Ενώ οι τρεις σεφ της εκπομπής «Gordon, Gino & Fred Go Greek» του ITV πλέουν στο Αιγαίο με μια θαλαμηγό, αναζητώντας το καλύτερο φαγητό, αμπελοφιλοσοφώντας και απολαμβάνοντας την σαμπάνια τους, ο Γκόρντον Ράμσεϊ ρίχνει το πυροτέχνημα. Οι σύντροφοί του στο ταξίδι, ακούν έκπληκτοι τον βρετανό σεφ να λέει πως θεωρεί την ελληνική κουζίνα καλύτερη από την ιταλική…
Σοκ. Ο ιταλικής καταγωγής celebrity chef Τζίνο Ντ’ Ακάμπο εξανίσταται. «Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά», του λέει και στρέφεται για συμπαράσταση («πες κάτι») στον Φρεντ Σιριέξ. Ωστόσο, ο γάλλος maitre d’hôtel, επίσης διάσημος μετά τις τηλεοπτικές εμφανίσεις του, συμφωνεί με τον Ράμσεϊ και αναφέρει πως «στην Κρήτη υπάρχει ένα χωριό, όπου οι κάτοικοι ζουν 90-100 χρόνια», χάρη στο φαγητό και το κλίμα…
«Η ιταλική διατροφή είναι από τις διασημότερες παγκοσμίως», επιμένει αμυνόμενος ο Ντ’ Ακάμπο, και λέει πως «οι Ιταλοί ζουν πολλά χρόνια»… Τελικά η σεκάνς κλείνει με την αποστομωτική απάντηση του Ράμσεϊ, που δεν σηκώνει κουβέντα: «Στην Ελλάδα ζουν περισσότερο»… (δείτε παρακάτω το απόσπασμα)
Το «δραματικό» απόσπασμα του επεισοδίου, που προβλήθηκε στο βρετανικό κανάλι στις 27 Σεπτεμβρίου, δημιούργησε την απαραίτητη τηλεοπτική ένταση, όπως και το άλλο με την κυρία Κατίνα, τη σπουδαία μαγείρισσα στην ομώνυμη ταβέρνα της στο Αμμούδι της Σαντορίνης. Στο επεισόδιο του «Gordon, Gino & Fred Go Greek» στη Σαντορίνη, αφού τους έμαθε να φτιάχνουν μουσακά (τι άλλο…) η αγέλαστη και με μεγάλη αυστηρότητα «γιαγιά Κατίνα» δοκιμάζει τη σάλσα βέρντε με κάπαρη που σκαρώνει στα γρήγορα ο Ράμσεϊ και την… απορρίπτει γιατί είναι πολύ αλμυρή.
Λύσσα θα την έκανε ο άνθρωπος, είμαστε σίγουροι, γιατί δεν ξέρει τι εστί κάπαρη τουρσί και πώς πρέπει να τη διαχειρίζεσαι, αλλά δέχεται την απόρριψη της έμπειρης σαντορινιάς μαγείρισσας με την πρέπουσα ταπεινότητα και σεβασμό. Και αποτρέπει για άλλη μια φορά τον Ντ’Ακάμπο, που προσπαθεί μάταια να φέρει τη συζήτηση στην κουζίνα της Σικελίας.(Δείτε παρακάτω το απόσπασμα με την κυρία Κατίνα στη Σαντορίνη)
Ωστόσο, παρά την αυστηρή της έκφραση στην εκπομπή, η κυρία Κατίνα, που εν τω μεταξύ έχει γίνει τηλεοπτική σταρ του ITV, ακόμα δεν μπορεί να ξεχάσει τα γέλια στα γυρίσματα με τους Εγγλέζους στο μαγαζί της. Μαγείρεψαν όλοι μαζί, γέλασαν τρελά, διασκέδασαν αφάνταστα, έμεινε έκπληκτη από το μέγεθος του τηλεοπτικού συνεργείου.
«Είχε 100 ανθρώπους μαζί του», μου είπε βιαστικά με το τηλέφωνο κρεμασμένο στο αυτί καθώς ετοίμαζε μια από τις φημισμένες στα πέρατα του κόσμου αστακομακαρονάδες της, και με το άλλο χέρι γύριζε στο τηγάνι τους υπέροχα τραγανούς ντοματοκεφτέδες της, προσέχοντας να μην καούν (Στη Σαντορίνη, έχω να σας πω, έχει ακόμα τουρισμό κι εμείς εδώ ξερογλειφόμαστε).
Από διαφημιστικής πλευράς το κόλπο του Ράμσεϊ ήταν αναμφίβολα ό,τι καλύτερο για την εκπομπή, αλλά και για τον τουρισμό μας. Κέντρισε ποικιλοτρόπως το ενδιαφέρον των τηλεθεατών, που ονειρεύονται τώρα διακοπές στην Ελλάδα, προκάλεσε τον αναμενόμενο ντόρο στα social media και στον Τύπο γενικά, κολακεύοντας εμάς (που έτσι κι αλλιώς πιστεύουμε πως ό,τι ελληνικό είναι καλό, ότι η ιταλική γαστρονομία οφείλει την ύπαρξή της στην ελληνική κ.ο.κ.), και κάνοντας τους Ιταλούς να «εξεγερθούν». Βασικά ήταν μια πολύ πετυχημένη πρόκληση, αφού μας έβαλε όλους να τη συζητάμε και εξίσου επιτυχημένη πρόσκληση για να αναζητήσει ο κόσμος το επεισόδιο.
Αλλά η ουσία; Τι είδους σύγκριση είναι αυτό το γενικόλογο «η ελληνική κουζίνα είναι καλύτερη από την ιταλική»; Ποια κουζίνα; Και με τι κριτήρια; Συγκρίνει άραγε ο Γκόρντον Ράμσεϊ την φτωχική κουζίνα των ελληνικών νησιών με την ιταλική κουτσίνα πόβερα; Στο κάτω-κάτω και οι μεν και οι δε, ό,τι βγάζει ο λαχανόκηπός τους δεν ρίχνουν στο κατσαρόλι και στο τηγάνι τους; Και στις δύο χώρες –μεσογειακές αμφότερες- η κάθε τοπική συνταγή απόσταγμα μιας μακραίωνης παραδοσιακής διαδικασίας δεν είναι; Ασε που υπάρχουν τεράστιες διαφορές από τόπο σε τόπο μέσα στην ίδια χώρα. Αλλά «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα», που έλεγε ο παππούς μου και είχε δίκιο: σε θέματα γούστου, και ειδικότερα γεύσης, δεν υπάρχουν κανόνες και πρότυπα, οπότε αν αυτό εννοεί ο κύριος Ράμσεϊ, εγώ να υποκλιθώ.
Αλλά αν τυχόν έχει επιπλέον στο μυαλό του, από τη μια την μεγαλοπρεπή, λόγια, αστική, πολύπλοκα εξελιγμένη κουζίνα της Ιταλίας, και από την άλλη, την ελληνική αστική κουζίνα, ε, λοιπόν τότε θα διαφωνήσω μαζί του, διότι είναι δύο μεγέθη μη συγκρίσιμα. Γιατί στην μεν πρώτη δόθηκε χρόνος αιώνων και χρήμα άφθονο σε μοναστήρια και αυλές ευγενών, για να φτάσει να γίνει αυτό που είναι σήμερα, έδωσε -χάρη στους μαγείρους της Αικατερίνης των Μεδίκων- και τα φώτα της στους Γάλλους για να την εξελίξουν ακόμη περισσότερο.
Αντίθετα η δική μας αστική κουζίνα έχει περισσότερες επιρροές εξ Ανατολών, και δεν εξελίχθηκε με τον ίδιο τρόπο. Οσο για τη νέα ελληνική κουζίνα (Θεέ μου και Αγιε μου Ευφρόσυνε, συγχώρα με) εδώ πατάει κι εκεί βρίσκεται πολλές φορές, καθώς ψάχνει απεγνωσμένα να βρει την ταυτότητά της. Και μη σκεφτείτε ούτε για μια στιγμή, σας παρακαλώ, ότι δεν αγαπώ την ελληνική κουζίνα, για την ακρίβεια τις κουζίνες του τόπου μας. Τις λατρεύω γιατί είναι δικές μου και με αυτές μεγάλωσα. Δεν είναι αυτό το θέμα.
Είναι αναμφίβολο, εξάλλου, ότι έχουμε εξαιρετικά προϊόντα, ίσως μάλιστα κάποια να είναι καλύτερα ακόμα και από τα ιταλικά αντίστοιχα. Είναι πιθανό, λοιπόν, –σε κάποιες περιπτώσεις- το μέσο σπιτικό φαγητό στην Ελλάδα να είναι γευστικά ανώτερο από το αντίστοιχο στην Ιταλία μόνο και μόνο γιατί στις ελληνικές λαϊκές βρίσκεις μάλλον πιο νόστιμες μελιτζάνες…
Ωστόσο δύσκολα θα φας άσχημα σε ιταλικό εστιατόριο, τρατορία ή λαϊκή οστερία στην Ιταλία ή στο εξωτερικό. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τα δικά μας τουριστικά μαγαζιά, που σε πάρα πολλές περιπτώσεις έχουν ευτελίσει την έννοια του φαγητού και της φιλοξενίας, όπως ακριβώς και τα περισσότερα ελληνικά εστιατόρια στο εξωτερικό. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια, έξω τουλάχιστον, τα πράγματα έχουν αρχίσει να πηγαίνουν προς το καλύτερο και βέβαια οι έλληνες εστιάτορες έχουν πολλά να μάθουν από το know how των ιταλών συναδέλφων τους, που έχουν ανάγει την γαστρονομία και την φιλοξενία σε υψηλή τέχνη.
Με Ιταλό δεν έχω τολμήσει να μιλήσω, αν και έχω πολλούς ιταλούς φίλους, που προτιμούν να ζουν την Ελλάδα, γιατί λατρεύουν τη χώρα μας. Ωστόσο δεν μπορούν να διανοηθούν τη ζωή τους χωρίς την πίτσα και τις απίθανες μακαρονάδες της πατρίδας τους.
Ο γάλλος παρατηρητής
Τι θα έλεγε, άραγε, ένας Γάλλος, σαν τρίτος, σαν παρατηρητής, στο ζήτημα που έθεσε ο Ράμσεϊ; Aπάντηση μάς δίνει ο Ζαν-Σαρλ Μεταγιέ ένας γάλλος σεφ της haute cuisine, -«ελληνοποιημένο» θα τον λέγαμε αφού είναι παντρεμένος με Ελληνίδα- πολύ καλός γνώστης των ελληνικών προϊόντων και της γαστρονομίας της χώρα μας, που μας μαγεύει εδώ και 20 χρόνια με τις δημιουργίες του σε διάφορα εστιατόρια, και πλέον στο δικό του «Le Pavillon» στο Χαλάνδρι όπου «συνδυάζει τις δυο πατρίδες της ζωής του, τη Γαλλία και την Ελλάδα».
Ζαν Σαρλ Μεταγιέ: «Ως Γάλλος, που ζω τόσα χρόνια στην Ελλάδα, που έζησα και ταξιδεύω σε πολλές χώρες και κάθε μέρα μαθαίνω και κάτι για τις κουζίνες του κόσμου, δεν θα κατέληγα ποτέ στο ερώτημα ποια κουζίνα είναι καλύτερη από την άλλη! Η κουζίνα είναι οι άνθρωποι, οι τόποι, η φύση, η ιστορία, ο πολιτισμός, η ίδια η ζωή σε όλες τις εκφράσεις της. Μια τόσο σύνθετη συνταγή, που μπαίνει σε ένα πιάτο και ευφραίνει την καρδιά, ενώνει. Γιατί αυτό κάνει το φαγητό. Ενώνει, μαζεύει τους ανθρώπους, τους ηρεμεί, τους διασκεδάζει, τους χορταίνει, τους εκπαιδεύει«.
»Χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Γαλλία, με τόσο βάθος, με τέτοιο πολιτισμό, τόσο ευλογημένες για τη φύση, την ιστορία τους, που όλα αυτά τα εκφράζουν μέσα από τις κουζίνες τους, δεν μπορούν να συγκριθούν για το ποια είναι “καλύτερη”. Ούτε πιο πλούσια, ούτε πιο νόστιμη. Ισως μπορούν να κριθούν για το πώς εξελίσσονται, γιατί πρέπει να εξελίσσονται. Βλέπω τις κουζίνες του κόσμου να κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και να γίνονται μια παρέα, σε μια μεγάλη γιορτή! Ομως, για να είμαι ειλικρινής, δεν θα έχανα και την ευκαιρία σε μια τέτοια παρέα να πειράξω κάποιον συνάδελφό μου…»
Εν τέλει, μάλλον, χάρη μας έκανε ο κ. Γκόρντον Ράμσεϊ. δίνοντάς μας την ευκαιρία να πιάσουμε πάλι την κουβέντα για την ελληνική γαστρονομία από την αρχή. Ισως βγει κάτι καλύτερο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News