Το «πράσινο» πρόσωπο που συγκέντρωσε επάνω του τους προβολείς της δημοσιότητας μόλις συγκροτήθηκε η νέα γερμανική κυβέρνηση ήταν, αναμφίβολα, η Αναλένα Μπέρμποκ, η οποία διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών από τον καγκελάριο Ολαφ Σολτς. Το έργο που καλείται να φέρει εις πέρας κρίνεται από τους αναλυτές δύσκολο, αν και το προηγούμενο του Γιόσκα Φίσερ στην εν λόγω θέση, την εποχή των ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών στη Σερβία, είναι καθησυχαστικό, καθώς αποδεικνύει περίτρανα την ευελιξία των γερμανών Πρασίνων όταν τυχαίνει να κυβερνούν.
Ωστόσο ένας άλλος «πράσινος» πολιτικός, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, διορίστηκε και αυτός υπουργός από τον Σολτς. Ο νέος καγκελάριος του έδωσε το χαρτοφυλάκιο Οικονομικών Υποθέσεων και Κλιματικής Δράσης, τουτέστιν ο Χάμπεκ καλείται να συγκεράσει την ανάγκη των δαπανών για τη μετάβαση στην «πράσινη» ανάπτυξη με την αυστηρή αιτιολόγηση και τιμολόγησή τους μέχρι το τελευταίο σεντ. Δεν είναι λίγοι οι παρατηρητές των γερμανικών πραγμάτων οι οποίοι θεωρούν το έργο του δυσκολότερο από εκείνο της Μπέρμποκ.
Στην πραγματικότητα, λένε, ο Χάμπεκ καλείται να εξασφαλίσει στη Γερμανία ένα νέο οικονομικό θαύμα, κάτι ανάλογο με το μεταπολεμικό, το οποίο στην κυριολεξία την ξελάσπωσε και στην ανέστησε οικονομικοκοινωνικά (ασχέτως αν βασίστηκε και στη μη καταβολή των αποζημιώσεων στα θύματά της, όπως είναι η Ελλάδα). Το νέο οικονομικό θαύμα που ευαγγελίζεται και ο Χάμπεκ από το πόστο του πρέπει να είναι «βιώσιμο» – αυτή είναι η μαγική λέξη. Το σχέδιό του είναι η επανάληψη, με άλλον τρόπο φυσικά, της «μετατροπής της καταστροφής σε ευημερία».
Η διαπλοκή των όρων οικονομία και κλίμα είναι σίγουρο ότι θα πονοκεφαλιάσει τον 52χρονο συγγραφέα μυθιστορημάτων και παιδικών βιβλίων, ωστόσο ο χρόνος θα δείξει αν οι ώμοι του είναι ικανοί να σηκώσουν το βάρος αυτών των πολύ πεζών πραγμάτων. Λέγεται ότι διαθέτει το χάρισμα της πειθούς – θα του χρειαστεί στις συναντήσεις του με τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό για τα οικονομικά ζητήματα της Γερμανίας, τον φιλελεύθερο Κρίστιαν Λίντνερ, που είναι περισσότερο γνωστός σαν «παιδί του Σόιμπλε», «γεράκι των λογαριασμών» και «σημαιοφόρος της ελεύθερης αγοράς».
Αυτόν πρέπει να πείσει ο Χάμπεκ ότι οι κυβερνητικές εξαγγελίες περί τερματισμού της χρήσης άνθρακα και σταδιακής κατάργησης των ορυκτών καυσίμων δεν θα τινάξουν την μπάνκα στον αέρα. Και δεν είναι μόνο τα 15 εκατομμύρια ηλεκτρικά αυτοκίνητα που υποτίθεται ότι θα κυκλοφορήσουν μέχρι το 2030 στις γερμανικές οδούς. Είναι και τα σπίτια που πρέπει να θερμανθούν αξιοπρεπώς και πάνω απ’ όλα η βιομηχανία που πρέπει να συνεχίσει να παράγει.
Οι τριβές μεταξύ τους θεωρούνται σίγουρες όχι μόνο επειδή αυτοί οι δύο δεν «κολλάνε» μεταξύ τους σαν προσωπικότητες –ο ένας «οραματιστής», ο άλλος πραγματιστής–, αλλά και επειδή ο Λίντνερ είναι δηλωμένος πολέμιος της αύξησης των φόρων ή της ανάληψης μεγαλύτερου χρέους. Πώς, λοιπόν, θα χρηματοδοτηθεί η «πράσινη» μετάβαση της Γερμανίας; Προς το παρόν οι «Πράσινοι», ως κόμμα, δηλώνουν την εμπιστοσύνη τους στον Λίντνερ και αυτός ανταποδίδει τη φιλοφρόνηση ψελλίζοντας ότι ενδέχεται η οικονομία «να επιτρέψει» αυτήν τη μετάβαση. Το κρας τεστ για τη συνοχή της νέας γερμανικής κυβέρνησης θα γίνει του χρόνου, όταν η Γερμανία θα κλείσει τους πυρηνικούς αντιδραστήρες της.
Στα προσόντα του Χάμπεκ, που θα τον βοηθήσουν να ξεπεράσει κατά το δυνατόν ανώδυνα τα αδιέξοδα, λογίζονται η ικανότητά του να συμβιβάζει αντιθέσεις και ο «πράσινος» πραγματισμός του – πραγματισμός σε σύγκριση με τη νεφελοκοκκυγία των φανατικών γερμανών «Πρασίνων», εννοείται. Θα κερδίσει το στοίχημα μόνο αν η «πράσινη» μετάβαση συνοδευτεί από δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αφού η απώλεια θέσεων εργασίας είναι το μεγαλύτερο και ασυγχώρητο από τον λαό κόστος. Και από την τελική έκβαση του πειράματος στη Γερμανία θα εξαρτηθεί αν και η συνολική ευρωπαϊκή «πράσινη» μετάβαση θα έχει τύχη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News