Ούτε το ταλέντο, ούτε η σκληρή δουλειά αρκούν, για να καταστεί μεγάλος και τρανός ένας μουσικός, ηθοποιός ή καλλιτέχνης. Η αριστεία αποτελεί αναμφίβολα προϋπόθεση αλλά πολύ συχνά δεν είναι αρκετή, υποστηρίζει σε κείμενό του ο Ντέιβιντ Μπρουκς, αρθρογράφος των New York Times. Και θέλοντας να εξηγήσει περί τίνος ακριβώς μιλάει επικαλείται τους Beatles, καθώς εάν έχει υπάρξει ένα μουσικό συγκρότημα που θα μπορούσε να φτάσει στην κορυφή, πατώντας αποκλειστικά πάνω στη δημιουργική διάνοια των μελών του, αυτό είναι αναμφίβολα τα Σκαθάρια.
Ωστόσο, αρχικά τουλάχιστον, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, δεδομένου ότι κάθε δισκογραφική εταιρεία που προσέγγιζαν τους απέρριπτε. «Τα παιδιά δεν θα προχωρήσουν. Τα γνωρίζουμε εμείς αυτά», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά εκπρόσωπος μίας εταιρείας ενώ ο Τζον Λένον, όντας απόλυτα απογοητευμένος, είχε πιστέψει πως «αυτό ήταν το τέλος».
Πώς τα κατάφεραν, οπότε; «Προφανώς είχαν ταλέντο που δεν αναγνωριζόταν. Αλλά είχαν και κάτι άλλο: πρώιμους θαυμαστές», γράφει ο Μπρουκς, αναφερόμενος καταρχάς στον Μπράιαν Επστάιν, τον «φανατικά αφοσιωμένο» μάνατζερ των Beatles αλλά και σε δύο «ενθουσιώδεις θαυμαστές» τους, που εργάζονταν στο διαφημιστικό τμήμα της EMI και δεν σταμάτησαν να ασκούν πιέσεις μέχρι που η εταιρεία προσέφερε, τελικά, ένα συμβόλαιο στο συγκρότημα.
Οταν κυκλοφόρησε το «Love Me Do», το πρώτο σινγκλ των Beatles, τον Οκτώβριο του 1962, με περιορισμένη στήριξη και χαμηλές προσδοκίες από τη δισκογραφική εταιρεία, το τραγούδι ανέλαβαν να αναδείξουν κάποιοι άλλοι θαυμαστές τους, οι συντοπίτες τους από το Λίβερπουλ.
«Καταρράκτες πληροφοριών»
Τα παραπάνω στοιχεία ο αμερικανός αρθρογράφος τα εντόπισε σε μια ακαδημαϊκή μελέτη που εκπόνησε ο Κας Σανστάιν και αναμένεται να εκδοθεί στην The Journal of Beatles Studies (ναι, υπάρχει και επιστημονική επιθεώρηση για τα Σκαθάρια). Ο Κας Σανστάιν είναι ένας περίφημος καθηγητής Νομικής του Χάρβαρντ που μελετά, μεταξύ πολλών άλλων, πώς λειτουργούν οι αποκαλούμενοι «καταρράκτες πληροφοριών» (informational cascades).
Σύμφωνα με τον κορυφαίο αμερικανό ακαδημαϊκό οι άνθρωποι δεν βασίζονται μόνο στις δικές τους κρίσεις και πολύ συχνά σκέφτονται ανά κοινωνικά δίκτυα. «Χρησιμοποιούμε ενημερωμένους άλλους στο δίκτυό μας για να φιλτράρουμε τη μάζα των πολιτιστικών προϊόντων που υπάρχουν εκεί έξω. Εάν ένα μέλος της ομάδας σας με μεγάλη αυτοπεποίθηση πιστεύει ότι κάτι είναι ωραίο, θα είναι πιο πιθανό να το θεωρήσετε ωραίο. Εάν το να έχετε μια συγκεκριμένη πολιτική άποψη ή το να σας αρέσει μια συγκεκριμένη μπάντα θα σας βοηθήσει να ταιριάξετε στο περιβάλλον, πιθανότατα θα το κάνετε. Εάν μια ομάδα ομοϊδεατών οργανωθεί, τα μέλη της θα αρχίσουν να αλληλοωθούνται σε πιο ακραίες εκδοχές των απόψεών τους», εξηγεί ο Ντέιβιντ Μπρουκς.
Κοινωνικά πειράματα
Οσον αφορά την τεράστια ισχύ της κοινωνικής επιρροής, ο Κας Σανστάιν αναφέρεται στην εργασία του σε ένα πείραμα που διεξήχθη με τη συμμετοχή 14.000 ανθρώπων. Ολοι τους είχαν πρόσβαση σε έναν ιστότοπο όπου μπορούσαν να ακούσουν και να κατεβάσουν 48 τραγούδια. Κάποιοι χωρίστηκαν σε υποομάδες, έχοντας τη δυνατότητα να βλέπουν πόσο συχνά άλλα μέλη της υποομάδας τους κατέβαζαν το κάθε τραγούδι. Οσον αφορά τα τελικά αποτελέσματα, «σχεδόν κάθε τραγούδι θα μπορούσε να καταστεί δημοφιλές ή όχι, ανάλογα με το εάν άρεσε ή όχι στους πρώτους ακροατές».
Στο πλαίσιο ενός δεύτερου πειράματος οι ερευνητές αντέστρεψαν τις λίστες, ούτως ώστε τα πιο δημοφιλή τραγούδια να εμφανίζονται ξαφνικά ως τα λιγότερο αρεστά και αντίστροφα. Και διαπίστωσαν πως ξαφνικά τα πρώην μη δημοφιλή τραγούδια ανέβηκαν στην κορυφή ενώ τα πρώην περισσότερο αρεστά κατέληξαν στις τελευταίες θέσεις. Κάποια από τα τραγούδια ήταν τόσο ιδιαίτερα που κατάφεραν να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος, αλλά για όλα «η αντιληπτή δημοτικότητα ενός τραγουδιού ασκούσε μεγαλύτερη επίδραση».
Συλλογική επιθυμία
Στο άρθρο του ο Ντέιβιντ Μπρουκς, πέρα από τον Κας Σανστάιν, επικαλείται επίσης τον γάλλο φιλόσοφο Ρενέ Ζιράρ και την θεωρία του περί μιμητικής επιθυμίας, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αδυνατεί να επιθυμεί από μόνος του: το αντικείμενο της επιθυμίας του πρέπει να του το υποδεικνύει κάποιος τρίτος. Αυτό, σημαίνει, οπότε, πως οι άνθρωποι είμαστε κατά βάση πρόβατα που παρασυρόμαστε από τους όμοιούς μας; Πάντως ο Μπρουκς έχει διαφορετική άποψη.
Υπενθυμίζει πως το πιο σημαντικό που παράγει μία κοινωνία είναι ο πολιτισμός της: «κάθε κοινωνία δημιουργεί ένα τοπίο από ιστορίες, σύμβολα, υποθέσεις, εμβληματικά έργα τέχνης, προφήτες και νοήματα, και μετά ζούμε μέσα σε αυτό το τοπίο. Δημιουργούμε τον πολιτισμό μας συλλογικά, ως κοινότητα. Ενας πολιτισμός δεν υπάρχει σε ένα μόνο μυαλό, αλλά σε ένα δίκτυο μυαλών», σημειώνει σχετικά.
Επιστρέφοντας στους Beatles, αναφέρει πως κατέστησαν διάσημοι και λατρεύτηκαν από εκατομμύρια ανθρώπους επειδή ενσάρκωσαν με εξαιρετικό τρόπο τις ελπίδες και τα όνειρα και τις αξίες της συλλογικής συνείδησης της εποχής τους. Γενικεύοντας, αυτό σημαίνει ότι «δημιουργούμε μια κουλτούρα ως απάντηση στις πιο πιεστικές ανησυχίες της εποχής. Από όλους τους ταλαντούχους ανθρώπους εκεί έξω, αναδεικνύομε αυτούς που μας βοηθούν να δούμε και να κατανοήσουμε τις τρέχουσες συνθήκες μας».
Οι «πρώιμοι θαυμαστές»
Αλλά δημιουργικοί και πρωτοπόροι δεν είναι μόνον οι πάσης φύσεως καλλιτέχνες. Είναι και οι πρώιμοι θαυμαστές τους οι οποίοι με τις προτιμήσεις τους συνδράμουν καθοριστικά στη διαμόρφωση του όποιου πολιτιστικού τοπίου. «Είναι αρχιτέκτονες της επιθυμίας, που καθορίζουν τι θέλουν να ακούν και να βιώνουν οι άνθρωποι», σύμφωνα με τον Μπρουκς.
Οσον αφορά τους καλλιτέχνες, είναι αλήθεια πως, περισσότερο από τους ίδιους, το εάν θα κατακτήσουν την κορυφή εξαρτάται από τις κοινωνικές συνθήκες. Για αυτόν τον λόγο είναι ιδιαίτερο σημαντικό να διερωτόμαστε όλοι μας, δεδομένου ότι όλοι μας συμβάλλουμε στη διαμόρφωση αυτών των συνθηκών, ποιους καλλιτέχνες θαυμάζουμε, ποια κρυφά ταλέντα αξίζει να αναδειχθούν, κατά πόσο και πώς ανταποκρινόμαστε στην υποχρέωσή μας να συνδιαμορφώνουμε τις επιθυμίες των ανθρώπων γύρω μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News