Εδώ και χρόνια δυο φορές την εβδομάδα περνάει από το χωριό μας ένας πλανόδιος πωλητής, που στην τσάντα του κουβαλάει απίθανα πράγματα από αυτά που δύσκολα βρίσκεις συγκεντρωμένα σε ένα μαγαζί. Ψωνίζω συστηματικά, από κάλτσες για τους φίλους μου (έχει μόνο αντρικές 40-46…) μέχρι φωτάκια με μπαταρία για το ποδήλατό μου. Ο, ας τον πούμε Μεχμέτ, είναι εγγύηση. Εχει λόγο τιμής αρχέγονου πωλητή, φέρνει πράγματα καλής ποιότητας κι ας είναι κινεζιές, του παραγγέλνεις κάτι που θέλεις (πχ ρακέτα-ψησταριά για σφήκες) αν δεν το έχει, του δίνεις προκαταβολικά τα λεφτά για να το αγοράσει και ξέρεις ότι θα στο φέρει.
Είναι ψηλός, λεπτός, με σκούρο δέρμα, και σπαστά Ελληνικά, μόνιμα αγέλαστος, η έκφρασή του είναι πάντα πολύ αυστηρή. Εγώ είμαι η «μάμα», με φωνάζει από μακριά μόλις με βλέπει με την στερεοτυπική έκφραση «πάρε κάτι, ντεν έχει ντουλειά σήμερα» και μου εκθέτει φαναράκια, αναπτήρες, φακούς, ανεμιστηράκια και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Ο κόσμος εδώ τον έχει αποδεχτεί, κι αν τύχει και τον κοιτάξει κάποιος διστακτικά, θα βρεθεί κάποιος άλλος να του πει ότι ο Μεχμέτ είναι εγγύηση. Ωστόσο κάθε φορά αναρωτιέμαι πώς τον υποδέχτηκαν την πρώτη φορά. Τι θα γινόταν αν ξαφνικά εμφανιζόντουσαν πολλοί πατριώτες του ή άλλοι ξένοι Ασιάτες και Αφρικανοί, ας το ξεκαθαρίσουμε, όχι Ευρωπαίοι ή Αμερικανοί, αυτοί είναι «δικοί» μας κατά κάποιον τρόπο. Και τον θυμήθηκα πάλι διαβάζοντας το άρθρο του Τόμας Τσάτερτον Γουίλιαμς στους New York Times για την ξενοφοβία.
Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1900, γράφει στην προοδευτική νεοϋορκέζικη εφημερίδα ο Τσάτερτον Γουίλιαμς, και ενώ στο Παρίσι γινόταν η Παγκόσμια Εκθεση Εμπορίου, οι γαλλικές εφημερίδες δημοσίευσαν μια σειρά άρθρων σχετικά με μια τρομακτική απειλή, που προέκυψε ξαφνικά από την Κίνα: «la xénophobie», την ονόμασαν. Ξενοφοβία. Την ίδια στιγμή που η πρωτεύουσά τους γιόρταζε την αυγή της παγκοσμιοποίησης, οι αναγνώστες εφημερίδων στη Γαλλία πληροφορήθηκαν ότι η σύγκρουση με τους «xénophobes» θα ήταν ένα επικίνδυνο μέρος της νέας πραγματικότητας.
Δυτικοί αποικιοκράτες στην Κίνα
Το πρόβλημα είχε ξεκινήσει τον προηγούμενο χειμώνα όταν μια ομάδα εξαθλιωμένων χωρικών στην επαρχία Σαντόνγκ της Κίνας, έμπειροι στις πολεμικές τέχνες και πιστεύοντας ότι είναι άτρωτοι στις σφαίρες, φώναζε «καταστρέψτε τους ξένους» προκαλώντας μια απελπισμένη εξέγερση εναντίον των Ευρωπαίων, ιεραποστόλων και αποίκων, που καταλάμβαναν τη χώρα τους. Η Εξέγερση των Μπόξερ, υποστηρίζει ο Τζορτζ Μακάρι στο βιβλίο του για την ιστορία της ξενοφοβίας, «Of Fear and Strangers: A History of Xenophobia», που μόλις κυκλοφόρησε, σηματοδότησε μια νέα ειρωνική στροφή στην τροχιά ενός προηγουμένως σκοτεινού όρου.
«Η ξενοφοβία δεν εφαρμόζεται πλέον σε κάποια σπάνια ιατρική ασθένεια ή σε έναν ευρύ ανταγωνισμό μεταξύ των δυτικών εθνών. Χρησιμεύει, όμως, σαν μια εξήγηση του τρομερού προβλήματος, που μπορεί να συναντήσουν οι Δυτικοί υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης στην Ανατολή, όπου μπορεί να επικρατήσει ένα παράλογο, βίαιο μίσος για όλους τους ξένους», παρατηρεί ο Μακάρι στον καθηλωτικό, επίπονο και μερικές φορές παράξενα υπερβολικό διαλογισμό του σε ένα θέμα, το οποίο έχει ενοχλήσει την ανθρώπινη κοινωνία τουλάχιστον από την αυγή της επίγνωσης, όπως χαρακτηρίζει το έργο του ο Τσάτερτον Γουίλιαμς.
Η έλλειψη αυτογνωσίας και αμυντικής προβολής από την πλευρά των Ευρωπαίων σε όλη την περίοδο του αποικιακού επεκτατισμού τους είναι σημαντικές, όπως και οι προσπάθειες του Μακάρι να εντοπίσει την εξέλιξη της άπιαστης και διφορούμενης έννοιας, που μελετά ο συγγραφέας, επισημαίνει ο Τσάτερτον Γουίλιαμς στο άρθρο του στους New York Times. Η συγκεκριμένη αναφορά στην Εξέγερση των Μπόξερ δεν ήταν η πρώτη περίπτωση σύνδεσης των αρχαιοελληνικών όρων «ξένος» και «φόβος», αλλά η γαλλόφωνη πλαισίωσή της ήταν η στιγμή που η ιδέα έγινε δημοφιλής και η ξενοφοβία έγινε «μια διευκρινιστική λέξη» που δίνει όνομα σε ένα φαινόμενο όλο και περισσότερο σχετικό με πολλά αποικιακά πλαίσια.
Ο ψυχίατρος, ιστορικός, και καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική σχολή Weill Cornell, Τζορτζ Μάκαρι, υφαίνει μια συναρπαστική, αν και έντονα ενοχλητική σειρά παραδειγμάτων μίσους για τους ξένους (και εκμετάλλευσης) παράλληλα με την εσωτερική διαφωνία, που πάντα προκαλούσαν τέτοιες συναντήσεις. Πολύ πριν Βρετανοί, Γάλλοι, Ρώσοι, Γερμανοί, Αμερικανοί και Ιάπωνες καταρρακώσουν το κύρος της δυναστείας Τσινγκ (οι αυτοκράτορές της είχαν δημιουργήσει το μεγαλύτερο κράτος στην ιστορία της Κίνας) και μοιράσουν την αυτοκρατορία της, το Ισπανικό στέμμα είχε φερθεί βάναυσα στους ιθαγενείς κατοίκους της Ισπανιόλας στην Καραϊβική (το δεύτερο μεγαλύτερο νησί των Μεγάλων Αντιλλών μετά την Κούβα), δικαιολογώντας την επιθετικότητά τους με εντυπωσιακά παρόμοιες δικαιολογίες. Το ανθρωπιστικό πνεύμα, που ζωντανεύει το βιβλίο του Μάκαρι και παρατηρεί όποια δύσκολη πρόοδο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπήρξε κοιτάζοντας από τον 21ο αιώνα και προς τα πίσω, γεννήθηκε σε εκείνη τη γενοκτονική συμφορά.
Ενας ισπανός κονκισταδόρ μεταλλάσσεται σε προστάτη των Ινδιάνων
Ο θαυμασμός του Μάκαρι για τον Μπαρτολομέ ντε Λας Κάζας, γνωστό και ως «προστάτη των Ινδιάνων» -έναν άνθρωπο που ο Μπόρχες υποτίμησε περιγράφοντάς τον με μια έκφραση αξιομνημόνευτη: «αυτή η περίεργη εκδοχή του είδους “φιλάνθρωπος” »- είναι κολλητικός. Ως αγόρι στα τέλη του 1400, ο Λας Κάζας εμφανιζόταν μαζί με έναν μαύρο σκλάβο, αφότου ο πατέρας του επέστρεψε στη Σεβίλλη από μια αποστολή με τον Κολόμβο. Σε ηλικία 18 ετών, πήγε επίσης στον Αγιο Δομίνικο, όπου έγινε ιδιοκτήτης γης και σκλάβων, χωρίς δεύτερη σκέψη για το ευρύτερο σύστημα, στο οποίο ανήκε.
Βέβαια, όλοι μπορούμε να εγκλωβιστούμε στα πρότυπα και τις προκαταλήψεις της εποχής μας, ωστόσο μερικοί από εμάς είμαστε ικανοί για ριζική ανεξαρτησία. «Σε κάποια μεταγενέστερη εποχή, ίσως αφού έγινε μάρτυρας μιας σφαγής των Ινδιάνων Τάινο στην Κούβα», γράφει ο Μάκαρι, «ο Λας Κάζας θορυβήθηκε». Απελευθέρωσε τους δούλους του, επέστρεψε στην Ευρώπη και έγινε μοναχός στο τάγμα των Δομινικανών.
Και στη συνέχεια όσο απίστευτο και αν είναι, στην ακμή της Ιεράς Εξέτασης, ο πρώην κονκισταδόρ κατάφερε να δημοσιοποιήσει -χωρίς να τιμωρηθεί- καταγγελίες για εγκλήματα, που έγιναν υπό την αιγίδα του Στέμματος και στο όνομα του Χριστιανισμού.
Η συνείδηση του Λας Κάζας παρέχει ένα αντιξενοφοβικό πρότυπο, το οποίο ο Μάκαρι βρίσκει να αναπαράγεται με την πάροδο των αιώνων τόσο σε οικεία όσο και σε απροσδόκητα μέρη. Ο Βολτέρος, σοβαρός αντισημίτης και πρωτοϊσλαμόφοβος ο ίδιος, «στράφηκε στον Λας Κάζας για να βοηθήσει τους αναγνώστες του να αντιληφθούν τη φύση της μισαλλοδοξίας», γράφει. Είναι φυσικά ευκολότερο να εντοπίσουμε την ξενοφοβία σε άλλους παρά να τη βρούμε στον καθρέφτη μας. Ετσι, κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού οι αντίπαλες ευρωπαϊκές δυνάμεις κολακευόντουσαν κάνοντας κριτική στους Ισπανούς. Ο Λέων Τολστόι και ο Μαρκ Τουέιν ήταν επίσης θαρραλέες, πρώιμες φωνές ενάντια στις παραβιάσεις των δικών τους αυτοκρατορικών κοινωνιών.
Στη συνέχεια, μέσω του Τσαρλς Μάρλοου, αφηγητή στην «Καρδιά του Σκότους» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, Ερατώ και Καρακώτσογλου), ο πολωνοβρετανός συγγραφέας Τζόζεφ Κόνραντ γκρέμισε το προσωπείο της αποικιακής αθωότητας. «Ο Κόνραντ περιέγραψε αριστοτεχνικά τη μεταμόρφωση του Μάρλοου», γράφει ο Μάκαρι, σε μια σκηνή που προβλέπει την αλλαγή της κατανόησής μας για την ξενοφοβία, και την μετάβασή μας από κάτι που βάρβαροι οικοδεσπότες προκαλούν σε πολιτισμένους επισκέπτες στις δικές μας προκαταλήψεις και φόβους που προβάλλονται σε ξένους: «Αυτό που αναφέραμε ως επίθεση», σκέφτεται ο Μάρλοου, «ήταν στην πραγματικότητα μια προσπάθεια απόκρουσης. Η δράση τους απείχε πολύ από το να είναι επιθετική, δεν ήταν καν αμυντική, με τη συνήθη έννοια: Αναλήφθηκε υπό το άγχος της απελπισίας και στην ουσία ήταν καθαρά προστατευτική».
Λεοπόλδος Β’, ο σφαγέας του Κονγκό
Το έργο των αποκαλύψεων του Λας Κάζας συνέχισε ο Ρότζερ Κέιζμεντ, ένας Ιρλανδός γνωστός του Κόνραντ στην Αφρική, ο οποίος ως βρετανός πρόξενος στο Κονγκό, άρχισε να αξιολογεί ισχυρισμούς κακοποίησης, που κλόνισαν την πίστη του. Ηταν αυτό που ο Εντμουντ Μόρελ περιέγραψε στο βιβλίο του «King Leopold’s Rule in Africa» («Κυριαρχία του Βασιλιά Λεοπόλδου στην Αφρική») ως «καρναβάλι της σφαγής». Νεαρός υπάλληλος ναυτιλιακής εταιρείας στο λιμάνι της Αμβέρσας η οποία είχε το μονοπώλιο των μεταφορών από και προς το βελγικό Κονγκό, ο Μόρελ παρατήρησε το 1897 ότι τα πλοία έφταναν στην Ευρώπη γεμάτα με καουτσούκ και ελεφαντόδοντο (προϊόντα καταναγκαστικής εργασίας), και επέστρεφαν μεταφέροντας μόνο στρατιώτες, όπλα και πυρομαχικά… (Στα Ελληνικά κυκλοφορούν σχετικά από τις εκδόσεις Πόλις το βιβλίο του Ερίκ Βυϊγιάρ «Κονγκό» και από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος «Τυράννων Μονόλογοι» του Μαρκ Τουέιν)
Καθώς ο 20ος αιώνας προχωρούσε και οι μετανάστες άρχισαν να κατευθύνονται προς χώρες που είχαν κατακτήσει τις δικές τους χώρες, η ξενοφοβία, σταδιακά, άρχισε να αποκτά ένα τριπλό νόημα. Ο Μάκαρι, σημειώνει στους New York Times ο Τόμας Τσάτερτον Γουίλιαμς, κάνει διάκριση μεταξύ «φυλετικής ξενοφοβίας», η οποία συμβαίνει «όταν ένας Δυτικός μετανάστης αντιμετωπίζει μια αντανακλαστική εχθρότητα» ενός μη ευρωπαϊκού πληθυσμού που αντιδρά άσχημα στην κυριαρχία, του «ξενοφοβικού ιμπεριαλισμού», που συμβαίνει «όταν προκατειλημμένοι δυτικοί ιμπεριαλιστές εισβάλλουν σε εδάφη, που βλέπουν γεμάτα με πρωτόγονους Ανατολίτες» και τέλος «της ξενοφοβίας κατά των μεταναστών», η οποία συμβαίνει «όταν κάτοικοι Δυτικών εθνών επιτίθενται σε “ξένες” μειονότητες καθώς και σε μετανάστες, συχνά πρόσφυγες ή κατοίκους από τις αποικίες της χώρας αυτής».
Σε όλη του την ανάλυση, ο Μακάρι προτείνει ένα εντυπωσιακό εύρος βιβλίων για ανάγνωση, αναφέροντας συναρπαστικές βιογραφίες επιδραστικών προσωπικοτήτων όπως οι Ράφαελ Λέμκιν, Καρλ Σμιτ και Τεοντόρ Αντόρνο και παρεμβάλλοντας λογοτεχνικά σχόλια για τους Αλντους Χάξλεϊ, Ρίτσαρντ Ράιτ και τζέιμς Μπάλντουιν.
Συνεχίζοντας την παρουσίαση του βιβλίου του Τζορτζ Μακάρι για την ιστορία της ξενοφοβίας, ο Τόμας Τσάτερτον Γουίλιαμς παρατηρεί ότι ο συγγραφέας περνάει σε ένα «μάθημα» εισαγωγής στην Ψυχολογία με στοιχεία για τον συμπεριφορισμό, τα στερεότυπα και την προβολή. Το υλικό του είναι συναρπαστικό. Ωστόσο, ο τεράστιος αριθμός σημείων πρόσβασης σε ένα θέμα για όλα αυτά γίνεται τελικά εμπόδιο. Στο τελευταίο τρίτο του βιβλίου, καθώς η αφήγηση γίνεται ένα είδος ξενάγησης -στο στυλ του «Καφέ των Υπαρξιστών» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια)- στην μεταπολεμική ιστορία των διανοουμένων της Αριστερής Οχθης, η λέξη «ξενοφοβία» χάνει το νόημά της.
«Ο φόβος και το μίσος για τους ξένους», γράφει ο Μάκαρι μέσα από το φακό του Φουκό, «όχι μόνο εκδηλώθηκε σε πογκρόμ και φυλετικές ταραχές, αλλά επίσης κρύφτηκε σε φαινομενικά λογικά μέρη, μέσα στην καρδιά της κοινωνίας, ίσως μέσα σε όλες τις καρδιές». Ωστόσο κάθε ιδιότητα που μπορεί να κατοικήσει σε όλους μας παύει απαραίτητα να είναι παθολογία και απλώς γίνεται μια ακόμη πτυχή της ανθρώπινης φύσης.
Ποια θα μπορούσε να είναι η λύση σε ένα τόσο παγιωμένο πρόβλημα; «Η ριζοσπαστική ισότητα αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την ξενοφοβία», προτείνει τολμηρά στο τέλος ο συγγραφέας. Ενας κυνικός αναγνώστης δεν μπορεί, βέβαια, παρά να σκεφτεί ότι είμαστε ελάχιστα πιο κοντά, στο να κατανοήσουμε πώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί μια τέτοια πολιτική μετά τον Τραμπ και το Brexit και την μεταναστευτική κρίση της Ευρώπης το 2015, από ό, τι ήμασταν στην αρχή της αξιόλογης προσπάθειας του Μάκαρι. Ωστόσο, αυτό αποτελεί κριτική όχι τόσο για τον συγγραφέα, γράφει ο Τσάτερτον Γουίλιαμς, όσο για την κλίμακα της γενεαλογικής φιλοδοξίας του και για τις δικές μας πεισματικά σταθερές διαπροσωπικές αποτυχίες. Το γεγονός ότι «δεν μπορεί να προσγειώσει το αεροπλάνο» δεν κάνει τις απόψεις που μας έχει παρουσιάσει «κατά τη διάρκεια της πτήσης» λιγότερο εντυπωσιακές… Διαφωνείτε; Η τροφή για σκέψη είναι σοβαρή και ελπίζουμε να μεταφραστεί στα ελληνικά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News