Τη στιγμή που διαφαίνεται η προοπτική ο κορονοϊός να γίνει σύντομα ενδημικός και να ζήσουμε μαζί του εν ειρήνη τα επόμενα χρόνια, ένα βασικό ερώτημα παραμένει: Πόσο σύντομα θα χρειαστούμε νέο εμβόλιο;
Σίγουρα όχι για πολλούς μήνες, ίσως ούτε και για τα επόμενα χρόνια, όπως υπογραμμίζουν σε ρεπορτάζ τους οι New York Times, επικαλούμενοι αρκετές πρόσφατες μελέτες.
Οι νεότερες έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τρεις και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και δύο δόσεις του εμβολίου, είναι αρκετές για να προστατεύσουν τους περισσότερους από βαριά νόσηση και θάνατο από Covid-19 για μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Πλέον, αρχίζουμε και βλέπουμε μειωμένα αποτελέσματα στον αριθμό των επιπλέον δόσεων. Αν και άτομα άνω των 65 ετών μπορεί να έχουν όφελος από την τέταρτη δόση, δεν είναι κάτι που θα βοηθήσει τον γενικό πληθυσμό», λέει Τζον Γουέρι, διευθυντής του Ινστιτούτου Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια.
Στο ίδιο πλαίσιο, ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι στις ΗΠΑ είπαν ότι δεν σχεδιάζουν να συστήσουν τέταρτη δόση του εμβολίου για τον κορονοϊό σύντομα.
Αλλωστε και οι έλληνες ειδικοί ανακοίνωσαν, δύο φορές από τις αρχές Φεβρουαρίου και στο πλαίσιο της τακτικής ενημέρωσης για το εμβολιαστικό πρόγραμμα στη χώρα μας, ότι δεν πρόκειται να χορηγηθεί τέταρτη στον δόση γενικό πληθυσμό (εδώ και εδώ).
Η μετάλλαξη Ομικρον μπορεί να αποφύγει τα αντισώματα που παράγονται μετά από τις δύο δόσεις του εμβολίου. Ωστόσο, η τρίτη δόση, ειδικά όταν γίνεται με mRNA εμβόλιο, ωθεί τον οργανισμό να δημιουργήσει μία πολύ μεγαλύτερη ποικιλία αντισωμάτων, από την οποία θα ήταν δύσκολο να ξεφύγει οποιαδήποτε μετάλλαξη, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη μελέτη που προδημοσιεύτηκε την Τρίτη.
Οι διαφορετικοί τύποι αντισωμάτων που παράγονται, δυνητικά παρέχουν προστασία και από τις νέες μεταλλάξεις, ακόμα και από αυτές που διαφέρουν σημαντικά από το αρχικό στέλεχος της Γουχάν, όπως είναι η Ομικρον.
«Αν οι άνθρωποι εκτεθούν σε μία παραλλαγή όπως η Ομικρον, θα έχουν επιπλέον πυρομαχικά για να καταπολεμήσουν μελλοντικούς κορονοϊούς», εξηγεί η δρ Τζούλι Μακ Ελραθ, λοιμωξιολόγος και ανοσολόγος στο Κέντρο Αντικαρκινικών Ερευνών του Fred Hutchinson στο Σιάτλ.
Επιπλέον, ακόμη και αν δεν υπάρχουν έτοιμα αντισώματα, υπάρχουν και άλλα τμήματα του ανοσοποιητικού συστήματος, τα οποία θυμούνται πώς να παραγάγουν αντισώματα, μόλις ο κορονοϊός εισβάλει στον οργανισμό.
Τα εξειδικευμένα Τ-κύτταρα του ανοσοποιητικού που παράγονται μετά τον εμβολιασμό με όλα τα εμβόλια του κορονοϊού, είναι περίπου 80% αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της μετάλλαξης Ομικρον, όσο και σε άλλες παραλλαγές του ιού, σύμφωνα με την έρευνα.
Μάλιστα, οι ειδικοί σπεύδουν να διευκρινίσουν ότι όσοι μολύνθηκαν κατά την επιδημία του πρώτου κορονοϊού, του Sars, στην Ασία, διατηρούν εδώ και 17 χρόνια ισχυρά αντισώματα και συνεχίζουν να είναι προστατευμένοι και από μελλοντικές μεταλλάξεις.
Επιπλέον, υπάρχουν τα β-κύτταρα της μνήμης του ανοσοποιητικού, τα οποία γίνονται ολοένα και πιο σύνθετα και με την πάροδο του χρόνου μπορούν να αναγνωρίσουν διαφορετικές γενετικές αλληλουχίες του ιού. Μάλιστα, όσο περισσότερο εξασκηθούν τα κύτταρα αυτά, με εμβόλιο και νόσηση, τόσο μεγαλύτερο είναι το φάσμα των μεταλλάξεων που μπορούν να προστατεύσουν.
Σε κάθε περίπτωση, οι πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η ανοσία που αποκτάται, είτε με εμβολιασμό είτε με νόσηση, θα διατηρηθεί για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και αν αναδυθούν νέες μεταλλάξεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News