Τα αμοντάριστα πλάνα των λήψεων της η Γκρέτα Γκάρμπο απέφευγε να τα παρακολουθεί. Αλλά της άρεσε να βλέπει τις ομιλούσες ταινίες της, αντίστροφα, όμως, σε rewind, από το τέλος προς την αρχή. «Αυτό απολάμβανε η Γκάρμπο. Καθόταν και έτρεμε από τα γέλια, παρακολουθώντας την ταινία να τρέχει προς τα πίσω και τον ήχο να μετατρέπεται σε “γιακαμπλόμ-γιακαμπλόμ”. Αλλά μόλις την προβάλλαμε κανονικά, δεν την παρακολουθούσε», είχε αναφέρει κάποτε ο Κλάρενς Μπράουν, σκηνοθέτης επτά εκ των 28 συνολικά ταινιών στις οποίες έπαιξε η αινιγματική ντίβα του βωβού κινηματογράφου και των πρώτων χρόνων της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ.
Παρότι μάλλον της άρεσε η υποκριτική και απολάμβανε τα γυρίσματα, δεν ήταν σχεδόν ποτέ ικανοποιημένη με τα αποτελέσματα. «Μακάρι μια φορά, μόνο μία φορά, να έβλεπα μια ταινία μου και να επέστρεφα στο σπίτι ικανοποιημένη», είχε αναφέρει η ίδια κάποτε. Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αληθινή μαγεία της Γκρέτα Γκάρμπο εκφραζόταν από την ίδια και γινόταν αντιληπτή από παγκόσμιο κινηματογραφικό κοινό κυρίως στη μεγάλη οθόνη. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει σε εκτενές δημοσίευμά της η Μάργκαρετ Τάλμποτ του The New Yorker, διερωτώμενη πιο ήταν το μυστικό της θρυλικής ηθοποιού, με αφορμή την κυκλοφορία της «Garbo», μίας νέας βιογραφίας που υπογράφει ο αμερικανός συγγραφέας και εκδότης Ρόμπερτ Γκότλιμπ.
Σύμφωνα με την Τάλμποτ, η Γκρέτα Γκάρμπο κατέστη ζωντανός μύθος του Χόλιγουντ με μόλις 28 ταινίες (η Μπέτι Ντέιβις έπαιξε σε σχεδόν ενενήντα ενώ η Μέριλ Στριπ σε περίπου εβδομήντα και συνεχίζει) χάρη στην αποστροφή της για τη φήμη αλλά και στα εξαιρετικά χαρακτηριστικά της, που ήταν ιδανικά για την περαιτέρω εξέλιξη του κινηματογράφου εκείνη την περίοδο.
Εξαιτίας της επιτυχίας που σημείωσαν οι πρώτες της ταινίες η Γκάρμπο κατάφερε να υπογράψει ένα συμβόλαιο που της παρείχε το δικαίωμα να «προβάλλει βέτο σε σενάρια, συμπρωταγωνιστές και σκηνοθέτες. Και απέφευγε τις συνεντεύξεις τόσο συστηματικά που στο τέλος η ιδιωτικότητά της κατέστη η δική της μορφή δημοσιότητας».
Στη δημιουργία του μύθου της συνέβαλε και η επιλογή της να εγκαταλείψει το Χόλιγουντ σε ηλικία μόλις τριάντα έξι ετών, το 1941, και να μην παίξει σε καμία άλλη ταινία έως την ημέρα που εγκατέλειψε τα εγκόσμια, μισό αιώνα μετά.
Δεν αποφάσισε να αποσυρθεί επειδή δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί το πέρασμα από τον βωβό κινηματογράφο στις ομιλούσες ταινίες, όπως έχει υποστηριχθεί από αρκετούς. «Από τη στιγμή που πρόφερε τις πρώτες της ατάκες, «Gimme a whiskey-ginger ale on the side-and don’t be stingy, baby (Δώσε ένα ουίσκι – μπύρα τζίντζερ στο πλάι – και μην είσαι τσιγκούνης, μωρό μου), η προφορά της αποδείχθηκε σέξι προτέρημα», γράφει η δημοσιογράφος του The New Yorker.
Η Γκρέτα Γκάρμπο επέλεξε να ιδιωτεύσει τόσο νωρίς κυρίως γιατί πολύ σύντομα οι ρόλοι της άρχισαν να της φέρνουν πλήξη. «Δεν βρίσκω κανένα νόημα στο να ντύνομαι και να μην κάνω τίποτα άλλο από το να βάζω σε πειρασμό άνδρες», είχε αναφέρει η ίδια σχετικά. Είχε επίσης κουραστεί από τις υψηλές απαιτήσεις της βιομηχανίας του Χόλιγουντ και κάπως έτσι, και όντας εκ φύσεως ακατάλληλη για τη διασημότητα, επέλεξε να εγκαταλείψει την τέχνη που την κατέστησε μυθική.
Οσον αφορά το δεύτερο συστατικό του μύθου της αινιγματικής Γκάρμπο, σύμφωνα πάντα με την Μάργκαρετ Τάλμποτ έγκειτο στην εξαιρετική ικανότητα του προσώπου της να αναδεικνύεται και να ξεχωρίζει στα κοντινά πλάνα, τα οποία είχε ανακαλύψει πρόσφατα το Χόλιγουντ.
«Αυτό που είχε να προσφέρει η Γκάρμπο, πάνω απ’ όλα, ήταν το εξαιρετικό της πρόσωπο, σε μια εποχή που τα κοντινά πλάνα, με την υπερφορτισμένη οικειότητά τους, την ευεργετική επίδρασή τους στη συναισθηματική και ερωτική φαντασία, ήταν ακόμα σχετικά νέα. Πολλές από τις λήψεις που χαρακτηρίζονται ως τα πρώτα κοντινά πλάνα ήταν απίθανο να εξέπεμπαν πάθος, καθώς συχνά αφορούσαν αντικείμενα — ένα παπούτσι, ένα γαλλικό κλειδί. Αλλά οι κινηματογραφιστές σύντομα αντιλήφθηκαν την κεντρομόλο σαγήνη του ανθρώπινου προσώπου. Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Πολ Σρέιντερ επιλέγει ως σημείο καμπής τη στιγμή που στην ταινία “Friends” του Ντέιβιντ Γουόρκ Γκρίφιθ η κάμερα πλησιάζει το πρόσωπο της Μαίρη Πίκφορντ, αποκαλύπτοντας την αμφιθυμία της σχετικά με το ποιον από τους δύο μνηστήρες πρέπει να επιλέξει. “Ενα ειλικρινές κοντινό πλάνο ενός ηθοποιού καθιστά δυνατή την απόκτηση ενός συναισθηματικού στοιχείου που δεν μπορεί να αποκτηθεί με κανέναν άλλον τρόπο”, γράφει ο Σρέιντερ. “Οταν οι κινηματογραφιστές συνειδητοποίησαν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ένα κοντινό πλάνο για να πετύχουν αυτό το είδος συναισθηματικού εφέ, οι κάμερες άρχισαν να έρχονται πιο κοντά. Και οι χαρακτήρες κατέστησαν πιο σύνθετοι”», εξηγεί η Τάλμποτ.
Οσον αφορά τη σχέση της Γκρέτα Γκάρμπο με τα κοντινά πλάνα, «ένα πρόσωπο τόσο ωραίο όσο το δικό της – τα τεράστια μάτια της και τα βλέφαρά της, ο τρόπος με τον οποίο η αγάπη ή η τρυφερότητα ή κάποια, ιδιωτική, ανομολόγητη διασκέδαση έλυνε αμέσως τα φρύδια της, λιώνοντας την αυστηρότητά της – ήταν σχεδόν ακατανίκητο όταν γέμιζε την οθόνη. Ανήκε, όπως έγραψε ο Ρολάν Μπαρτ, “σε εκείνη τη στιγμή του κινηματογράφου κατά την οποία η σύλληψη του ανθρώπινου ύφους βύθισε τα πλήθη στη μεγαλύτερη αναστάτωση, όπου οι άνθρωποι κυριολεκτικά χάθηκαν μέσα στην ανθρώπινη εικόνα”».
Αυτό, φυσικά δεν σημαίνει ότι υστερούσε στην τέχνη της υποκριτικής, αναφέρει η Τάλμποτ. «Αλλά οι ερμηνείες της ενδέχεται να ήταν πιο αποδοτικές στις βουβές ταινίες της ή στις βουβές σκηνές των ομιλουσών ταινιών της, όπου το πρόσωπό της αποτελεί τον καμβά του συναισθήματος» όπως, για παράδειγμα, στις διάσημες τελευταίες σκηνές της «Βασίλισσας Χριστίνας» του 1933.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News