Επί τουλάχιστον μία δεκαετία η Αριστερά στη Γαλλία (σοσιαλδημοκράτες, κομμουνιστές, οικολόγοι) κατηγορείται ότι έχει εγκαταλείψει τις λαϊκές τάξεις, υπενθυμίζει σε κείμενό του στην Le Monde ο Τιερί Πες, διευθυντής της ανεξάρτητης φιλελεύθερης δεξαμενής σκέψης Terra Nova. Περισσότερο, ωστόσο, τον απασχολεί αυτό που δεν επιτρέπει στην Αριστερά να ανανεώσει τη βάση της, «μια διαρκής ανικανότητα να κατανοήσει τις μεταμορφώσεις και τις διαιρέσεις ενός λαϊκού κόσμου που είναι πολύ πιο ετερόκλητος σε σχέση με το παρελθόν», υποστηρίζει ο γάλλος ειδικός. Το οποίο σημαίνει πρακτικά ότι η Αριστερά εγκατέλειψε τις λαϊκές τάξεις επειδή δεν είναι πλέον σε θέση ούτε καν να τις αναγνωρίζει.
Ο Τιερί Πες αναφέρεται αρχικά στους εργάτες, «το κύριο επί πολύ καιρό συστατικό των λαϊκών τάξεων στο συλλογικό φαντασιακό».
Πλέον η εργατική τάξη δεν είναι συνώνυμο της τάξης των εργατών, οι οποίοι είναι ολοένα λιγότεροι – το 20% του εργατικού δυναμικού στη Γαλλία, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αντιστοιχούσε στο 30% και στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στο 50%.
Συγχρόνως η εργατική τάξη απομακρύνεται από τον τομέα της βιομηχανίας με τα δύο τρίτα των σημερινών ανειδίκευτων εργαζομένων να απασχολούνται σε άλλους κλάδους της οικονομίας. «Στην πραγματικότητα η ταύτιση των εργατών με τους προλετάριους των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων του παρελθόντος εδράζεται σε οφθαλμαπάτη μιας νοσταλγικής Αριστεράς», γράφει ο Πες.
Εργαζόμενοι χωρίς ταξική συνείδηση
Οι σύγχρονοι εργάτες είναι βοηθοί μαγείρων και λαντζιέρηδες, εργάζονται ως οδηγοί ή χτίστες, όχι σε μεγάλες μονάδες αλλά σε μικρές επιχειρήσεις, γεγονός που εξηγεί γιατί ολοένα λιγότεροι συνδικαλίζονται. Συγχρόνως άρχισε να κλονίζεται και η «ταξική συνείδηση» των εργαζομένων με τον γάλλο ειδικό να αναφέρει ενδεικτικά πως «στις αρχές του 2010, μόλις ένας στους τέσσερις εργαζομένους θεωρούσε πως εξακολουθούσε να ανήκει στην “εργατική τάξη”».
Πού απασχολούνται, όμως, σήμερα οι εργαζόμενοι των λαϊκών στρωμάτων; «Η χαμηλής ειδίκευσης εργασία, όπως και η ανειδίκευτη εργασία, στράφηκαν μαζικά στο εμπόριο, στην εστίαση και στη φιλοξενία». Καθώς άρχισε να μειώνεται ο πληθυσμός των εργατών, άρχισε να αυξάνεται ο πληθυσμός των υπαλλήλων, όπου κυριαρχούν (όχι μόνον στη Γαλλία) οι γυναίκες, οι οποίες, ωστόσο, είτε εργάζονται ως πωλήτριες ή οικιακές βοηθοί, είτε ως ρεσεψιονίστ, τηλεφωνήτριες, νοσηλεύτριες ή «νταντάδες», φαίνεται πως δεν απασχολούν ιδιαίτερα τους πολιτικούς, όχι μόνον της Αριστεράς αλλά και της Δεξιάς.
Αυτή η νέα «εργατική τάξη» έχει ένα πολύ συγκεκριμένο χαρακτηριστικό που τη διαφοροποιεί με τρόπο ριζικό από την εργατιά του παρελθόντος. «Η ποιότητα της υπηρεσίας που προσφέρεται είναι συνήθως αδιαχώριστη από τις προσωπικές ιδιότητες του ατόμου που την προσφέρει, όπως απέδειξαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 οι οικονομολόγοι Ντομινίκ Γκου και Ερικ Μοράν. Αυτή η εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων, που δημιούργησε έναν άνευ προηγουμένου ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων, κατέστρεψε σταδιακά τη βάση των “σχέσεων παραγωγής” πάνω στις οποίες θεμελιωνόταν η παλιά ανάγνωση της κοινωνίας».
Γεωγραφικοί διαχωρισμοί
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας η Αριστερά στη Γαλλία άρχισε να διαβάζει και να ερμηνεύει την κοινωνία γεωγραφικά. Για την ανάπτυξη αυτού του μοντέλου ανάγνωσης ο γάλλος γεωγράφος Κριστόφ Γκιλουί βασίστηκε σε δύο φαινόμενα: στην αστικοποίηση του πλούτου και της εργασίας και στην περιαστικοποίηση του πληθυσμού.
Λαμβάνοντας αυτό υπόψη προέβη στη σύνθεση ενός τριμερούς «κοινωνικοπολιτικού κτηματολογίου», σύμφωνα με το οποίο στις μητροπόλεις βρίσκονται οι πιο εύποροι και μορφωμένοι από τους πολίτες της Γαλλίας οι οποίοι δεν διάκεινται εχθρικά προς την πολυπολιτισμικότητα και τους μετανάστες ενώ στις περιφέρειες των πόλεων και στις αγροτικές/επαρχιακές περιοχές, στην αποκαλούμενη περιφερειακή Γαλλία, συγκεντρώνεται ένα ετερόκλητο σύνολο πληθυσμών (τα ¾ των λαϊκών τάξεων) που αισθάνονται ολοένα πιο εγκαταλειμμένοι. Υπάρχουν επίσης τα κέντρα των μητροπόλεων όπου κυριαρχεί η μπουρζουαζία.
Ωστόσο η παραπάνω θεωρία διαψεύσθηκε από τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών του 2017. «Ο υποτιθέμενος εκπρόσωπος της μπουρζουαζίας των κέντρων των πόλεων, έλαβε σίγουρα τις περισσότερες ψήφους του στους πυρήνες των μεγάλων αστικών περιοχών, αλλά το ίδιο συνέβη και με τη δηλωμένη εκπρόσωπο των λαϊκών περιφερειών, την Μαρίν Λεπέν: σχεδόν οι μισές από τις ψήφους της προήλθαν από τις ίδιες περιοχές», εξηγεί ο Τιερί Πες.
Γιατί, όμως αποδείχθηκε λανθασμένη η εν λόγω «γεωγραφική ανάγνωση» της γαλλικής κοινωνίας; Γιατί, όπως και η νέα εργατική τάξη, έτσι και οι εδαφικές περιοχές είναι πολύ λιγότερο ομοιογενείς από όσο νομίζει η Αριστερά: «Κατά τη δεκαετία του 2010 παρατηρήθηκε αύξηση των ανισοτήτων στις μητροπολιτικές περιοχές – η πλειονότητα των φτωχών, μεταναστών ή μη, εξακολουθούν να ζουν στις μεγάλες πόλεις – ενώ και οι περιοχές με μικρότερους πληθυσμούς είναι ιδιαίτερα ανομοιογενείς: παρότι κάποιες επλήγησαν από τη βιομηχανική παρακμή, στις περισσότερες συνυπάρχουν δυναμικές ζώνες και υποβαθμισμένες περιοχές».
Η νέα «εργατιά»
Πώς θα μπορούσε, όμως, σε αυτό το πλαίσιο η Αριστερά να ανακτήσει την πάλαι ποτέ παραδοσιακή εκλογική της βάση, δηλαδή τους ψηφοφόρους των λαϊκών στρωμάτων; Καταρχάς αναγνωρίζοντας πως η εργατική τάξη έχει μετασχηματιστεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν. «Ενώ η χαμηλής ειδίκευσης απασχόληση κρατούσε τους μισθωτούς εργαζόμενους των λαϊκών στρωμάτων σε ομοιογενή και περίκλειστα κοινωνικά περιβάλλοντα, η ανάπτυξη των υπηρεσιών τους προσέφερε πολύ ευρύτερα πεδία αλληλεπίδρασης», εξηγεί ο γάλλος ειδικός.
Η Αριστερά καλείται επίσης να αναγνωρίσει ότι οι όποιοι μετασχηματισμοί επήλθαν, συνοδεύτηκαν από μια αύξηση των ανισοτήτων εντός της ίδιας της εργατικής τάξης: «ανισότητες όσον αφορά την έκθεση στην επισφάλεια, στην υποαπασχόληση και στον κίνδυνο της φτώχειας, ανισότητες όσον αφορά τον φόρτο εργασίας, ανισότητες όσον αφορά την δυνατότητα απόκτησης ακίνητης περιουσίας. Ο λαϊκός κόσμος σήμερα είναι πολύ πιο πολύπλοκος από όσο ήταν κάποτε και η διαφοροποίηση απειλεί τις ίδιες τις κατηγορίες μέσω των οποίων προσπαθούμε να τον προσεγγίσουμε».
Πλέον ούτε το δίπολο κυρίαρχος-κυριαρχούμενος επαρκεί για την κατανόηση αυτής της πολυπλοκότητας. Τα τελευταία χρόνια τείνει να επικρατήσει ο διαχωρισμός που πρότεινε ο κοινωνιολόγος Ολιβιέ Σβαρτς, υποστηρίζοντας πως από τη μία πλευρά υπάρχουν όλοι όσοι κατάφεραν να ενσωματωθούν στις κυρίαρχες τάξεις και από την άλλη μεριά βρίσκονται οι φτωχοί και όσοι λαμβάνουν βοηθήματα. «Η κοινωνική διαφοροποίηση, οπότε, φορά το προσωπείο της οικονομικής και πολιτισμικής κυριαρχίας αλλά και του αποκλεισμού εκείνων που εξαρτώνται από κοινωνικά επιδόματα και από τους οποίους επιθυμούμε να αποστασιοποιηθούμε, κυρίως γιατί φοβόμαστε πως θα πρέπει να ενωθούμε μαζί τους λόγω ενός ατυχήματος της ζωής».
Η τελευταία επισήμανση του Τιερί Πες είναι η εξής: «Η νοσταλγία δεν αποτελεί πολιτική: δεν αρκεί να δηλώνει κανείς την προσήλωσή του στις λαϊκές τάξεις για να τις κερδίσει. Οποιος φιλοδοξεί να τις εκπροσωπεί, πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει τις διαιρέσεις και τις κατατμήσεις τους».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News