Η προσωπική δήλωση του Ρομάν Αμπράμοβιτς στον επίσημο ιστότοπο της Τσέλσι, ότι παραιτείται από τη διοίκηση του αγγλικού συλλόγου και αφήνει τη διαχείριση και την εποπτεία του στο φιλανθρωπικό ίδρυμα του club, έπεσε σαν βόμβα το βράδυ του Σαββάτου. Δεν ήταν, όμως, παρά μια… ελεγχόμενη έκρηξη. Ενας ελιγμός του ρώσου μεγιστάνα, ο οποίος την περασμένη Πέμπτη άκουσε τον βουλευτή των Εργατικών, Κρις Μπράιαντ, να εισηγείται στη Βουλή των Κοινοτήτων την κατάσχεση περιουσιακών του στοιχείων στη Βρετανία, όπως της κατοικίας του στο Λονδίνο, αξίας 150 εκατομμυρίων λιρών, και των μετοχών του στην Τσέλσι.
Ηταν αναμενόμενο, μετά την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, ότι ο 55χρονος δισεκατομμυριούχος, στενός φίλος του ρώσου Προέδρου (τόσο στενός, ώστε να του έχει παραχωρηθεί διαμέρισμα στο Κρεμλίνο), θα είχε να αντιμετωπίσει το μένος των Βρετανών. Ακόμη και των οπαδών της ομάδας που λύτρωσε από τη μιζέρια, οδηγώντας την στην κατάκτηση 21 τροπαίων σε, σχεδόν, μια εικοσαετία. Σε σχετικά γκάλοπ απάντησαν, στην πλειονότητά τους, ότι ο Αμπράμοβιτς δεν έχει καμία θέση στην ηγεσία των «Μπλε», τουλάχιστον όσο ο Πούτιν επιχειρεί να επιβάλει το δίκαιο του ισχυρού στην Ουκρανία.
«Τώρα, πια, μπορεί να καταδικάσει την εισβολή στην Ουκρανία», ειρωνεύτηκε στο Twitter ο βουλευτής Μπράιαντ. Στη δήλωσή του ο Αμπράμοβιτς δεν έκανε την παραμικρή αναφορά στις πολεμικές επιχειρήσεις που διέταξε ο φίλος του. Ούτε, βεβαίως, άφησε κάποια υπόνοια περί αποχώρησής του από την ιδιοκτησία του συλλόγου. Αλλωστε, ποιος επιχειρηματίας θα χάριζε, έτσι απλά, μια εταιρεία που η χρηματιστηριακή της αξία ξεπερνά τα 3,2 δισεκατομμύρια δολάρια (σύμφωνα με το Forbes); Ο σκοπός του είναι ένας – και προφανής: να προστατεύσει την Τσέλσι από το μίσος των Αγγλων για όποιον και ό,τι σχετίζεται με τη Ρωσία («Τσέλσκι» την έλεγαν, από το 2003 που έπεσε στα χέρια του), αλλά και ο ίδιος να περάσει -όσο γίνεται- απαρατήρητος.
Στο εξής, θα (φαίνεται ότι) διοικεί τον σύλλογο το «Chelsea Foundation». Δηλαδή, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος Μπρους Μπακ, ο αντιπρόεδρος της Βρετανικής Ολυμπιακής Επιτροπής και πρώην υπουργός Ολυμπιακών Αγώνων, Χιου Ρόμπερτσον, ο θρύλος του στίβου και πρόεδρος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κλασικού Αθλητισμού, Σεμπάστιαν Κόε, και η προπονήτρια της γυναικείας ομάδας της Τσέλσι, Εμα Χάγιες. Αλλά ο ρώσος ολιγάρχης δεν θα πάψει να είναι το «αφεντικό», ιδιοκτήτης και χρηματοδότης του. Τουλάχιστον μέχρι να του επιβληθούν προσωπικές κυρώσεις. Αυτές, ακριβώς, προσπαθεί να αποφύγει με την εξαφάνισή του από το προσκήνιο.
Σε κάθε περίπτωση, η κατάσχεση των μετοχών που κατέχει στην ομάδα δεν θα είναι απλή υπόθεση. Ακόμη κι αν το ακριβοπληρωμένο του νομικό επιτελείο δεν καταφέρει να την αποκρούσει, ο Αμπράμοβιτς διαθέτει ακόμη ένα ισχυρό «όπλο»: η Τσέλσι ανήκει στον όμιλο της Fordstam, η οποία έχει λάβει δάνειο ύψους 2,1 δισ. ευρώ από μια άλλη εταιρεία με έδρα τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους. Φέρει την επωνυμία «Camberley International», και είναι -κι αυτή- δική του. Που σημαίνει πως, αν ο Ρώσος απαιτήσει να του επιστραφούν αυτά τα χρήματα, ο σύλλογος θα βρεθεί στο χείλος της χρεοκοπίας.
Η εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία δεν ήταν παρά η «σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι». Τα προβλήματα του Αμπράμοβιτς με τη βρετανική κυβέρνηση χρονολογούνται από τον Μάρτιο του 2018, μετά την απόπειρα δολοφονίας σε αγγλικό έδαφος (Σόλσμπερι) του ρώσου πρώην διπλού πράκτορα, Σεργκέι Σκριπάλ, και της κόρης του. Ο στενός φίλος του Πούτιν (που σύμφωνα με την Ντάουνινγκ Στριτ κρυβόταν πίσω από τους δράστες) ήταν, πλέον, «persona non grata» στο Νησί. Η ανανέωση της βίζας του «πάγωσε» επ’ αόριστον. Δυο μήνες αργότερα δεν μπόρεσε να παρευρεθεί ούτε στον μεγάλο τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας, στο «Γουέμπλεϊ», όπου η ομάδα του θριάμβευσε επί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Τον παρακολούθησε στην TV, από τη Μόσχα.
Ξαναπάτησε το πόδι του στο γήπεδο της Τσέλσι, τριάμισι χρόνια αργότερα -τον περασμένο Νοέμβριο- με ισραηλινό διαβατήριο πλέον, ενώ τον Δεκέμβριο του 2021 απέκτησε και την πορτογαλική ιθαγένεια. Ο ίδιος, πάντως, δηλώνει «πολίτης του πουθενά». Το ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Αμπράμοβιτς και την Τσέλσι είχε διαφανεί κι όταν το λονδρέζικο club ανακοίνωσε πως εγκαταλείπει τα σχέδιά του για τη ριζική ανακατασκευή του «Στάμφορντ Μπριτζ», η οποία θα κόστιζε πάνω από ένα εκατομμύριο λίρες. Ολοι είχαν υποψιαστεί ότι, αργά ή γρήγορα, ο «ψυχρός πόλεμος» Βρετανίας – Ρωσίας θα έδιωχνε τον 11ο πλουσιότερο άνθρωπο στη Ρωσία (και Νο 140 στον Κόσμο) από την Τσέλσι.
Ο Αμπράμοβιτς άρχισε να δημιουργεί την οικονομική του αυτοκρατορία κατά τη δεκαετία των ’90s: την περίοδο του ανεξέλεγκτου καπιταλισμού στη χώρα του, αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Το 1996, σε ηλικία μόλις 30 ετών, ήταν, ήδη, πάμπλουτος και στενός φίλος του τότε Προέδρου της Ρωσίας, Μπόρις Γιέλτσιν, όπως έγραφε ο Guardian. Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι είχε συστήσει τον Πούτιν στον Γιέλτσιν, ως τον καταλληλότερο άνθρωπο για να τον διαδεχτεί. Κι όταν, το 2000, ο Πούτιν εκλέχτηκε στην προεδρία της Ρωσίας, ο Αμπράμοβιτς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και στον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Οι Ρώσοι που είχαν επενδύσει στο αγγλικό ποδόσφαιρο, αντιλαμβανόμενοι ότι, πλέον, το κλίμα δεν ήταν ευνοϊκό γι’ αυτούς, μετά το 2018 άρχισαν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από τις ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ και της Β’ Κατηγορίας. Μόνον ο Μαξίμ Ντεμίν εξακολουθεί να χρηματοδοτεί την Μπόρνμουθ (από το 2011). Ο Αμπράμοβιτς είχε μια καλή πρόταση για την Τσέλσι, τον Ιούνιο του 2018, από τον Τζιμ Ράτκλιφ: τον πλουσιότερο άνθρωπο στη Βρετανία. Του έδινε, ακριβώς, όσα ζητούσε (2 δισ. λίρες), όμως εκείνος δεν δέχτηκε να πουλήσει. Γιατί; Πάντως, όχι επειδή ο Ράτκλιφ είναι οπαδός της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Σύμφωνα με την Daily Mail ο Αμπράμοβιτς δεν επιθυμεί, η ομάδα του να ξαναπέσει σε αγγλικά χέρια. Σαν ένα είδος εκδίκησης.
Οι Αγγλοι δεν τον συμπάθησαν ποτέ. Στην πρώτη του μεγάλη συνέντευξη, το 2007 στον ανταποκριτή του Observer στη Νέα Υόρκη, Ντέιβιντ Σμιθ, είχε ερωτηθεί γι’ αυτό το φαινόμενο. Το είχε αποδώσει στη ζήλεια των αντιπάλων. Σε εκείνη την ιστορική του εξομολόγηση ο 40χρονος -τότε- Αμπράμοβιτς είχε διαβεβαιώσει τους οπαδούς των «Μπλε» πως δεν θα εγκατέλειπε την ομάδα τους, ποτέ και για κανένα λόγο. «Την Τσέλσι την έχω αγαπήσει, δεν τη βλέπω σαν επιχείρηση. Οταν χάνουμε ένα ματς, αρρωσταίνω». Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι, 15 χρόνια μετά, η πολιτική θα τον υποχρέωνε να «πατήσει» την υπόσχεσή του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News