Αν και είχε προεξοφληθεί, είναι μια ιστορική στιγμή για τη γερμανική πολιτική σκηνή. Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας ένας συνασπισμός «φανάρι» –μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων– είναι πλέον ορατός, ύστερα από την απόφαση το μεσημέρι της Δευτέρας των κομματικών οργάνων του FDP να δώσουν το πράσινο φως για τη συμμετοχή της παράταξης στις τριμερείς συνομιλίες. Αυτές αναμένεται να ξεκινήσουν τις επόμενες ημέρες.
Η απόφαση στο FDP ελήφθη πρώτα από το προεδρείο του κόμματος και κατόπιν από την Κοινοβουλευτική Ομάδα και την Εκτελεστική Επιτροπή.
Ο αρχηγός του FDP Κρίστιαν Λίντνερ είχε ήδη από το βράδυ της Κυριακής προεξοφλήσει όχι μόνο την απόφαση του κόμματός του αλλά και την επιτυχία των διαπραγματεύσεων που θα ακολουθήσουν, καθώς, όπως είπε, «η αποτυχία δεν είναι επιλογή εδώ».
Σημείωσε μάλιστα ότι η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να σχηματιστεί το συντομότερο δυνατό.
Το SPD και οι Πράσινοι είχαν ήδη από τις προηγούμενες ημέρες εγκρίνει την εισήγηση των ηγεσιών τους για συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις για συνασπισμό «φωτεινού σηματοδότη».
Σύμφωνα πάντως με την Deutsche Welle, οι διαπραγματεύσεις δεν θα είναι εύκολες. Δύο είναι τα δύσκολα σημεία. Το πρώτο είναι γενικότερης οικονομικής πολιτικής, ενώ το άλλο έχει να κάνει και με τις προσωπικές φιλοδοξίες.
Μάχη για το υπουργείο Οικονομικών
Ενώ δεν έχουν καν ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις, Πράσινοι και FDP συζητούν δημόσια για την κατανομή των υπουργείων, ιδίως για το Οικονομικών. Και τα δύο κόμματα διεκδικούν το χαρτοφυλάκιο –το οποίο τώρα κατέχει ο ηγέτης του SPD Ολαφ Σολτς– καθώς στην πράξη είναι το δεύτερο σημαντικότερο αξίωμα μετά από αυτό του καγκελάριου. Ο λόγος είναι ότι έχει το δικαίωμα να ασκεί βέτο σε δημοσιονομικά ζητήματα, αλλά και επειδή μέσω του Eurogroup ασκεί σημαντική επιρροή στη γενικότερη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τη θέση θέλουν τόσο ο Λίντνερ όσο και ο συμπρόεδρος των Προασίνων, Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Ο Λίντνερ έχει τη φήμη του «σκληρού». Την περασμένη δεκαετία υπήρξε τόσο υπέρμαχος του Grexit, όσο και ένας πολιτικός που πορεύτηκε με σύνθημα «δεν θα χρησιμοποιήσουμε τις συντάξεις των Γερμανών για να σώσουμε τις συντάξεις των Ιταλών». Ωστόσο πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι εφόσον αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών δεν θα υιοθετήσει την επιθετική και αρνητική στάση που είχαν στις αρχές της ελληνικής κρίσης χρέους, τόσο ο Γκίντο Βεστερβέλε όσο και ο Φίλιπ Ρέσλερ, ηγέτες του FDP και αντικαγκελάριοι στη δεύτερη κυβέρνηση Μέρκελ –αυτή η μη δημιουργική συμπεριφορά των Φιλελευθέρων τότε, είχε κοστίσει στο κόμμα στις εκλογές του 2013, όταν κόντεψαν να μην μπουν στην Μπούντεσταγκ.
Σε κάθε περίπτωση, η μοιρασιά των υπουργείων δεν είναι του παρόντος. Πρώτα θα πρέπει Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι να συμφωνήσουν στο κυβερνητικό πρόγραμμα. Και ένα από τα πιο επίμαχα θέματα θα είναι η χρηματοδότηση των στόχων, με τους οποίους έχουν συμφωνήσει ήδη τα τρία κόμματα στις διερευνητικές συνομιλίες.
Μόνο οι επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό της χώρας και στις υποδομές υπολογίζονται στα 50 δις ευρώ το χρόνο. Το ζητούμενο είναι τώρα η χρηματοδότηση αυτών των στόχων. Στο πόρισμα των διερευνητικών SPD και Πράσινοι δέχτηκαν το αίτημα του FDP να διατηρηθεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους» που περιορίζει το δανεισμό στον ετήσιο προϋπολογισμό του κεντρικού κράτους στο 0,35% του ΑΕΠ.
Την κριτική των Χριστιανοδημοκρατών ότι τα φιλόδοξα σχέδια των τριών κομμάτων δεν μπορούν χρηματοδοτηθούν χωρίς νέα χρέη, απέρριψαν τόσο ο υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών, Όλαφ Σολτς, όσο και η συμπρόεδρος των Πρασίνων, Αναλένα Μπέρμποκ. Σύμφωνα με τον Σολτς στη χρηματοδότηση θα συμβάλει το δημόσιο, ο ιδιωτικές τομέας αλλά και κρατικές επιχειρήσεις όπως ο Γερμανικοί Σιδηρόδρομοι (Deutsche Bahn) και η επενδυτική τράπεζα KfW.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News