«Πρέπει να ξαναβρούμε μαζί μια Ευρώπη με ισχυρό μέλλον, ήτοι μια Ευρώπη ικανή να απαντά στις κλιματικές, τεχνολογικές και ψηφιακές, αλλά και γεωπολιτικές προκλήσεις», επισήμανε, μεταξύ άλλων, ο Εμανουέλ Μακρόν την περασμένη Τετάρτη κατά την ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με αφορμή την ανάληψη της προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ από τη Γαλλία.
Την ίδια ημέρα στον ιστότοπο του Foreign Affairs δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τον τίτλο «Το σφαλερό όραμα του Μακρόν για την Ευρώπη» και την υπογραφή του Φράνσις Γκάβιν, διευθυντή του Henry Kissinger Center for Global Affairs στη Σχολή Ανώτερων Διεθνών Σπουδών στο πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, και της Αλίνα Πολιάκοβα, προέδρου και εκτελεστικής διευθύντριας του Center for European Policy Analysis που εδρεύει στην Ουάσιγκτον.
Με έναυσμα ένα σχόλιο στο οποίο προέβη ο γάλλος πρόεδρος στις αρχές του προηγούμενου μήνα – είχε επικαλεστεί τον Σαρλ ντε Γκολ όσον αφορά την ανάγκη για μια «Ευρώπη ισχυρή, ενεργή στον κόσμο, απόλυτα κυρίαρχη, ελεύθερη να επιλέγει και να καθορίζει τη μοίρα της» – οι δύο πολιτικοί επιστήμονες παραθέτουν μερικές σκληρές αλήθειες που καθιστούν ιδιαίτερα πολύπλοκη υπόθεση την εκπλήρωση της εν λόγω φιλοδοξίας του Εμανουέλ Μακρόν.
Το όραμά του για μια ισχυρή και κυρίαρχη Ευρώπη σε όλα τα πεδία είναι αναμφίβολα θεμιτό (παρότι έρχεται σε σύγκρουση με την τάση των Γάλλων να πρωταγωνιστούν ως έθνος) και κάθε άλλο παρά δυσαρεστεί την Ουάσιγκτον – σημειώνουν οι δύο ειδικοί – όπου η ανάγκη να συνεχίσουν να κρατούν οι ΗΠΑ ανοικτή μια προστατευτική ομπρέλα πάνω από την Ευρώπη, γίνεται αντιληπτή ολοένα περισσότερο ως περισπασμός από την αυξανόμενη στρατηγική αντιπαλότητα με την Κίνα.
Το δυστύχημα για τον Μακρόν είναι ότι το όραμά του «προϋποθέτει πως μία ήπειρος με μακρά ιστορία διαιρέσεων θα ενωθεί τώρα στο πλαίσιο της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής της. Ωστόσο μια γρήγορη ματιά στις πρόσφατες συζητήσεις για τη Ρωσία, την Κίνα, ακόμη και τις ΗΠΑ, αποδεικνύει την έλλειψη στρατηγικής συνοχής μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών».
Ζήτημα για τον Εμανουέλ Μακρόν αποτελεί επίσης το ότι όλα όσα επισήμανε κατά την ομιλία του στην Ευρωβουλή, στο σύνολό τους συνθέτουν ένα ευρύτατο πρόγραμμα: «μια παρόμοια ατζέντα θα ήταν δύσκολη, εάν όχι αδύνατη, για ένα κράτος πολύ πιο ισχυρό από τη Γαλλία, ενδεχομένως και από ολόκληρη την Ευρώπη. Η προσέγγιση του Μακρόν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα μια Ευρώπη που, αντί να κάνει ένα, δύο πράγματα σωστά, θα τα κάνει όλα λάθος».
Για να αποκλειστεί το εν λόγω ενδεχόμενο ο Φράνσις Γκάβιν και η Αλίνα Πολιάκοβα προτείνουν στους Ευρωπαίους να «εργαστούν μαζί με τις ΗΠΑ όσον αφορά λίγες βασικές προτεραιότητες. Για παράδειγμα, θα πρέπει να καθορίσουν πού να επενδύσουν περισσότερο για να αυξήσουν τις αμυντικές ικανότητες στα σύνορά τους και να επιτρέψουν στις ΗΠΑ να συγκεντρωθούν στις κοινές οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις που προέρχονται από την Ανατολική Ασία, υποστηρίζοντας τις αμερικανικές προσπάθειες να ανταγωνίζονται την Κίνα».
Ευλογα θα μπορούσε να υποστηριχθεί σε αυτό το σημείο πως οι δύο αμερικανοί αναλυτές θα μπορούσαν να εκφράζουν μια κεκαλυμμένη επιθυμία περί μόνιμης υποτέλειας της Ευρώπης στις ΗΠΑ. Ορθώς υπενθυμίζουν τα πλήγματα που έχει δεχθεί τα τελευταία χρόνια η ΕΕ – από το Brexit και την απειλή της δημοκρατίας σε κάποια κράτη-μέλη έως την ανομοιογενή οικονομική ανάπτυξη – αλλά αποσιωπούν το γεγονός πως στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας, οι Ευρωπαίοι, ενώνοντας τις δυνάμεις τους, μία, δύο σημαντικές επιτυχίες τις σημείωσαν – μέσω της σύστασης του Ταμείου Ανάκαμψης, για παράδειγμα, ή στο πλαίσιο της από κοινού προμήθειας των εμβολίων.
Πάντως οι δύο ειδικοί αναγνωρίζουν πως «ο Μακρόν έχει δίκιο να δηλώνει ότι η Ευρώπη πρέπει να επαναξιολογήσει τις προτεραιότητές της και να ενεργήσει βάσει αυτών. Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί να συνεχίσει να παρασύρεται και να εξαρτάται πλήρως από μια μακρινή και αφηρημένη υπερδύναμη για την ασφάλειά της ενώ στέκεται στο περιθώριο. Σε μια εποχή που η θέση των ΗΠΑ στον κόσμο είναι αβέβαιη, μια σθεναρή προσπάθεια της Ευρώπης να συνεισφέρει σε μια στρατηγική για τη Δύση θα ήταν πολύ ευπρόσδεκτη». Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη κάποιες άλλες σκληρές αλήθειες, διαπιστώνεται ότι προς το παρόν υπάρχουν λίγες πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο.
Οσον αφορά τη στάση της ΕΕ απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία, ελλείψει μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, τα ευρωπαϊκά κράτη εξακολουθούν να πορεύονται ατάκτως. Και αποτελεί γεγονός πως δίχως τη Γερμανία, η Γαλλία δεν μπορεί να αλλάξει το στάτους κβο. Επιπρόσθετα «τα ευρωπαϊκά κράτη, τόσο συλλογικά όσο και μεμονωμένα, επενδύουν πολύ λίγα στην αμυντική τους ικανότητα». Αλήθεια είναι επίσης πως εάν η ΕΕ θέλει πραγματικά να καταστεί κυρίαρχη και ισχυρή και ανεξάρτητη, θα πρέπει πρώτα οι Ευρωπαίοι να απαντήσουν σε ένα πολύ σημαντικό ερώτημα που προς το παρόν αποφεύγουν: «Για τι είναι διατεθειμένοι να πολεμήσουν και να πεθάνουν;»
Ο Φράνσις Γκάβιν και η Αλίνα Πολιάκοβα αναγνωρίζουν πως η κατάκριση του ΝΑΤΟ από τον στρατηγό Ντε Γκολ στη δεκαετία του 1960 οδήγησε, μέσω της Εκθεσης Αρμέλ του 1967, σε μια θετική επανεξέταση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Οπότε, στην περίπτωση που «η έκκληση του Μακρόν για αυτονομία και αναθεώρηση της σημερινής στρατηγικής του ΝΑΤΟ έχει το ίδιο αποτέλεσμα, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ θα πρέπει να τον ευγνωμονούν όσο η προηγούμενη γενιά έπρεπε να ευγνωμονεί τον ντε Γκολ».
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως τα ευρωπαϊκά κράτη πρέπει να εργαστούν από κοινού, ούτως ώστε αυτό που οραματίζεται ο Εμανουέλ Μακρόν ως ευρωπαϊκό «grandeur» να μεταφραστεί σε μια ρεαλιστική, ξεκάθαρη, κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική. Το οποίο, ωστόσο, εξακολουθεί να είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News