Στην αρχή τη λέγαμε Covid-19, αλλά εν τω μεταξύ μπαίνουμε στον τρίτο χρόνο από το ξέσπασμα της πανδημίας και ύφεση δεν βλέπουμε. Ισα ίσα. Οπότε μας έμεινε το σκέτο Covid, και με αυτό πορευόμαστε, να δούμε για πόσο ακόμη. Βέβαια, δεν είμαστε πια τόσο έντρομοι όσο στην αρχή, που μας έπιασε απροετοίμαστους. Εχουμε τα όπλα μας, κατάλληλες μάσκες, απολυμαντικά (με καλύτερο για τα χέρια το πράσινο σαπούνι από το ιερό μας ελαιόλαδο, που φροντίζει την επιδερμίδα) και πάνω από όλα έχουμε, πλέον, εμβόλια! Πόσες δόσεις όμως θα μας χρειαστούν και κάθε πότε;
Στη Νέα Υόρκη, μέσα σε έναν χρόνο, ο Βάλτερ Μπάρκερ έχει κάνει πέντε δόσεις του εμβολίου κατά του κορονοϊού. Και ήδη, έχει αρχίσει να σκέφτεται πότε μπορεί να του χρειαστεί ένα έκτο. Ο 38χρονος υπάλληλος γραφείου έκανε τις δύο πρώτες δόσεις στο πλαίσιο μιας δοκιμής του εμβολίου AstraZeneca, γράφει στο Atlantic η Κάθριν Τζ. Γου. Αλλά δεν είχε εγκριθεί από το FDA, οπότε δεν του επιτρεπόταν να μπαίνει σε κάποιους χώρους. Επειδή, λοιπόν, έπρεπε να κάνει τεστ κάθε φορά που πήγαινε σε ένα παιχνίδι των Yankees, την περασμένη άνοιξη, ο Μπάρκερ έκανε δυο δόσεις Moderna. Στη συνέχεια, όταν η αμερικανική κυβέρνηση προέτρεψε τον κόσμο να κάνει την ενισχυτική δόση, σκέφτηκε ότι «ήταν προτιμότερο να είναι ασφαλής παρά να λυπηθεί», ειδικά γιατί έχει διαβήτη Τύπου 2, παράγοντα κινδύνου για σοβαρή νόσηση Covid. Αυτό, λοιπόν, ήταν το εμβόλιο Νο. 5 που έκανε μέσα σε έναν χρόνο.
Επιπλέον, όπως είπε στο Atlantic, μεταξύ των εμβολίων AstraZeneca και Moderna, ο Μπάρκερ είχε κολλήσει και τον πραγματικό ιό. Και τώρα προετοιμάζεται για τη δυνατότητα «μιας ή δύο νέων ενισχυτικών δόσεων κάθε χρόνο». Οι ενδείξεις για μια τέτοια πολιτική έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται. Οι Ισραηλινοί, πρώτοι από όλους, όπως είχε γίνει και με τις προηγούμενες τρεις δόσεις, ανακοίνωσαν την τέταρτη δόση του εμβολίου αρχικά για όλους τους πολίτες άνω των 60 ετών, το υγειονομικό προσωπικό και τους ανοσοκατεσταλμένους.
Στις ΗΠΑ, κάποιοι γιατροί υποστηρίζουν ότι ορισμένοι Αμερικανοί θα πρέπει επίσης να επαναλάβουν τη δόση. Και οι κατασκευαστές εμβολίων επιμένουν εδώ και καιρό ότι πιθανότατα θα χρειαζόμαστε τουλάχιστον ετήσιες επαναληπτικές δόσεις. Δεδομένου ότι ο κορονοϊός μεταλλάσσεται. «Πιστεύω ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε να ενημερώνουμε το εμβόλιο», λέει στο Atlantic η Κέιτι Γκόστικ, ειδικός επί των μολυσματικών ασθενειών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πόσες δόσεις θα χρειαστούμε;
Σε αυτό το σημείο της πανδημίας, ωστόσο, δεν υπάρχει συναίνεση για τον αριθμό των δόσεων, που θα χρειαστούμε μακροπρόθεσμα. Πολλοί από τους κορυφαίους εμπειρογνώμονες στον κόσμο για τα εμβόλια Covid έχουν αλλάξει στάση τις τελευταίες εβδομάδες. Το καλοκαίρι, ο Αλι Ελεμπέντι, ανοσολόγος στο Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις, πίστευε ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να χρειαστούμε ετήσιους εμβολιασμούς», ωστόσο τώρα, είναι «στο 50%», λέει.
Οι ετήσιοι εμβολιασμοί θα ήταν κάτι το ανακουφιστικό, γράφει στο Atlantic η Κάθριν Τζ. Γου. Σε τι συχνότητα θα πρέπει να γίνονται, όμως, δεν είναι τόσο εύκολο να προσδιοριστεί: τόσο ο υποεμβολιασμός όσο και ο υπερεμβολιασμός έχουν μειονεκτήματα. Ισως σταθούμε τυχεροί και καταφέρουμε να πετύχουμε κάποια πραγματικά ανθεκτική προστασία με τις τρέχουσες δόσεις μας. Ισως, πάλι, βρισκόμαστε μόλις στην αρχή της πιο έντονης και διαδεδομένης εκστρατείας επαναληπτικού εμβολιασμού, που έχε συμβεί στον κόσμο μέχρι σήμερα.
Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για τον εμβολιασμό των ήδη εμβολιασμένων: από τη μια η σημαντική πτώση της άμυνας του οργανισμού μας και από την άλλη η τεράστια αύξηση κρουσμάτων.
Εξακολουθούμε, για παράδειγμα, να προσπαθούμε να καταλάβουμε πόσο καλά ανταποκρίνεται το ανοσοποιητικό μας σύστημα στις δόσεις του εμβολίου. Για μήνες, οι επιστήμονες παρακολουθούν την αύξηση και την πτώση της προστασίας από ασυμπτωματικές λοιμώξεις και ηπιότερες μορφές Covid-19, δυναμική που φαίνεται στενά συνδεδεμένη με τα αντισώματα, δηλαδή τα μόρια, που μπορούν να μεταφέρουν τους ιούς έξω από τα κύτταρα. Τα αντισώματα μειώνονται πάντα τους μήνες μετά τον εμβολιασμό ή τη μόλυνση από οποιοδήποτε παθογόνο, λέει στο Atlantic ο Ραφί Αχμέντ, ανοσολόγος στο Πανεπιστήμιο Emory.
Αλλά οι ενισχυτικές δόσεις μπορούν να ανεβάσουν τα επίπεδα των αντισωμάτων, μερικές φορές σε νέα ύψη· οι τριπλά εμβολιασμένοι μπορούν να αποκρούσουν καλύτερα τον κορονοϊό, ακόμη και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά εντελώς νέες μεταλλάξεις (η προστασία από σοβαρή νόσηση και θάνατο επιτυγχάνεται χάρη σε υπερασπιστές όπως τα Β και Τ κύτταρα, που παραμένουν μακροπρόθεσμα στον οργανισμό).
Μετά τις δύο πρώτες δόσεις mRNA, παρατηρήθηκε ότι σε περίπου έξι μήνες τα επίπεδα των αντισωμάτων μειώθηκαν περίπου πέντε έως δέκα φορές από την κορύφωσή τους. Τώρα οι ανοσολόγοι παρακολουθούν τι συμβαίνει μετά την τρίτη δόση, πού θα σταθεροποιηθούν τα επίπεδα αντισωμάτων και πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να φτάσουμε σε αυτό το επίπεδο. Οσο πιο χαμηλά είναι ή όσο πιο απότομη είναι η κατηφόρα, τόσο πιο γρήγορα μπορεί να μας ζητηθεί να επαναλάβουμε τον εμβολιασμό.
Σε ένα μη ιδανικό σενάριο, θα βλέπαμε κάτι σαν μια ανοδική «πριονωτή» τάση, λέει ο Τζον Μουρ, ειδικός εμβολίων στο Πανεπιστήμιο Cornell, με μια παρόμοια απότομη πτώση μετά από κάθε δόση. (Μάλιστα μερικοί ερευνητές αρχίζουν να αναρωτιούνται μήπως βλέπουμε τις απαρχές αυτής της τάσης τώρα, ενώ η ανθεκτικότητα μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το εμπορικό σήμα του εμβολίου).
Και πάλι, η πτώση ίσως είναι λιγότερο έντονη, ή τουλάχιστον πιο σταδιακή, μετά την τρίτη δόση. Και υπάρχει λόγος να ελπίζουμε ότι μπορεί να είναι έτσι. Μετά την ενισχυτική δόση, αντλούμε περισσότερα αντισώματα από ό,τι μετά τις πρώτες δόσεις, τα οποία χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να πέσουν κάτω από ένα προστατευτικό όριο. Η επαναλαμβανόμενη έκθεσή μας σε ένα εμβόλιο μπορεί επίσης να βελτιώσει την ποιότητα των αντισωμάτων, και η βελτίωσή τους είναι επαναλαμβανόμενη στην εξάλειψη του SARS-CoV-2: «Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται πολύ λιγότερα για να σας προστατεύσουν», λέει η Ντίπτα Μπατατσάρια, ανοσολόγος στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα.
Εάν αυτή η διαδικασία συνεχιστεί και μετά την τρίτη ή την τέταρτη δόση, ίσως μπορέσουμε να αποφύγουμε τον τόσο συχνό εμβολιασμό. Ο τελικός ρυθμός του εμβολιασμού θα εξαρτηθεί επίσης από το τι θέλουμε να επιτύχουμε. Ο αποκλεισμός σοβαρής ασθένειας απαιτεί λιγότερες δόσεις. Η προσπάθεια καταστολής περισσότερων λοιμώξεων και η μετάδοση σημαίνει περισσότερες. Και θα πρέπει οι προσδοκίες μας να είναι λογικές. Η επ’ αόριστον πρόληψη των λοιμώξεων «είναι ένας πήχης που ιστορικά, η επιστήμη των εμβολίων δεν έχει καταφέρει πραγματικά να επιτύχει», λέει η Κίζμικια Κόρμπετ, ανοσολόγος και προγραμματίστρια εμβολίων για την Covid-19 στο Χάρβαρντ.
Συνεχείς μεταλλάξεις
Oλα αυτά, ωστόσο, θα γίνουν πιο περίπλοκα, αν ο ο κορονοϊός συνεχίσει να μεταλλάσσεται. Η συνεχής προστασία έναντι μιας παραλλαγής μπορεί να μην είναι αρκετή για να εμποδίσει μια άλλη. Ηδη, η Ομικρον είναι τόσο πολύ μεταλλαγμένη, ώστε πολλά από τα εκπαιδευμένα με εμβόλια αντισώματά μας δεν την αναγνωρίζουν πολύ καλά. Αυτό κάνει πιο ευάλωτους τους ανθρώπους, που απέχουν πολύ από τις πρώτες τους δόσεις: τα αμυντικά τους τείχη είναι χαμηλά ενώ η μετάλλαξη είναι γενετικά προετοιμασμένη να πηδήξει πολύ ψηλά.
Οι τρέχουσες ενισχυτικές δόσεις εξακολουθούν να μας βοηθούν σε αυτό το σενάριο: ο αρχικός ιός και η Ομικρον μοιάζουν αρκετά και δεδομένου της πληθώρας των αντισωμάτων μας, ορισμένα θα πετύχουν τον στόχο τους. Ωστόσο, ακόμη πιο περίεργες εκδοχές του κορονοϊού είναι σχεδόν βέβαιο ότι υπάρχουν ήδη. Η ανάγκη για ετήσια εμβόλια γρίπης οφείλεται στο γεγονός ότι οι ιοί μεταλλάσσονται. Οι κορονοϊοί δεν αλλάζουν τόσο γρήγορα, αλλά ειδικοί, όπως ο Ντέιβιντ Μαρτίνεζ, εμβολιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στο Τσάπελ Χιλ, πιστεύουν ότι «η πολιτική μας για ενίσχυση θα καθοδηγηθεί από το πώς αλλάζει ο ιός». Οσο περισσότερες μεταλλάξεις παρουσιάζονται και όσο πιο συχνά πέφτουμε πάνω τους, τόσο περισσότερες δόσεις θα χρειαζόμαστε.
Εξίσου σημαντικό με το πόσα εμβόλια χρειαζόμαστε είναι, ωστόσο, και το να καθορίσουμε πόσα μπορεί να αντέξει το ανοσοποιητικό μας σύστημα (και η ψυχή μας), γράφει η Κάθριν Τζ. Γου. Σε κάποιο σημείο, άλλη μια έκθεσή μας στο ακριβώς ίδιο εμβόλιο δεν θα κάνει πολύ καλό στην άμυνα του οργανισμού. Βέβαια τα τρέχοντα σχήματα εμβολιασμού δεν διατρέχουν αυτό τον κίνδυνο ακόμη.
Η επαναλαμβανόμενη δόση κάθε λίγους μήνες, εξάλλου, μπορεί να προκαλέσει περιττά κόστη. Κάποια είναι υλικοτεχνικά. Οσο περισσότερα εμβόλια χρειαζόμαστε, τόσο περισσότερα θα πρέπει να παρασκευάζονται και τόσο πιο συχνά οι αξιωματούχοι της δημόσιας υγείας θα πρέπει να πείθουν το κοινό να τα αποδεχτεί. Οι παρενέργειες μπορεί να κρατήσουν τους ανθρώπους εκτός σχολείου ή εργασίας και οι ερευνητές δεν γνωρίζουν ακόμη σε ποιο βαθμό η ενισχυτική δόση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο σπάνιων, σοβαρών συμβάντων όπως η καρδιακή φλεγμονή. Αντιμέτωποι με μια ατελείωτη σειρά εμβολίων, μερικοί άνθρωποι μπορεί να σταματήσουν να τα κάνουν ή να μην ξεκινήσουν καν.
Τα δυσκίνητα δοσολογικά σχήματα θα μπορούσαν επίσης να επιδεινώσουν τις ανισότητες καθώς οι χώρες με λιγότερους πόρους αγωνίζονται να χορηγήσουν επαναλαμβανόμενες δόσεις εμβολίων.
Αντισώματα που ωριμάζουν και μετά χαλαρώνουν
Υπάρχει επίσης ένας καλός λόγος αναμονής μεταξύ των δόσεων. Ενα παρατεταμένο διάστημα μπορεί να επιτρέψει στα αντισώματα να ωριμάσουν περισσότερο. Η ομάδα του Ελεμπέντι, η οποία παρακολουθεί αυτή την παρατεταμένη ενηλικίωση των αντισωμάτων, ανακάλυψε ότι, μισό χρόνο μετά τη δεύτερη δόση mRNA, πολλά μόρια εξακολουθούν να βρίσκονται στο στάδιο της αυτοβελτίωσής τους.
Η αναμονή τουλάχιστον μερικών μηνών θα μπορούσε να βοηθήσει, εξάλλου, στη διασφάλιση ότι τα μέτρια αντισώματα θα απορριφθούν, αφήνοντας μόνο τα καλύτερα να δράσουν. «Αν καθυστερήσετε να κάνετε την ενισχυτική δόση, τα αντισώματα μπορεί να είναι πιο ανθεκτικά και να κορυφωθούν σε υψηλότερο επίπεδο», λέει ο Μαρτίνεζ. Η επανάληψη της δόσης πρόωρα, σε ένα σώμα γεμάτο αντισώματα, μπορεί επίσης να σημαίνει ότι τα μόρια «εξαφανίζουν το εμβόλιο» προτού μπορέσει να διδάξει στα κύτταρα οτιδήποτε νέο, λέει η Μάριον Πέπερ, ανοσολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον.
Αυτήν τη στιγμή, όμως, όπως αναφέρει ο Guardian, παρατηρούνται νέα ρεκόρ κρουσμάτων σε ΗΠΑ, Γαλλία, Πορτογαλία και Ελλάδα. Οι άνθρωποι δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν πολύ μέχρι να «σιγοβράσουν» τα κύτταρα του ανοσοποιητικού τους συστήματος ή να «χαλαρώσουν» τα αντισώματά τους. Ακόμη και οι εξαιρετικά ισχυρές ανοσοποιητικές άμυνες θα μπορούσαν να πέσουν όταν έρθουν αντιμέτωπες με τεράστιες ποσότητες του κορονοϊού. Το Ηνωμένο Βασίλειο και το Ισραήλ μείωσαν πρόσφατα στο μισό το μεσοδιάστημα δοσολογίας μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης δόσης, από πέντε ή έξι μήνες σε τρεις, ώστε περισσότεροι άνθρωποι να μπορούν να ενισχύσουν την άμυνά τους νωρίτερα. Ωστόσο, αν τα κρούσματα πέσουν σε λιγότερο ανησυχητικά επίπεδα σε λίγους μήνες, ίσως καθυστερήσουμε την τέταρτη δόση οι περισσότεροι από εμάς.
Είναι πολύ πιθανό ότι κάποια μέρα θα υπάρξει μια τέταρτη δόση, (αν όχι περισσότερες), λένε οι ειδικοί. (Πολλοί ανοσοκατεσταλμένοι, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται καλά στα εμβόλια, τη χρειάζονται ήδη.) Μπορεί, για παράδειγμα, σε λίγους μήνες να χρειαστούμε ένα ειδικό εμβόλιο για την Ομικρον. Ωστόσο, εάν η Δέλτα κυκλοφορεί ακόμα την άνοιξη, θα πρέπει να επαληθευτεί ότι το εμβόλιο της Ομικρον καλύπτει και τις δύο μεταλλάξεις, ειδικά για άτομα που δεν έχουν κάνει ακόμη κανένα εμβόλιο. Θα χρειαστεί επίσης να προετοιμαστούμε για την πιθανότητα μιας νέας μετάλλαξης, που θα μπορούσε να εκδιώξει την Δέλτα, την Ομικρον ή και των δύο.
Η ομάδα του Μαρτίνεζ στο UNC, εν τω μεταξύ, είναι μία από τις πολλές που κυνηγούν ένα παγκόσμιο εμβόλιο κατά του κορονοϊού, που θα μπορούσε να αποκρούσει όχι μία αλλά μια πληθώρα παραλλαγών (και ίσως, σε ορισμένες περιπτώσεις, μερικά από τα πιο μακρινά ξαδέρφια τους, SARS-1, MERS και παρόμοια). Αλλοι ερευνητές, πάλι, είναι αισιόδοξοι για τα εμβόλια με ρινικό σπρέι, που θα μπορούσαν να εξαλείψουν τις ειδικές ανοσοαποκρίσεις των αεραγωγών.
Αλλά ακόμα κι αν αυτά τα νέα σκευάσματα είναι καλύτερα στην αντιμετώπιση του κορονοϊού, δεν θα είναι απαραίτητα πανάκεια. Θα πρέπει, επιπλέον, να βρεθεί ένας τρόπος για να πείθουμε το σώμα να θυμάται τις δόσεις μακροπρόθεσμα, και ίσως να παραμένουν στο ίδιο επίπεδο αρκετά αντισώματα που θα μας προφυλάσσουν από περισσότερες ασθένειες. Η ελπίδα είναι ότι τα σχήματα εμβολίων θα είναι πιο πρακτικά τόσο για εκείνους που τα παρασκευάζουν όσο και για τους ανθρώπους που τα λαμβάνουν.
Μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να αποφέρει οφέλη, γράφει η Κάθριν Τζ. Γου στο Atlantic: Η ανθεκτική προστασία από τα εμβόλια μπορεί να σημαίνει λιγότερα κρούσματα μεταξύ των εμβολιασμένων και λιγότερες ευκαιρίες για περαιτέρω μετάλλαξη του SARS-CoV-2· περισσότεροι άνθρωποι θα μπορούσαν να κάνουν τα εμβόλια· η ανοσία του πληθυσμού θα αυξανόταν· και τα εμβόλιά μας θα αποκτούσαν ένα ακόμη πιο ισχυρό πλεονέκτημα: θα μπορούσαν να ενισχύσουν την επιτυχία τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News