Εξίσου ή μάλλον περισσότερο από τις τραγικές εξελίξεις στο Καζακστάν –ο πρόεδρος της χώρας Κάσιμ-Γιομάρτ Τοκάγεφ έκανε λόγο τη Δευτέρα για απόπειρα πραξικοπήματος– την προσοχή των διεθνών μέσων ενημέρωσης απασχολεί η επέμβαση της Ρωσίας και πώς αυτή μπορεί να ωφελήσει (ή να ζημιώσει) τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τα όποια σχέδιά του.
Αρκετοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η «ειρηνευτική» αποστολή στρατευμάτων της Ρωσίας και άλλων σύμμαχων κρατών-μελών του Οργανισμού για τη Συνθήκη Συλλογικής Ασφάλειας (ΟΣΣΑ) στο Καζακστάν, αποτελεί μια μεγάλη γεωστρατηγική επιτυχία του ρώσου ηγέτη.
Η Αν Σίμονς, για παράδειγμα, επικεφαλής ανταποκρίτρια της Wall Street Journal στη Μόσχα, γράφει ότι μέσω της ρωσικής επέμβασης, ο Βλαντίμιρ Πούτιν άδραξε την ευκαιρία για να καταστήσει σαφές στη Δύση πως «δεν πρόκειται να δεχθεί καμία απειλή κατά αυτής που θεωρεί πως είναι η σφαίρα επιρροής της Ρωσίας». Απευθυνόμενος στους ηγέτες των χωρών που απαρτίζουν τον ΟΣΣΑ, ο ρώσος πρόεδρος, αφότου σημείωσε, γενικά και αορίστως, πως το Καζακστάν έγινε στόχος διεθνούς τρομοκρατίας, σημείωσε ότι η Ρωσία δεν πρόκειται ποτέ να επιτρέψει επαναστάσεις στην ευρύτερη περιοχή, αναφέρει το BBC στο σχετικό ρεπορτάζ του.
Το ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ιδιαίτερα ενισχυμένος υποστηρίζει και ο Πατρίκ Σεν-Πολ, αρχισυντάκτης του τμήματος διεθνών ειδήσεων της Le Figaro. Σε κεντρικό άρθρο της εφημερίδας με τον εύγλωττο τίτλο «Να ξαναδώ τη Γιάλτα και ας πεθάνω» σημειώνει πως, μην έχοντας αποδεχτεί τη διάλυση της ΕΣΣΔ, o «νέος τσάρος» της Ρωσίας επιθυμεί την κυριαρχία της πατρίδας του στην Ανατολική Ευρώπη.
Το όνειρο που έγινε έμμονη ιδέα
«Πρόκειται για ένα όνειρο που μετατράπηκε σε έμμονη ιδέα. Επιτέλους ο Βλαντίμιρ Πούτιν αισθάνεται ότι μπορεί να το πραγματοποιήσει», υποστηρίζει ο γάλλος δημοσιογράφος, αναφέροντας πως ο ρώσος ηγέτης γνωρίζει ότι ούτε οι ΗΠΑ, βασική έγνοια των οποίων αποτελεί καταρχάς η Κίνα, ούτε, φυσικά, η ΕΕ, που εξαρτάται σημαντικά από το φυσικό αέριο των Ρώσων, είναι διατεθειμένες να «πεθάνουν για την Ουκρανία». Οσον αφορά τις κυρώσεις, η Ρωσία έχει αντέξει σε παρόμοιες πιέσεις κατά το παρελθόν και ο επικεφαλής του Κρεμλίνου εμφανίζεται πεπεισμένος ότι θα τις αντέξει και στο μέλλον εάν χρειαστεί.
Λιγότερο πεπεισμένη είναι η Νίνα Χρούστσεβα, καθηγήτρια Διεθνών Υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο The New School της Νέας Υόρκης και δισεγγονή του «γνωστού» Νικίτα Χρουστσόφ. Σε άρθρο της στο Project Syndicate αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι σύμφωνα με μέτρηση της ανεξάρτητης ρωσικής ΜΚΟ δημοσκοπήσεων και κοινωνιολογικών ερευνών Levada Center, μόλις ελάχιστα περισσότεροι από τρεις στους δέκα Ρώσους (το 32%) επιθυμούν να είναι η πατρίδα τους «μια μεγάλη δύναμη που τη σέβονται και τη φοβούνται οι άλλες χώρες», ενώ το 66% όλων όσοι συμμετείχαν στην έρευνα που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Οκτώβριο, θα προτιμούσε η Ρωσία να ήταν «μια χώρα με υψηλό βιοτικό επίπεδο, ακόμη και αν δεν ήταν μία από τις πιο ισχυρές στον κόσμο».
Με λίγα λόγια, η Χρούστσεβα επισημαίνει το ενδεχόμενο οι εκτιμήσεις του Πούτιν όσον αφορά τις αντοχές των ρώσων πολιτών να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τόσο όσο πιστεύει ο ηγέτης τους. Το ότι δείχνει να μη θυμάται το μάθημα του Μπόρις Γέλτσιν (το γεγονός πως μόνον απαλλασσόμενο από το τεράστιο κόστος της διατήρησης της «αυτοκρατορίας» και της «σφαίρας επιρροής», που αποδείχθηκαν μοιραίες για την ΕΣΣΔ, μπορεί το Κρεμλίνο να εξασφαλίσει ευημερία για τους Ρώσους) ενδέχεται στο τέλος να το πληρώσει ακριβά.
Το κόστος για την «ασφάλεια των συνόρων»
Είναι αλήθεια πως η οικονομία της Ρωσίας σε καμία περίπτωση δεν βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Εξίσου αλήθεια είναι ότι ο ρωσικός λαός είναι συνηθισμένος στις θυσίες. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη ότι πέρα από το Καζακστάν, ρωσικά στρατεύματα έχουν αποσταλεί από τη Μόσχα στην Αμπχαζία, στην Υπερδνειστερία, στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, στην Κιργιζία και στη Λευκορωσία, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το κόστος για την «ασφάλεια των συνόρων» της πρώην σοβιετικής επικράτειας να αρχίσει να φαίνεται υπερβολικό σε ολοένα περισσότερους Ρώσους, ειδικά εάν το βιοτικό τους επίπεδο παραμένει στάσιμο.
Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο Γκίντεον Ράχμαν των Financial Times, ο Πούτιν μπορεί να ανεχθεί, ως γείτονές του, μόνον αυταρχικά καθεστώτα, καθώς «μια γνήσια δημοκρατία θα πρόσφερε ένα εναλλακτικό μοντέλο που θα μπορούσε να ενθαρρύνει την αντιπολίτευση στη Ρωσία. Μια ελεύθερη χώρα θα είχε πιθανότητες να φύγει από την αγκαλιά του Κρεμλίνου και να ευθυγραμμιστεί με τη Δύση». Αλλά τα αυταρχικά καθεστώτα «είναι εγγενώς ασταθή λόγω της κοινωνικής αντίστασης που προκαλούν», όπως καταδεικνύουν οι περιπτώσεις της Λευκορωσίας και του Καζακστάν.
Το σοβιετικό προηγούμενο το επικαλείται και ο Ράχμαν, σημειώνοντας πως «στην πραγματικότητα, η σύγχρονη Ρωσία κινδυνεύει να αναπαράγει την κατάσταση της Σοβιετικής Ενωσης – η οποία διατηρούσε “φιλικούς” τους γείτονές της, εισβάλλοντας στις επικράτειές τους ή εκφοβίζοντάς τους».
Ωστόσο σύμφωνα με τον επικεφαλής σχολιαστή των διεθνών εξελίξεων στους έγκριτους Financial Times «μια εισβολή στην Ουκρανία το 2022 δεν θα εξασφάλιζε τελικά την επιβίωση του συστήματος του Πούτιν, περισσότερο από όσο εξασφάλισε την επιβίωση της Σοβιετικής Ενωσης η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968». Αντιθέτως η ολοένα πιο προκλητική και επιθετική στάση της Ρωσίας έχει θορυβήσει ιδιαίτερα τη Σουηδία και τη Φινλανδία, οι οποίες εξετάζουν το ενδεχόμενο να προσχωρήσουν στην Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Ο ρόλος του Πεκίνου
Εννοείται ότι τις εξελίξεις στο Καζακστάν παρακολουθεί στενά και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η Κίνα. Στο άρθρο της η Χρούστσεβα υπογραμμίζει καταρχάς πως το Πεκίνο επωφελήθηκε απίστευτα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, καθώς του άνοιξε τις πόρτες της παγκόσμιας αγοράς, οπότε αντιμετωπίζει τουλάχιστον επιφυλακτικά τον ρωσικό «τυχοδιωκτισμό». Ειδικά όσον αφορά το Καζακστάν, σημειώνει ότι η χώρα διαδραματίζει καίριο ρόλο στο πλαίσιο της παγκόσμιας γεωπολιτικής στρατηγικής των Κινέζων, βάση της οποίας αποτελεί ο νέος Δρόμος του Μεταξιού.
Πέρα, οπότε, από μια ενδεχόμενη αύξηση της δυσφορίας των πολιτών στο εσωτερικό της Ρωσίας στην περίπτωση επιβολής σκληρών κυρώσεων από τη Δύση, στο να πειστεί ο Πούτιν να εγκαταλείψει τις όποιες «αυτοκρατορικές φιλοδοξίες» του θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά και μια ξαφνική όξυνση της αντιπαλότητας με την Κίνα.
Σε σχετικό δημοσίευμα της επίσημης κινεζικής αγγλόφωνης εφημερίδας Global Times υπενθυμίζεται ενδεικτικά πως οι εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στην Κίνα και στο Καζακστάν ξεπέρασαν τα 21 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020, ενώ κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονιάς οι άμεσες κινεζικές επενδύσεις στην πρώην Σοβιετική Δημοκρατία ανήλθαν στα 580 εκατομμύρια δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 44% μέσα σε έναν χρόνο.
«Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να ενθαρρύνουμε τη σταθερότητα στο Καζακστάν και να αποτρέψουμε τις εξωτερικές δυνάμεις από το να σαμποτάρουν την ειρήνη στην Κεντρική Ασία», επισημαίνει το κινεζικό έντυπο, αποστέλλοντας ένα έμμεσο μήνυμα προς τη Δύση, σίγουρα, αλλά και προς στη Ρωσία, όσον αφορά τις εξωτερικές παρεμβάσεις σε χώρες όπου οι Κινέζοι έχουν συμφέροντα.
Ισορροπία συμφερόντων
Πάντως, εστιάζοντας επίσης την προσοχή του στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, ο Γιάροσλαβ Τροφίμοφ στη Wall Street Journal υποστηρίζει πως η επέμβαση του Κρεμλίνου στο Καζακστάν, τη μεγαλύτερη οικονομία της Κεντρικής Ασίας, επιβεβαιώνει την άτυπη συμφωνία μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου όσον αφορά τον «καταμερισμό εργασίας» στην ευρύτερη περιοχή που αμφότερες οι χώρες θεωρούν πως αποτελεί αυλή τους: οι Ρώσοι έχουν αναλάβει την προστασία τού στάτους κβο, ενώ οι Κινέζοι την ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών. «Οι σημαντικές επενδύσεις του Πεκίνου στην περιοχή εξαρτώνται ολοένα περισσότερο από τη ρωσική προστασία», γράφει ο Τροφίμοφ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News