Στην πολιτική το timing είναι το παν. Και αποδείχτηκε στη διαχείριση της πανδημίας. Η Ελλάδα υπήρξε χώρα-υπόδειγμα διεθνώς χάρη στην έγκαιρη αντίδρασή της απέναντι στο κακό που ερχόταν το 2020. Αν μας τα έχουν διηγηθεί σωστά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρειάστηκε να χτυπήσει και το χέρι στο τραπέζι του υπουργικού συμβουλίου για να σταματήσει την γκρίνια κάποιων φωστήρων που έχει εκεί μέσα και του έλεγαν να μην ακυρώσει τα καρναβάλια, γιατί θα έκανε κακό στην οικονομία. Αυτή την πυγμή, το χέρι στο τραπέζι, έδειξε και με το τελευταίο διάγγελμά του: τα ψέματα τελείωσαν, ήταν το μήνυμά του.
Ο Πρωθυπουργός ήταν αποφασισμένος και ξεκάθαρος, ο λόγος του απέριττος. Δεν υπήρχαν λυρισμοί για «τελευταία μίλια», αλλά ξηγημένες κουβέντες για «κορόιδα» και «έξυπνους», δεν υπήρχαν παρακάλια και επικλήσεις στο ελληνικό φιλότιμο, αλλά σαφώς οριοθετημένα πλαίσια για το τι (δεν) θα μπορεί από τη Δευτέρα να κάνει ένας που επιμένει να μην εμβολιάζεται, δεν υπήρχαν εξειδικεύσεις και ΚΥΑ που θα περιμένουμε να εκδοθούν, αλλά η γνώση ότι από τις 13 Δεκεμβρίου, εμείς οι μιας κάποιας ηλικίας θα πρέπει να έχουμε κάνει και την αναμνηστική δόση (κάντε το αγαπητοί).
Φαίνεται ότι το πολιτικό κόστος έπαψε να αποτελεί κρίσιμη παράμετρο στη λήψη των αποφάσεων. Η χώρα προχωράει μπροστά και σε όποιον αρέσει. Δεν πά’ να είσαι και θεούσα και να σου το είπε ο πνευματικός σου να μην το κάνεις το εμβόλιο, η Πολιτεία θα σε ελέγξει έξω από τον ναό και έρχονται και γιορτές —να λοιπόν που υπήρξε και η (έμμεση) παραδοχή ότι και στις εκκλησίες υπάρχει πρόβλημα διασποράς και μετάδοσης και ότι τελικά είναι σαν τα κομμωτήρια…
Το διάγγελμα του κ. Μητσοτάκη ήταν «καθαρό», ένα δείγμα σύγχρονης ηγεσίας. Θα ήταν ακόμα καλύτερο, αν είχε γίνει και λίγο νωρίτερα. Το timing που λέγαμε. Διότι αν έχεις να εγκαλέσεις για κάτι τον Πρωθυπουργό, είναι ότι δεν ενήργησε με την αμεσότητα που ενεργούσε κάποτε. Ναι, όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος και, βεβαίως, είχε να ζυγίσει πολλά και διαφορετικά πράγματα. Αλλά εδώ τα πράγματα ήταν από καιρό ξεκάθαρα. Μοιάζει να το ήξερε και ο ίδιος.
Δεν έχει σημασία αν ο όρος «πανδημία ανεμβολίαστων» είναι δόκιμος, πολιτικά σωστός ή όχι. Αλλοι το βρίσκουν χειρουργικά ακριβές, άλλοι παραπλανητικό, αλλά το ζήτημα είναι ότι ο Πρωθυπουργός το είχε διατυπώσει ο ίδιος εδώ και έναν ολόκληρο μήνα. Είχε πλήρη αντίληψη για το μέγεθος και τη σοβαρότητα του προβλήματος. Ακόμη δηλαδή και αν ως ένα χρονικό σημείο, το καλοκαίρι, είχε πιστέψει και αυτός στο αφήγημα της επιτυχίας του σχεδίου «Ελευθερία», ήταν πια σαφές ότι οι εμβολιαστικοί στόχοι είχαν χαθεί, καθώς η χώρα μας –όπως άλλωστε και άλλες στην Ευρώπη, ακόμα και προηγμένες σαν την Αυστρία ή τη Γερμανία– είχε τρακάρει σε ένα αναπάντεχα μεγάλο τείχος αντιεμβολιαστών, το οποίο οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε ασφυξία των νοσοκομείων.
Αλλά η χώρα αφέθηκε σε μια αδράνεια. Εβλεπε τους σκληρούς δείκτες να ανεβαίνουν και τους κοιτούσε ατάραχη: τι να κάνουμε, οι Βορειοελλαδίτες δεν εμβολιάζονται. Το «μη σώσουν και εμβολιαστούν» ειπώθηκε από τον Αδωνι Γεωργιάδη γιατί ήταν πια κοινός τόπος: όλοι αυτοί ήταν «ψεκασμένοι», αμετάπειστοι, μεσαιωνικοί, χαμένες περιπτώσεις, μη σώσουν…
Ελα όμως που δεν ήταν! Ή έστω δεν ήταν όλοι. Αποδείχτηκε στην Αυστρία, αποδείχτηκε και εδώ. Από τη στιγμή που, αρχές Νοεμβρίου πια, ανακοινώθηκαν τα πρώτα αυστηρά μέτρα με την υποχρέωση του ράπιντ τεστ για τα εμπορικά και τους εξωτερικούς χώρους των καφέ και των εστιατορίων, οι εμβολιασμοί εντάθηκαν. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε χώρος και ότι οι αποφάσεις για περιορισμούς στους ανεμβολίαστους καθυστέρησαν. Να το, πάλι, το άτιμο το timing.
Τώρα η κυβέρνηση ελπίζει ότι με αυτούς τους νέους περιορισμούς θα υπάρξει ακόμα μεγαλύτερο κύμα πολιτών που θα σπεύσουν να το κάνουν το ρημάδι το «μπόλι». Και ελπίζει παράλληλα να βρισκόμαστε κοντά στην κορύφωση του τέταρτου κύματος και να κάνουμε Χριστούγεννα «καλύτερα από πέρυσι». Αλλά με μια κυβέρνηση που παίρνει πια αποφάσεις χωρίς να φοβάται το πολιτικό κόστος, δικαιούσαι και εσύ να ελπίζεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News