Τον Φεβρουάριο του 2020, η Χάντλεϊ Φρίμαν πέρασε μια βραδιά με τον κωμικό Μελ Μπρουκς και τον καλύτερό του φίλο, τον σκηνοθέτη και συγγραφέα Καρλ Ράινερ στο σπίτι του τελευταίου, στο Μπέβερλι Χιλς. Οι δύο καλλιτέχνες συνήθιζαν να τρώνε κάθε βράδυ μαζί και να παρακολουθούν το τηλεπαιχνίδι «Jeopardy!».
Ηταν μια από τις πιο συγκινητικές βραδιές της ζωής της, γράφει η Φρίμαν στον Guardian. Ενα μήνα αργότερα, οι ΗΠΑ μπήκαν σε lockdown. Τον Ιούνιο του 2020 ο Καρλ Ράινερ πέθανε, ενώ λίγους μήνες αργότερα ακολούθησε και ο οικοδεσπότης, για πολλά χρόνια, του «Jeopardy!», Αλεξ Τρεμπέκ. Και πρόσφατα, στα τέλη Νοεμβρίου κυκλοφόρησαν τα πολυαναμενόμενα απομνημονεύματα του Μελ Μπρουκς, «All About Me!».
Το βιβλίο του, όπως θα περίμενε κανείς, είναι αστραφτερό και απολαυστικό, γεμάτο αναμνήσεις από τη δημιουργία των πολυβραβευμένων κλασικών ταινιών του και απίθανες συμβουλές, όπως το πώς να καταφέρεις έναν επικεφαλής σε κινηματογραφικό στούντιο να σου δώσει περισσότερα χρήματα για την ταινία σου (να τον πιάσεις απροετοίμαστο στο μπάνιο του…).
Είναι όμως, επίσης, γεμάτο φαντάσματα. Γιατί σχεδόν όλοι εκείνοι στους οποίους αναφέρεται, είναι πλέον νεκροί. Ο πιο στενός φίλος του Μπρουκς Καρλ Ράινερ, η σύζυγός του Αν Μπάνκροφτ, ο Ρίτσαρντ Πράιορ, ο Τζιν Γουάιλντερ, ο τηλεοπτικός σταρ Σιντ Σίζαρ, ο κωμικός Ντομ Ντε Λουίζ, ο σκηνοθέτης Μπακ Χένρι, όλοι έχουν φύγει.
Ο Μπρουκς, όμως, ζει και στα 95 του δεν είναι καθόλου λιπόψυχος. Πώς περνάει τα βράδια του χωρίς παρέα; Πώς πέρασε κατά τη διάρκεια της πανδημίας; «Καλά και κακά», απαντάει στη Χάντλεϊ Φρίμαν σε τηλεφωνική συνέντευξη με αφορμή την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του. «Αλλά ο γιος μου ο Μαξ –είναι πολύ καλός συγγραφέας, έχει γράψει τα “The Zombie Survival Guide” και “World War Z”, που έγινε ταινία με τον Μπραντ Πιτ– μου είπε: “Είσαι κολλημένος στο σπίτι κατά τη διάρκεια αυτής της πανδημίας και αργά ή γρήγορα θα θέλεις να γράψεις τα απομνημονεύματά σου, αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να το κάνεις. Απλώς γράψε όλες τις ιστορίες που μου έλεγες ενώ μεγάλωνα”. Και το έκανα», λέει.
Ηταν οδυνηρό ή παρήγορο να γράφει για το παρελθόν του; «Λίγο και από τα δύο», απαντάει διστακτικά. «Οταν σκεφτόμουν ανθρώπους όπως ο Τζιν (Γουάιλντερ), που τον αγαπούσα πάρα πολύ και μου λείπει πάρα πολύ, και τις περιπέτειές μου με τον Καρλ –τον γνώρισες, είδες τι γλύκας ήταν ο καλύτερός μου φίλος–, και φυσικά, τη γυναίκα που ήταν η μεγάλη μου αγάπη και το στήριγμά μου, μερικές φορές μου ήταν δύσκολο να συνεχίσω», λέει.
Ο Μελ Μπρουκς είναι ένας από τους μόλις 16 ανθρώπους στην ιστορία του κινηματογράφου που κέρδισαν βραβεία Emmy, Grammy, Οσκαρ και Tony (σε συντομογραφία EGOT). Συνολικά έχει 11 από αυτά, τα περισσότερα για την ταινία του «Αυτοί οι τρελοί τρελοί παραγωγοί» (1967), με την οποία έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, και τη μεταφορά της στο Μπρόντγουεϊ το 2001. Το 2009, ο πρόεδρος Ομπάμα τού απένειμε το βραβείο Kennedy Center Honor, σε αναγνώριση της προσφοράς του στον αμερικανικό πολιτισμό. Εν τω μεταξύ, παλιότερα είχε αρνηθεί το Βραβείο Κένεντι από τον Πρόεδρο Τζορτζ Μπους σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον πόλεμο στο Ιράκ. (Κατά την απονομή ο Μπρουκς ρώτησε τον Ομπάμα αν μπορούσε να πάρει δύο βραβεία για να αναπληρώσει εκείνο που απέρριψε, αλλά ο Ομπάμα τού απάντησε: «Μόνο ένα ανά πελάτη»).
Εχει ένα αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας στο Χόλιγουντ (αν και αντί να αφήσει τα αποτυπώματα του χεριού του, χρησιμοποίησε ένα προσθετικό χέρι με έξι δάχτυλα…) και ένα βραβείο για τα διά βίου επιτεύγματα του, του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου (AFI). Στην τελετή απονομής του AFI, ο Κλιντ Ιστγουντ μίλησε για το γουέστερν ως κεντρικό στοιχείο της αμερικανικής ταυτότητας. «Και ο Μελ Μπρουκς του έκανε αυτό», είπε ψευτογρυλίζοντας για να θυμίσει τη διάσημη σκηνή με τις πορδές στην παρωδία «Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες». Ο Μπρουκς τα αφηγείται όλα αυτά και άλλα πολλά με απολαυστικό τρόπο στο «All About Me!». Οπως γράφει, «Δεν καυχιέμαι. Είναι απλά γεγονός».
Η ιστορία του Μελ Μπρουκς ξεκινά –όπως έγινε για πολλούς αμερικανούς κωμικούς της γενιάς του, συμπεριλαμβανομένου του Καρλ Ράινερ– σε μια εβραϊκή οικογένεια της εργατικής τάξης. «Οι άνθρωποι λένε: “Προερχόμενη από τα δεινά των Εβραίων, η ανάγκη για γέλιο είναι κρίσιμη για την επιβίωση της φυλής”. Αλλά δεν γίναμε κωμικοί από τη δυστυχία. Γίναμε κωμικοί επειδή υπάρχει πολύ γέλιο στα εβραϊκά νοικοκυριά. Υπάρχει πάντα κάποιος εξυπνάκιας, που κάνει αστειάκια για το πόσο χοντρή είναι η θεία Σάντι, και είναι ανάγκη να συνεχιστεί αυτή η χαρά που ήταν η κινητήρια δύναμη για να γίνουμε όλοι εμείς κωμικοί. Είχε πλάκα να είμαι ένα μικρό Εβραιόπουλο σε ένα σπίτι με τρεις μεγαλύτερους αδελφούς και τη μητέρα μου, και τη θεία μου και τη γιαγιά μου που ζούσαν εκεί δίπλα», λέει.
Το όνομά του ήταν Μέλβιν Καμίνσκι και μεγάλωσε στο Μπρούκλιν. Ο πατέρας του πέθανε από νεφρική νόσο όταν ήταν μόλις δύο ετών. Ακόμα και ενήλικος, όμως, όταν έκανε standup στο Radio City Music Hall και ο κόσμος έσκαγε στα γέλια, σκεφτόταν: «Μακάρι ο πατέρας μου να είχε ακούσει αυτό το γέλιο».
Η μητέρα του τού πρόσφερε άφθονη έμπνευση. «Με είχε βάλει να προσέχω πότε θα έμπαινε η γιαγιά μου στο διαμέρισμα. Οταν ερχόταν, ψιθύριζα: “Η γιαγιά!” Και η μητέρα μου έτρεχε στην κουζίνα και έκρυβε οτιδήποτε τράιφ [μη κοσέρ] όπως το ζαμπόν, επειδή στα αδέρφια μου άρεσαν τα σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί. Και μετά καθόταν στο τραπέζι με ένα ήρεμο χαμόγελο στο πρόσωπό της», λέει γελώντας. Και η σκηνή που περιγράφει θα μπορούσε να έχει βγει απαράλλαχτη από μια ταινία του.
«Θυμάμαι ότι ήμουν πάντα αστείος», γράφει στο βιβλίο του, και αυτό έγινε εν μέρει για να αποκρούει τους νταήδες στο σχολείο, που ήταν όλοι πολύ ψηλότεροι από εκείνον. Η κωμωδία, γράφει ο Μπρουκς, ήταν το όπλο του. Ως έφηβος, έπιασε δουλειά σαν βοηθός σερβιτόρου σε ένα θέρετρο στο Κάτσκιλς, έναν προορισμό διακοπών τόσο δημοφιλή στους Εβραίους, που ήταν γνωστός ως «η Ζώνη του Μπορστ». Γρήγορα ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου εντόπισε ότι μπορούσε να διασκεδάζει τους πελάτες γύρω από την πισίνα. Περίπου τότε μετονομάστηκε σε Μέλβιν Μπρουκς –γιατί ονειρευόταν να γίνει ντράμερ και ήταν πιο εύκολο να χωρέσει το «Μπρουκς»-φόρος τιμής στο Μπρούκμαν, το πατρικό όνομα της μητέρας του– πάνω στα ντραμς από ό,τι το Καμίνσκι.
Ωστόσο η εκκολαπτόμενη καριέρα του στα ντραμς και την κωμωδία διακόπηκε όταν ήταν 18 ετών και ακολούθησε τα τρία μεγαλύτερα αδέρφια του στον στρατό για να πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. (Από θαύμα, και τα τέσσερα αγόρια επέζησαν.) Ο Μπρουκς στάλθηκε στη Νορμανδία, όπου έψαχνε για νάρκες ξηράς και πολέμησε στη Μάχη των Αρδεννών. Να σημειωθεί ότι έχει επικριθεί από ορισμένους επειδή κορόιδευε τον Χίτλερ στις ταινίες του και τον αντιμετώπισε σαν αστείο. Αλλά πολλοί από τους επικριτές του δεν πολέμησαν εναντίον του Χίτλερ. Ποιος, λοιπόν, ήξερε καλύτερα από τον Μπρουκς ότι η κωμωδία είναι όπλο;
Μετά τον πόλεμο, ο Μπρουκς γνώρισε τον Σιντ Σίζαρ, ο οποίος είχε επίσης δουλέψει στη «Ζώνη του Μπορστ» και τώρα ήταν ένας κωμικός που χρειαζόταν συγγραφέα. Ο Μπρουκς έγραφε τα κείμενα για τις δημοφιλείς τηλεοπτικές εκπομπές βαριετέ του Σίζαρ, «Your Show of Shows» και «Caesar’s Hour», και δούλεψε δίπλα σε ένα σωρό νέους αγνώστους: τον Καρλ Ράινερ, τον Νιλ Σάιμον και αργότερα τον Γούντι Αλεν.
Πώς ήταν να συνεργάζεσαι με τον Αλεν; «Ο Γούντι ήταν πολύ νέος τότε. Εγώ ξεκίνησα περίπου στα 24, και ο Γούντι πρέπει να ήταν 19. Αλλά πολύ σοφός, πολύ έξυπνος. Είχε ένα κατεργάρικο μυαλουδάκι που σε ξάφνιαζε, και αυτό είναι το τρικ του να είσαι καλός συγγραφέας κωμωδιών. Αυτός ήταν ο Γούντι, έκανε πάντα μια αριστερή στροφή. Μετά μετακόμισα στην Καλιφόρνια, εκείνος ήταν στη Νέα Υόρκη, αλλά κάθε τόσο αλληλογραφούσαμε. Του έλεγα πόσο υπέροχη ήταν η ταινία του, μου έλεγε πόσο υπέροχη ήταν η δική μου, τέτοια πράγματα», λέει ο Μπρουκς στη συνέντευξή του στον Guardian.
Ωστόσο ο πιο κοντινός του συγγραφέας ήταν ο Ράινερ. Σχεδόν από τη στιγμή που γνωρίστηκαν, έγιναν στενοί φίλοι και στον Μπρουκς άρεσε να τον κάνει να γελάει. Ακριβώς για να διασκεδάσουν ο ένας τον άλλον, σκέφτηκαν την ατάκα στο σκετς «The 2000 Year Old Man» (1960), όπου ο Ράινερ ρωτούσε τον Μπρουκς, τον άνθρωπο που είχε ζήσει δύο χιλιετίες, για τη ζωή του και ο Μπρουκς απαντούσε:
Ράινερ: Γνώριζες τον Ιησού;
Μπρουκς: Αδύνατο παλικάρι, σωστά; Φορούσε σανδάλια; Εκανε παρέα με άλλα 12 παιδιά; Ερχονταν συνέχεια στο μαγαζί μου. Αλλά δεν αγόρασαν ποτέ τίποτα, απλώς ζητούσαν νερό.
Και από ένα αστειάκι μεταξύ τους εξελίχθηκε σε μια επιτυχημένη σειρά κωμικών άλμπουμ, που κέρδισε ένα Grammy. Είτε θυμόταν τη Σταύρωση, είτε τη Γαλλική Επανάσταση, ο 2000 ετών Γέρος μιλούσε πάντα με την ίδια προφορά, που θύμιζε πολύ την προφορά του Μπρούκλιν ανακατεμένη με Γίντις των αρχών του 20ού αιώνα. «Ηθελα να διατηρήσω αυτή τη διάλεκτο. Οταν ήμουν μικρός, ακουγόταν παντού, αλλά ξαφνικά, χάθηκε. Κανείς δεν μιλούσε πια Γίντις, αυτή την υπέροχη τρελή γλώσσα», λέει ο Μπρουκς, για τον οποίο βέβαια η πραγματική χαρά του «The 2000 Year Old Man» ήταν να περνάει χρόνο με τον Ράινερ.
«Ηταν το μεγαλύτερο κοινό μου. Αχ, μου λείπει τόσο πολύ, Χάντλεϊ. Με έπαιρνε τηλέφωνο τα βράδια και μου έλεγε: “Eλα, έλα! Πήρα ένα μεγάλο γεμιστό λάχανο για μας τους δυο!” Ακόμα και στο τέλος, ήταν πάντα ο Καρλ: αστείος, γλυκός χαρακτήρας, ζεστός, απλά ο πιο υπέροχος φίλος που θα μπορούσε να έχει ένας άνθρωπος. Ο κόσμος ξέρει πόσο καλός ήταν, αλλά όχι πόσο σπουδαίος», λέει ο Μπρουκς στη δημοσιογράφο του Guardian.
Μπορεί να δει το «Jeopardy!» χωρίς να κάθεται δίπλα του ο Ράινερ; «Για μένα έχει τελειώσει. Ολα τα πράγματα που έκανα με τον Καρλ υπάρχουν ακόμα, αλλά δεν τα απολαμβάνω αν δεν τα μοιράζομαι με τον Καρλ. Είναι τόσο απλό».
Η ζωή με την Αν Μπανκροφτ
Λίγο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ «The 2000 Year Old Man» των Μπρουκς και Ράινερ, ο Μπρουκς χώρισε από την πρώτη του σύζυγο, με την οποία είχε αποκτήσει τρία παιδιά. Μια μέρα πήγε με έναν φίλο του να δουν τις πρόβες της ηθοποιού Αν Μπάνκροφτ για μια παράσταση. Ο Μπρουκς μπήκε στο σκοτεινό θέατρο και είδε την Μπάνκροφτ στη σκηνή.
«Είμαι ο Μελ Μπρουκς! Δεν τον έχεις ακούσει ποτέ!», της φώναξε. Κι εκείνη του απάντησε «Λάθος! Εχω τον δίσκο σου “2000 Year Old Man” με τον Καρλ Ράινερ και είναι υπέροχος».
Τι ήταν εκείνο που τον έκανε να την ερωτευτεί τόσο γρήγορα; «Ηταν έξυπνη», λέει. «Δεν μπόρεσα ποτέ να την παραπλανήσω, ήξερε πάντα τι συνέβαινε. Επίσης, ήταν ευθύτατη και πανέμορφη!».
Την επόμενη εβδομάδα, φρόντισε να εμφανίζεται όπου κι αν πήγαινε η Μπάνκροφτ. «Είναι κισμέτ!», της είπε, καθώς έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο. «Οχι, με καταδιώκεις! Αν θέλεις να με δεις, γιατί δεν ζητάς απλά ένα ραντεβού;» του απάντησε. Αυτό και έκανε ο Μελ, η Αν είπε ναι, και από εκείνη τη στιγμή η Καθολική Ιταλοαμερικανίδα και το Εβραιόπουλο του Μπρούκλιν, έμειναν μαζί μέχρι τη στιγμή που τους χώρισε ο θάνατος.
Από τη στιγμή που γνώρισε την Μπάνκροφτ, η καριέρα του Μπρουκς απογειώθηκε: «Αν δεν ήταν η Ανι, θα εξακολουθούσα να είμαι συγγραφέας τηλεοπτικών κωμωδιών. Πάντα πίστευε ότι δεν υπήρχε τίποτα που δεν μπορούσα να κάνω, καμία ομοιοκαταληξία που δεν μπορούσα να φτιάξω, κανένα αστείο που δεν μπορούσα να σκαρφιστώ. Ηταν η μεγαλύτερη θαυμάστριά μου», λέει.
Το ντεμπούτο που έμεινε στην Ιστορία
Με την ενθάρρυνσή της, ο Μπρουκς έγραψε το «Αυτοί οι Τρελοί Τρελοί Παραγωγοί», την κλασική ταινία του με τον ξεπεσμένο μεσήλικα θεατρικό παραγωγό και τον δειλό λογιστή που του εξηγεί πώς ένα αποτυχημένο έργο στο Μπρόντγουεϊ θα μπορούσε να του αποφέρει περισσότερα χρήματα από ό,τι μια επιτυχία. Και ζήτησε από το στούντιο να τον αφήσουν να την σκηνοθετήσει, παρόλο που δεν το είχε ξανακάνει. Εδωσε τον ρόλο του παραγωγού Μαξ Mπιάλιστοκ στον Ζίρο Μόστελ και του λογιστή Λίο Μπλουμ στον Τζιν Γουάιλντερ. «Το στούντιο είπε: “Διώξε τον άντρα με τα σγουρά μαλλιά, δεν είναι αρκετά όμορφος και φαίνεται λίγο τρελός”, εννοώντας τον Τζιν, φυσικά. Και είπα: “Εγινε, δεν θα τον ξαναδείτε ποτέ”. Αυτή είναι μια άλλη συμβουλή για τη δημιουργία ταινιών: απλά πείτε ναι σε ό,τι πουν τα στελέχη και μετά μείνετε πιστοί στο όραμά σας. Οταν γίνει επιτυχία, θα είναι χαρούμενοι», λέει ο Μπρουκς.
Την επόμενη δεκαετία έγραψε και σκηνοθέτησε ακόμη πέντε ταινίες, όλες επιτυχίες, μεταξύ των οποίων και οι «Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Σέλες» (1974), «Φράνκεσταϊν Τζούνιορ» (επίσης 1974) και «Λίγο Πολύ Τρελούτσικος» (1977, που διακωμωδεί τις ταινίες του Χίτσκοκ, αν και το λάτρεψε ο Χίτσκοκ). Και ξαφνικά ο Μπρουκς, που δεν είχε την δυνατότητα να πληρώνει όταν έβγαιναν με τη Μπάνκροφτ για φαγητό, έγινε ένας από τους πιο επιτυχημένους σκηνοθέτες της δεκαετίας του 1970, ενώ στη συνέχεια ίδρυσε και τη Brooksfilms, τη δική του εταιρεία παραγωγής.
Η υποστήριξη, ωστόσο, έρεε και προς τις δύο κατευθύνσεις στη σχέση του Μπρουκς και της Μπάνκροφτ. Αφού παντρεύτηκαν, η Μπάνκροφτ κέρδισε ένα Tony και μετά ένα Οσκαρ για την ερμηνεία της στο «Θαύμα της Αννι Σάλιβαν» (1962), ενώ συγκέντρωσε ακόμη τέσσερις υποψηφιότητες για Οσκαρ, μεταξύ άλλων και για τον ρόλο της κυρίας Ρόμπινσον στον «Πρωτάρη» (1967).
«Ημουν πολύ τυχερός που την είχα και ήμουν πολύ τυχερός που μαζί κάναμε τον Μαξ», λέει ο Μελ Μπρουκς. Η Μπάνκροφτ ήταν 40 ετών όταν γεννήθηκε ο Μαξ, και είχε χάσει την ελπίδα ότι θα μπορούσε να κάνει παιδί. Ηταν το θαυματουργό μωρό τους, με τα χαρακτηριστικά του πατέρα του και τα χρώματα της μητέρας του μοιάζει εντυπωσιακά και στους δύο γονείς του. Αυτές τις ημέρες, ο Μπρουκς τρώει συχνά με τον 49χρονο Μαξ, τη γυναίκα του και τον γιο τους. Κατά τη διάρκεια του lockdown, μαζί με τον Μαξ έκαναν αστεία βίντεο, τα οποία ο Μαξ ανέβαζε στο Twitter, σχετικά με τη σημασία της κοινωνικής αποστασιοποίησης και της ψήφου υπέρ του Μπάιντεν, και δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Μπρουκς μπορεί κάποτε να τα έκανε αυτά με τον Ράινερ.
Τα απομνημονεύματά του αφορούν κυρίως τη δουλειά του. Η Μπάνκροφτ πέθανε από καρκίνο της μήτρας το 2005, σε ηλικία 73 ετών, αλλά ο Μπρουκς δεν το αναφέρει στο βιβλίο. «Οχι, γιατί αυτό εξακολουθεί να πονάει πάρα πολύ», λέει. Βλέπει ποτέ τις ταινίες της; «Δεν το κάνω, αλλά αν ανοίξω την τηλεόραση και τύχει να παίζει μια ταινία της, τότε θα τη δω μέχρι το τέλος και θα κλάψω. Θα δω την ενέργειά της, τη χαρά της. Ηταν απλά καταπληκτική. Δεν νομίζω ότι υπήρχε άλλη καλύτερη», λέει ήσυχα.
Λίγο πριν κλείσει η συζήτησή τους, η δημοσιογράφος του Guardian ρωτάει τον Μελ Μπρουκς γιατί δεν ήθελε να κάνουν βιντεοκλήση και προτιμούσε να μιλήσουν τηλεφωνικά: «Αχ! Γιατί δεν θέλω να ανησυχώ για δύο πράγματα, πώς φαίνομαι και πώς ακούγομαι. Θέλω απλώς να είμαι ελεύθερος να κάθομαι και να μιλάω. Και το κάναμε, έτσι δεν είναι;» Πράγματι. Αλλά επιστρέφοντας στον παθιασμένο εαυτό του συμπληρώνει: «Λοιπόν, την επόμενη φορά που θα έρθω στο όμορφο Λονδίνο, αυτή την πόλη που αγαπώ, θα πάμε για δείπνο μαζί, εντάξει; Είναι συμφωνία!».
Οι σκιές μακραίνουν στο λυκόφως, αλλά ο ήλιος δεν έχει δύσει ακόμα…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News