δεν μπορεί να προασπίζεται τον αγώνα των Ουκρανών κατά των εισβολέων από τη Ρωσία.
Ο Ντέιβιντ Φραμ υποστηρίζει πως η Ουκρανία απέδειξε και με το παραπάνω, χύνοντας αίμα, καταρχάς πως είναι μία κυρίαρχη δημοκρατία αλλά και ότι ανήκει πράγματι στη Δύση, ωσάν αυτή η ανείπωτη δοκιμασία να ώθησε τους ίδιους τους Ουκρανούς να ξεπεράσουν τις όποιες αμφιβολίες και επιφυλάξεις τους. Γιατί ενίοτε, παρατηρεί ο καναδοαμερικανός σχολιαστής και δημοσιογράφος, «ένας πόλεμος ιδανικών και αξιών μπορεί να προκαλέσει μια κοινωνία να καταστεί αυτό για το οποίο δηλώνει πως μάχεται, ακόμη και εάν δεν στέκεται ακόμη ακριβώς στο ύψος των ιδανικών που ασπάζεται». Σύμφωνα με τον Φραμ πλέον «στην Ουκρανία συντίθεται ένας νέος εθνικός μύθος. Είναι ένας μύθος συλλογικής αντίστασης στη βίαιη ξένη τυραννία. Εάν η Ουκρανία επιβιώσει και επικρατήσει, αυτός ο νέος μύθος θα ωθήσει τη χώρα προς ένα καλύτερο μέλλον».
Λαμβάνοντας υπόψη την τραγική κατάσταση που επικρατεί στις ουκρανικές πόλεις που πολιορκούνται ανηλεώς, αναμφίβολα θα μπορούσε να γίνει λόγος για «wishful thinking»,άλλωστε και οι δημοσιογράφοι και οι αναλυτές άνθρωποι είναι και, ως τέτοιοι, έχουν ευσεβείς πόθους. Ωστόσο, έπειτα από περισσότερο από τέσσερις εβδομάδες πολέμου, είναι ξεκάθαρο πως οι Ουκρανοί, χάρη κυρίως στις δικές τους υπεράνθρωπες προσπάθειες, κάθε άλλο παρά δεν έχουν άλλη επιλογή από το να παραδοθούν, υποκύπτοντας στις όποιες αξιώσεις του Πούτιν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News