Παραλαμβάνοντας το βραβείο από τα χέρια του πρώην συμπαίκτη του και στενού του φίλου, Λουίς Σουάρες, ο Λιονέλ Μέσι έλαμπε περισσότερο και από τα στρας στο σακάκι του σμόκιν του. Κοντά του η απαστράπτουσα μέσα στο χρυσαφί της φόρεμα, Αντονέλα, χειροκροτούσε με ενθουσιασμό, ενώ τα τρία αγόρια τους, ντυμένα ασορτί με τον πατέρα τους, χοροπηδούσαν από χαρά. Στην εκδήλωση του France Football, χθες (29/11) βράδυ στο Παρίσι, ο αργεντινός σούπερ-σταρ βίωσε μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της μυθικής του καριέρας.
Καθώς ο χρόνος του στα γήπεδα τελειώνει, ο 34χρονος «μάγος» κατέκτησε τη «Χρυσή Μπάλα» για 7η φορά – επίδοση πρωτοφανής στα χρονικά του θεσμού και, πιθανότατα, απλησίαστη για οποιονδήποτε άλλον παίκτη στο μέλλον. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο, που έχει πέντε «ποδοσφαιρικά Οσκαρ», πλησιάζει τα 37. Ενώ ο Μισέλ Πλατινί, ο Γιόχαν Κρόιφ και ο Μάρκο φαν Μπάστεν, που έχουν από τρία, δεν μπορούν, πλέον, να μεγαλώσουν τη συλλογή τους. Επιπλέον, ο Μέσι έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής που κερδίζει αυτό το βραβείο σε τρεις διαφορετικές δεκαετίες (2009, 2010, 2011, 2012, 2015, 2019, 2021).
Οι αντιρρήσεις για την επιλογή του κορυφαίου παίκτη της χρονιάς δεν έλειψαν (σχεδόν) ποτέ, όμως το αποτέλεσμα της εφετινής ψηφοφορίας δίχασε την κοινωνία του ποδοσφαίρου, ίσως, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ο Λόταρ Ματέους τόνισε, στο Sky Germany, πως ο δεύτερος της κούρσας, Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι, αδικήθηκε κατάφωρα. Ο Ικερ Κασίγιας, σε ανάρτησή του στο Διαδίκτυο, αμφισβήτησε την αξιοπιστία του βραβείου, ενώ η Bild στην ηλεκτρονική της έκδοση έκανε λόγο για «σκάνδαλο» σε βάρος του πολωνού φορ της Μπάγερν Μονάχου. Ο μέγας Πελέ -και πολλοί, ακόμη, θρύλοι των γηπέδων- «χειροκρότησαν» την απονομή στον Μέσι: «Είναι ένας δίκαιος φόρος τιμής σε ένα μοναδικό ταλέντο».
Είναι αλήθεια ότι ο Μέσι, εφέτος, δεν ήταν στα καλύτερά του. Επίσης, ότι ο Λεβαντόφσκι «οργίασε» με την Μπάγερν Μονάχου για δεύτερη διαδοχική χρονιά. Αλλά, ακόμη κι έτσι, η πλάστιγγα γέρνει, σαφώς, υπέρ του «Pulga». Για δύο εντελώς αντικειμενικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι ο Μέσι υπερέχει του αντιπάλου του σε 15 από 16 διαφορετικές στατιστικές κατηγορίες. Μεταξύ άλλων, στις ασίστ, στα σουτ εντός στόχου, στις επιτυχημένες πάσες, στις ντρίμπλες, στη δημιουργία μεγάλων ευκαιριών… Με τα γκολ που πέτυχε, ή σέρβιρε σε συμπαίκτη του, χάρισε στην Μπαρτσελόνα 39 βαθμούς, ενώ ο «Λέβα» στην Μπάγερν, 20. Ο πολωνός «στράικερ» υπερτερεί μόνο στο σκοράρισμα.
Και ο δεύτερος, ίσως ο πιο σημαντικός, είναι ο άθλος του Μέσι με την εθνική ομάδα της Αργεντινής, που εφέτος κατέκτησε το πρώτο της Κόπα Αμέρικα μετά το 1993. Με τον ηγέτη της να αναδεικνύεται σε πρώτο σκόρερ, πρώτο στις ασίστ και MVP του τουρνουά. Το τρόπαιο αυτό θεωρείται πολύ πιο σημαντικό από τη «Σαλατιέρα» της Μπουντεσλίγκα, το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων, ή το γερμανικό Σούπερ Καπ που σήκωσε ο Λεβαντόφσκι με την Μπάγερν Μονάχου.
Ναι, η Μπαρτσελόνα απογοήτευσε εφέτος. Τερμάτισε τρίτη στο πρωτάθλημα και αποκλείστηκε νωρίς (στα προημιτελικά) του Τσάμπιονς Λιγκ. Αλλά αυτό το επιχείρημα, εκείνων που δεν ήθελαν να δουν τη «Χρυσή Μπάλα» στα χέρια του Μέσι, έχει και την ακριβώς αντίθετη ανάγνωση: ο Αργεντινός κατόρθωσε να μας χαρίσει μερικές μαγικές στιγμές, παίζοντας σε μια ομάδα που δεν τον υποστήριξε, παρά ελάχιστα. Στην πιο αποκαρδιωτική «Μπάρτσα» της σύγχρονης ιστορίας της, οι επιδόσεις του αρχηγού της ήταν εντυπωσιακές – βγήκε και πρώτος σκόρερ στη La Liga. Αν ο Μέσι δεν ήταν «μια ομάδα μόνος του», τα πράγματα θα εξελίσσονταν πολύ χειρότερα για την ομάδα του. Αυτό φάνηκε, άλλωστε, αμέσως μετά την αποχώρησή του από το «Καμπ Νου».
Ισως η μόνη αδικία που μπορεί να βρει κανείς στην επιλογή του Μέσι, είναι ότι το βραβείο αφορά το ημερολογιακό έτος (μέχρι την ώρα της ψηφοφορίας), κι όχι την περασμένη αγωνιστική περίοδο. Στο δεύτερο μισό του 2021 ο Λεβαντόφσκι εξακολούθησε να σκοράρει με ρυθμούς εξωπραγματικούς (συμπλήρωσε 73 γκολ εφέτος), ενώ ο Αργεντινός προσπαθεί, ακόμη, να βρει τα πατήματά του στη νέα του ομάδα (Παρί Σεν Ζερμέν).
Σε κάθε περίπτωση, ο Πολωνός δικαιούται να θεωρεί τον εαυτό του εξαιρετικά άτυχο. Πέρυσι, που κατέκτησε έξι τίτλους με την Μπάγερν και δεν είχε αντίπαλο στην κούρσα για τη «Χρυσή Μπάλα», η απονομή ματαιώθηκε λόγω της πανδημίας. Κι εφέτος, έχασε τη μάχη με τον Μέσι για μόλις 33 ψήφους (613-580). Οχι πως δεν το περίμενε. Πριν από λίγο καιρό ο ακομπλεξάριστος Λεβαντόφσκι είχε πει: «Επειτα απ’ όσα συνέβησαν στο Κόπα Αμέρικα, πιστεύω ότι θα είναι ακόμη πιο δύσκολο για μένα να κερδίσω τη «Χρυσή Μπάλα». Αλλά δεν με πειράζει, αν τη χάσω από τον καλύτερο παίκτη όλων των εποχών». Παρηγορήθηκε με το βραβείο του κορυφαίου σκόρερ, που θεσμοθετήθηκε εφέτος – θαρρείς επειδή οι διοργανωτές ένιωθαν τύψεις και ήθελαν να του «χρυσώσουν το χάπι».
Ο Κριστιάνο Ρονάλντο, που ήρθε 6ος στην ψηφοφορία κι έμεινε εκτός Top-5 για πρώτη φορά έπειτα από 11 ολόκληρα χρόνια, δεν αντιμετώπισε τα αποτελέσματα με την ίδια μεγαλοψυχία. Προτίμησε να μην παραστεί στην εκδήλωση.
Την πρώτη «τριάδα» συμπλήρωσε ο Ζορζίνιο. Δικαίως. Εφέτος πρωταγωνίστησε στην κατάκτηση του Euro, με την Ιταλία, και του Τσάμπιονς Λιγκ, με την Τσέλσι. Αλλά είναι μέσος. Ο Τσάβι και ο Ινιέστα θα σου πουν, πόσο δύσκολο είναι να κερδίσεις τη «Χρυσή Μπάλα», αν δεν είσαι «κυνηγός». Μόνον ο Λούκα Μόντριτς τα κατάφερε, το 2018. Τη χρονιά που σήκωσε το Τσάμπιονς Λιγκ με τη Ρεάλ Μαδρίτης, και οδήγησε τη «μικρή» Κροατία στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News