Προ ημερών, πήγα για πρώτη φορά σινεμά μετά από αιώνες. Παρατήρησα ότι είχα απoλέσει μέρος αυτής της γλυκιάς εγκατάλειψης που αισθάνομαι χρόνια τώρα μέσα στη σκοτεινή αίθουσα. Με τη μυρωδιά από το ποπκόρν και τα βελουτέ καθίσματα, τη συνενοχή μου με τα μαύρα περιγράμματα των άλλων θεατών, την πλήρη υποταγή στην οθόνη.
Αυτή τη φορά η ρουτίνα μου είχε διαταραχθεί. Το ένα μου μάτι ήταν πάνω στην Πενέλοπε Κρουθ και το άλλο στο πού κάθεται ο πλησιέστερος θεατής, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να συνηθίσω το θόλωμα των γυαλιών πάνω από τη μάσκα. Το παρηγορητικό «άφημα» υπήρχε μεν, αλλά κάπως αποσπασματικό και διακεκομμένο.
Φρούτα νέας εσοδείας
Εχουμε πλέον λίγο-πολύ συμφιλιωθεί με το ότι η πανδημία κατήργησε πολύτιμα τελετουργικά «κανονικότητας». Αυτά που κρατούσαν ανέπαφο τον αόρατο ιστό του καθημερινού μας βίου.
Αποφοιτήσεις, πάρτι γενεθλίων, οικογενειακά τραπέζια, μνημόσυνα και άλλες «συμβολικές» τελετές αρχής και τέλους εξαφανίστηκαν από τη μια μέρα στην άλλη. Ακόμα και οι πιο μικρές. Η χειραψία, π.χ., είναι πλέον κάτι που πρέπει να γίνεται μόνο σε άλλες πλευρές του Γαλαξία.
Μαζί τους έφυγαν και οι ζωτικές διεργασίες αποδοχής μιας αρχής ή ενός τέλους. Δεν θα ξεχάσω, π.χ., ποτέ στις αρχές του ’20 εκείνο τον τραγικό μεσήλικο γιo που θρηνούσε τον θάνατο του πατέρα του, ένα από τα πρώτα θύματα του κορονοϊού στην Αθήνα. Μου έλεγε ότι δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ούτε συγγενείς στην κηδεία, ούτε στεφάνια, ούτε κηδειόχαρτα, ούτε καν ένας τελευταίος ασπασμός.
Αδημονώντας για τo ρουτίνιασμα
Παρ’ όλα αυτά, γεννήθηκε μια νέα σοδειά μικρών και μεγάλων τελετουργικών. Θυμίζω τα χειροκροτήματα των υγειονομικών στα μπαλκόνια, τα λούτρινα αρκουδάκια στα παράθυρα, τη μανία να βλέπεις κάτι να μεγαλώνει φυσικά (είτε στον κήπο σου, είτε στον φούρνο σου), το εξονυχιστικό πλύσιμο των χεριών κ.ά. Τα έχουμε υιοθετήσει, θέλοντάς και μη, σαν ένα σχετικά καλόπιοτο αντίδοτο σε αυτό το καθημερινό δηλητήριο.
Σημασία έχει ότι πολύς κόσμος συναισθάνθηκε αυτά τα τελευταία δύο χρόνια τη σπουδαιότητα φαινομενικά ασήμαντων ή τετριμμένων συμβολικών συμπεριφορών. Φτάνει να δει κανείς τις χριστουγεννιάτικες μπάλες που έχουν ήδη γεμίσει, απελπισμένα σχεδόν (και απελπιστικά) την Αθήνα – φέτος ακόμη πιο νωρίς και από το 2020. «Θέλω τόσο πολύ να έρθουν τα Χριστούγεννα!» μου εξομολογείται ένα φίλος με χρόνια δυανεξία σε έλατα και κουραμπιέδες.
Ρωτώντας τριγύρω γνωστούς και ξένους, ανακαλύπτω ότι ο καθένας μας, ανεξαρτήτως ηλικίας, εφηύρε εσχάτως τις δικές του μικρορουτίνες επιβίωσης. Που αν διαταραχθούν, είναι σαν να διαταράσσεται βάναυσα το οικοσύστημά σου. Γίνεσαι δηλαδή κάτι σαν τον Γιάννη Ιωαννίδη στην άκρη του πάγκου χωρίς το καρό σακάκι του.
Παραθέτω ενδεικτικά μερικές: «Με το που σηκώνομαι, φτιάχνω το κρεβάτι μου. Αλλιώς, νομίζω ότι ζω στο χάος». «Αφού πάω τη μικρή σχολείο, πριν ξεκινήσω τη δουλειά στο σπίτι, φτιάχνω καφέ και 8 με 10 χαζεύω ταξιδιωτικά ντοκιμαντέρ». «Παίζω τάβλι στο Ιντερνετ, κάθε βράδυ 8 με 9». «Μαντάρω ρούχα». «Βλέπω Μουτσινά κάθε μεσημέρι, μετά τη δουλειά». «Μπύρα το βράδυ με κάποια σειρά και ύπνος στον καναπέ». «Ακούω μουσική τα δέκα λεπτά που γυρνάω από το φροντιστήριο». «Κάθε μεσημέρι το υπνοδωμάτιό μου είναι για δύο ώρες no man’s land. Κάποιες φορές κοιμάμαι, άλλες διαβάζω ή βλέπω σαχλαμάρες στην τηλεόραση. Δεν επιτρέπω ούτε τηλέφωνο. Είναι ενημερωμένοι όλοι, συγγενείς και φίλοι».
«Δεν είναι μόνο η διαδικασία αλλά και η προετοιμασία» μου εξηγεί 45χρονος οδοντοτεχνικός τη νεαποκτηθείσα ρουτίνα του. «Τα αγκίστρια, τα εργαλεία, ο καιρός, σε ποιο σημείο θα ψαρέψεις, θα πας για συρτή ή καθετή… Ξεκίνησα το ψάρεμα πριν από ακριβώς ενάμιση χρόνο. Πάω τα Σαββατοκύριακα αλλά και καθημερινές, 8 με 11 το βράδυ, ειδικά αν είμαι πολύ φορτισμένος. Πήγα κάποιες στιγμές και στη διάρκεια του lockdown. Δεν πείραζα κανέναν, αφού πήγαινα πάντα μακριά και μόνος. Ενιωθα σαν έφηβος που κάνει κάτι παράνομο».
Ελεγχος μέσα στο χάος
Παλιά ιστορία, όσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος, τόσο μεγαλύτερη η καταφυγή στις τελετουργίες. Το βασικό συστατικό σε όλα αυτά είναι μια αίσθηση ελέγχου, μια αυταπάτη ότι έχεις την ικανότητα να επιβληθείς στον φυσικό κόσμο. Και μία εστίαση στο τώρα, που σε απομακρύνει από το στρεσογόνο ερέθισμα (σήμερα τα ερεθίσματα εκατοντάδες ημερησίως). Διόλου τυχαίο ότι οι ρουτίνες συστήνονται από τους ειδικούς στην ψυχική υγεία για την καταπολέμηση του άγχους και της κατάθλιψης.
Καταρρέει ο πλανήτης, αλλά εσύ εκεί, θα εμβαπτισθείς τελετουργικά δις ημερησίως στην μπανιέρα σου, όπως ο Τσόρτσιλ στη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Επελαύνει το τέταρτο κύμα; Εσύ θα τη φτιάχνεις κάθε Πέμπτη τη ρεβιθάδα σου που σε χαλαρώνει.
Οπως γράφει ο Μέισον Κάρι, συγγραφέας του βιβλίου «Η τέχνη της ρουτίνας» (εκδ. Κey Books): «Στα σωστά χέρια η ρουτίνα μπορεί να γίνει ένας καλοκουρδισμένος μηχανισμός, προκειμένου να εκμεταλλεύεται κανείς διάφορους πόρους: τον χρόνο (τον πιο περιορισμένο από όλους τους πόρους) καθώς και τη δύναμη της θέλησης, την αυτοπειθαρχία, την αισιοδοξία. Μια σταθερή ρουτίνα ενθαρρύνει τη δημιουργία ενός πεπατημένου καναλιού για τη διοχέτευση της ενέργειας και βοηθά στην εξάλειψη της τυραννίας των διαθέσεων».
Μπρίκια κολλούσε δηλαδή ο Μπετόβεν που ζητούσε ο καφές του να περιέχει 50 κόκκους ανά φλιτζάνι; (Καθόταν, δε, συχνά και τους μετρούσε ο ίδιος.)
Μεταμεσονύκτιες τελετές
Προσωπικώς, τον τελευταίο καιρό έχω ενδώσει σε μια εξωτική ρουτίνα που έχει, όπως μαθαίνω, αποκτήσει και επιστημονικό όνομα. Κάπως δυσπρόφερτο είναι η αλήθεια, «revenge bedtime procrastination» (σε ελεύθερη απόδοση «η αναβλητικότητα που εκδικείται με τίμημα τον ύπνο») αλλά με απλή σημασία.
Είναι η τάση να καθυστερείς εξωφρενικά την ώρα του ύπνου σου, προκειμένου να έχεις λίγη δική σου ποιοτική ζωή, σε ώρες που κανείς και τίποτα δε είναι σε θέση σε ενοχλήσει. Υπογραμμίζω ότι πρόκειται για ρουτίνα ενδημική σε συγκεκριμένες δημογραφικές ομάδες, π.χ. γονείς.
Οπως διαβάζω στο BBC, ξεκίνησε από απαυδισμένους κινέζους εργαζόμενους. Στη διάρκεια της πανδημίας, με τα ελαστικά εργασιακά ωράρια και τον ακόμα πιο ελαστικό εργασιακό χώρο (π.χ. το τραπέζι της κουζίνας του σπιτιού σου), η θολούρα μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής έγινε ακόμα πιο αφόρητη.
Αποτέλεσμα η ανάγκη να κοιμηθείς πολύ αργά του βράδυ για να εξοικονομήσεις χρόνο για μια δική σου ρουτίνα (τηλεοπτικές σειρές, διάβασμα κ.τ.λ.), να έχει γίνει σχεδόν επιτακτική. Και ας σέρνεσαι το επόμενο πρωί.
«Οταν όλοι στο σπίτι κοιμούνται, κάνω μπάνιο με άπειρο ζεστό νερό και μετά κάθομαι στο σαλόνι και βάζω επτά διαφορετικές κρέμες προσώπου και σώματος. Το ξεκίνησα μέσα στην καραντίνα και το συνεχίζω, όχι κάθε βράδυ, αλλά συχνά» μου το επιβεβαιώνει μια 40χρονη εργαζόμενη σε ιδιωτική εταιρεία.
Με όλα αυτά, υποθέτω ότι θυμίζουμε όλο και περισσότερο τους ψαράδες στα Τροβριανά Νησιά που έβαφαν τα κανό τους με χρώματα όταν τα έριχναν στον ταραγμένο Ειρηνικό, δίπλα από λιμασμένους καρχαρίες. Ο Μπρανίσλαφ Μαλινόφσκι, ο πατέρας της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας που τους παρατήρησε εν έτει 1915, θα είχε κάνει χρυσές δουλειές με όλους μας τους δυστυχείς που ετοιμαζόμαστε τελετουργικά για το τέταρτο κύμα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News