Η ανακάλυψη του εξωτικού νησιού οφείλεται στον Χριστόφορο Κολόμβο o οποίος το βάφτισε με το όνομα του ισπανικού μοναστηριού Σάντα Μαρία ντε Μονσεράτ, που βρίσκεται στο όρος Μονσεράτ της Καταλονίας. Το Μονσεράτ κατοικούταν από ιθαγενείς Αραουάκους και Καραΐβους, προστέθηκαν μετά και σκλάβοι από την Αφρική, ενώ στα μέσα του 17ου αιώνα ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού προήλθε από Ιρλανδούς μετανάστες.
Βρετανικό Υπερπόντιο Εδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1632, το Μονσεράτ σχεδόν ισοπεδώθηκε το 1989 από έναν τρομερό τυφώνα και έξι αργότερα, είδε την πρωτεύουσά του Πλίμουθ να καταστρέφεται και να εγκαταλείπεται από την έκρηξη του ηφαιστείου Σουφριέρ Χιλς. Για αιώνες το Πλίμουθ εξυπηρετούσε τις μετακινήσεις ναυτικών καθώς εκεί βρισκόταν το μοναδικό λιμάνι του νησιού.
Παρά το γεγονός ότι η πρόσβαση σχεδόν στο μισό νησί απαγορεύεται γιατί από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η περιοχή είναι θαμμένη κάτω βράχους και τέφρα, οι όμορφες παραλίες , οι λόφοι, τα δάση, τα ποτάμια και οι καταρράκτες του, καθιστούν το Μονσεράτ αγαπημένο τουριστικό προορισμό.
Κάθε μεσημέρι, ένας μελωδικός ήχος αντηχεί παντού. Για σχεδόν δύο μήνες, η Κρίσταλ Μπάικορ, αμερικανίδα τουρίστρια από τη Βόρεια Καρολίνα, υπέθετε ότι ήταν ένα ρολόι που σήμαινε την ώρα: «Πίστευα ότι ήταν απλώς ένα αξιολάτρευτο χαρακτηριστικό του μικρού νησιού», δήλωσε στους New York Times, η κ. Μπάικορ πρώην οικονομική αναλύτρια η οποία γράφει τώρα ένα παιδικό βιβλίο.
Τον Ιούνιο, ο σύζυγός της, σύμβουλος διαχείρισης, έμαθε ότι ο ευχάριστος ήχος ήταν, στην πραγματικότητα, μια καθημερινή δοκιμή του συστήματος προειδοποίησης του ηφαιστείου. Το Σουφριέρ Χιλς εξακολουθεί να είναι ενεργό, εκλύοντας ένα σύννεφο καυτών αερίων, το οποίο αιωρείται πάνω από τον κρατήρα του.
Αν ήταν μια κοινή τουρίστρια, η κυρία Μπάικορ δεν θα μάθαινε ποτέ τι είαι αυτός ο ήχος. Πριν από την πανδημία, οι περισσότεροι επισκέπτες περνούσαν από το Μονσεράτ μόνο για μια μέρα, αγκυροβολούσαν τα ιστιοπλοϊκά τους στο λιμάνι ή έφταναν με το φέρι και έβγαιναν από το πλοίο για πεζοπορία πριν επιστρέψουν για διανυκτέρευση στην κοντινή Αντίγκουα, γράφει στους New York Times η Χέδερ Μέρφι.
Τώρα πια, όμως, για να μπορέσει ένας τουρίστας να πατήσει το πόδι του στις παραλίες με την μαύρη άμμο του ηφαιστειογενούς νησιού, πρέπει να περάσει από αυστηρό έλεγχο και να αποδείξει ότι βγάζει τουλάχιστον 70.000 δολάρια το χρόνο. Μέχρι πρόσφατα, έπρεπε επίσης να δεσμευτεί ότι θα παραμείνει για τουλάχιστον δύο μήνες στο νησί. Σε αντάλλαγμα, οι επισκέπτες αποκτούν σχεδόν αποκλειστική πρόσβαση όχι μόνο σε παραλίες, αλλά και σε μια εναλλακτική πραγματικότητα, ενός τόπου περίπου στο μέγεθος του Μανχάταν, όπου ο κορονοϊός δεν φαίνεται να υπάρχει.
Η βρετανική επικράτεια εντόπισε τα πρώτα της κρούσματα κορονοϊού τον Μάρτιο του 2020, και αμέσως έκλεισε τα σύνορά της στους τουρίστες. Τον Απρίλιο του 2021, επαναλειτούργησε πολύ προσεκτικά με πρόγραμμα εξ αποστάσεως εργασίας, απαιτώντας από εμβολιασμένους και μη εμβολιασμένους επισκέπτες να μπαίνουν σε καραντίνα για δύο εβδομάδες, και στη συνέχεια να κάνουν ένα τεστ για τον κορονοϊό πριν αρχίσουν τις εξορμήσεις τους στο νησί. Μέχρι στιγμής στο πρόγραμμα έχουν συμμετάσχει 21 ταξιδιώτες από επτά οικογένειες.
Το Μονσεράτ δεν είναι το μοναδικό μέρος που έχει επινοήσει δημιουργικούς τρόπους για να προσελκύσει επισκέπτες κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Χώρες σε όλο τον κόσμο σχεδίασαν και επανασχεδίασαν μια τεράστια ποικιλία προγραμμάτων στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την εισροή χρημάτων χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του τοπικού πληθυσμού. Η Μάλτα, για παράδειγμα, απαγορεύει την είσοδο σε μη εμβολιασμένους τουρίστες από περισσότερες από 30 χώρες, αλλά παρέχει κουπόνια ξενοδοχείων σε επισκέπτες που θεωρούνται ασφαλείς. Από τις 19 Σεπτεμβρίου, το Ισραήλ άρχισε να επιτρέπει την είσοδο τουριστών, αλλά μόνο εφόσον είναι εμβολιασμένοι και ταξιδεύουν σε ομάδες άνω των πέντε ατόμων, αναφέρει ενδεικτικά η Χέδερ Μέρφι.
Πολλά νησιά της Καραϊβικής προσπάθησαν να προσελκύσουν εργαζόμενους από απόσταση με «βίζες για ψηφιακούς νομάδες», που επιτρέπουν σε έναν επισκέπτη να μείνει ένα χρόνο ή και περισσότερο. Αλλά το πρόγραμμα του Μονσεράτ ξεχωρίζει. Το νησί επέλεξε να ανατρέψει τον τυπικό όρο μιας βίζας -το μέγιστο χρονικό διάστημα που μπορεί να μείνει κάποιος-, απαιτώντας ένα ελάχιστο διάστημα παραμονής. Είναι επίσης ασυνήθιστο γιατί σε αντίθεση με άλλα νησιά που τονίζουν ότι θέλουν να διευκολύνουν την είσοδο σε εργαζόμενους online, το Μονσεράτ θέτει δύσκολους όρους σε όσους θέλουν να ενταχθούν στη «φυσαλίδα» των περίπου 5.000 κατοίκων του, όπου είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι φορούν μάσκες ή κλειδώνουν τις πόρτες τους.
«Είναι πολύ επιλεκτικοί σε ποιους επιτρέπουν να μπουν», δήλωσε στους New York Times ο Ντέιβιντ Κορτ, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αμερστ της Μασαχουσέτης, ο οποίος έμεινε τρεις μήνες στο Μονσεράτ, με τη σύζυγό του, αναλύτρια ταξιδιωτικών κινδύνων, και την κόρη τους, εργαζόμενοι από απόσταση.
Ωφέλησε άραγε το πρόγραμμα το νησί; Η απάντηση εξαρτάται από το ποιον ρωτάς γράφει η Χέδερ Μέρφι. Ολοι συμφωνούν ότι το στοίχημα είναι μεγάλο. Ο κύριος μοχλός της οικονομίας, εξάλλου, είναι η εξαγωγή ηφαιστειακής άμμου και όχι ο τουρισμός. Ωστόσο, η Ρόουζ Γουίλοκ, μια δημοσιογράφος που έχασε το σπίτι της από το ηφαίστειο, σημείωσε: «Είναι πάντα μια πρόκληση όταν δεν βλέπουμε να έρχεται αρκετός κόσμος στο νησί μας». Σύμφωνα με τις αρχές, πριν από την πανδημία, οι τοπικές επιχειρήσεις υπολόγιζαν σε 18.000 – 21.000 τουρίστες ετησίως.
Ωστόσο, ο ιός είναι πιο πιεστικός. Σύμφωνα με το Υπουργείο Υγείας τους τελευταίους 18 μήνες και μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου, υπήρξαν 33 κρούσματα και ένας θάνατος. Δεδομένου ότι μόνο το περίπου 23% του πληθυσμού έχει εμβολιαστεί πλήρως, είναι από όλους κατανοητό ότι εάν ο ιός εκτοξευθεί στο Μονσεράτ, το σύστημα Υγείας δεν θα αντέξει και το νησί θα πάει πολλά χρόνια πίσω. Η έκρηξη του ηφαιστείου έδιωξε τα δύο τρίτα του πληθυσμού και έκτοτε έχει μεν ανακάμψει αλλά αργά.
Παραλίες χωρίς τουρίστες
Η οικογένεια της κυρίας Μπάικορ ήταν η πρώτη που συμμετείχε στο τουριστικό πείραμα. Πέντε μήνες αργότερα, είναι ακόμα εκεί. Η αμερικανίδα οικονομολόγος και συγγραφέας θυμάται ότι στην αρχή της πανδημίας, αναρωτιόταν «αν υπάρχουν μέρη στον κόσμο που δεν αντιμετωπίζουν καμία από αυτές τις τρέλες». Και πιστεύει ότι στο Μονσεράτ, έχει βρει ένα τέτοιο μέρος. Ολο αυτό το διάστημα μπορούσε να παίρνει ανάσες «πολυτελείας» χωρίς μάσκες σε εκθέσεις τέχνης και να αφήνει τα δύο παιδιά της στην ημερήσια φροντίδα χωρίς να φοβάται τον κορονοϊό. «Δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να σε σκοτώσει εδώ εκτός από το ηφαίστειο», λέει.
Τις πρώτες δύο εβδομάδες, οι επισκέπτες έμειναν κλεισμένοι στις ενοικιαζόμενες βίλες τους, χωρίς να έχουν πρόσβαση σε ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα μέχρι να ολοκληρωθεί η καραντίνα. «Σε ελέγχουν», δήλωσε ο Πάτρικ Μπένετ, που έμεινε στο νησί με την οικογένειά του τον Μάιο και τον Ιούνιο. «Κάθε τόσο ακούς ένα αυτοκίνητο να περνάει αργά», πρόσθεσε.
Είπε ακόμη ότι δεν ένιωσαν εγκλωβισμένοι, δεδομένου ότι αυτός, η σύζυγός του και τα παιδιά τους, 7 και 10 ετών, έρχονταν από ένα διαμέρισμα 110 τμ στη Νέα Υόρκη. Και ξαφνικά, είχαν στη διάθεσή τους μια τεράστια βεράντα.
Ο κ. Μπένετ διαχειρίζεται την ταξιδιωτική ιστοσελίδα Uncommon Caribbean, που προτείνει μη πολυσύχναστες τοποθεσίες της Καραϊβικής. Ακόμα και για εκείνον, όμως, η εμπειρία ενός νησιού χωρίς τουρίστες ήταν κάτι ασυνήθιστο. Αυτό που βρήκε ακόμη πιο ενδιαφέρον ήταν η δέσμευση των ντόπιων στο νησί. Ηταν εκείνοι που είχαν μείνει μετά την έκρηξη του ηφαιστίου που έδιωξε χιλιάδες. Πρόσθεσε ακόμη ότι το δίμηνο ως ελάχιστο διάστημα παραμονής δεν ήταν υπερβολικό. Μόλις τον δεύτερο μήνα «αρχίζεις να μπαίνεις στην ροή των πραγμάτων», είπε.
Ο καθηγητής Ντέιβιντ Κορτ, που έμεινε τρεις μήνες, συμφωνεί ότι η ελάχιστη παραμονή ήταν μέρος της γοητείας: «Αυτή η πανδημία δίνει στους ανθρώπους την ευκαιρία να γνωρίσουν τους ανθρώπους και τους τόπους πιο στενά», δήλωσε. Το να είσαι ο μόνος πελάτης στα εστιατόρια είχε επίσης οφέλη. Οπως είπε, «Μιλάς με τους ιδιοκτήτες και να σου λένε τις ιστορίες τους».
Υπάρχουν όμως χειρότερα πράγματα από τη χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας.
Πώς το βλέπουν οι κάτοικοι
«Δεν θα έλεγα ότι ήταν τεράστια επιτυχία», δήλωσε στους New York Times η Κλόβερ Λι, διευθύντρια ενός μικρού ξενοδοχείου, του» Gingerbread Hill». Παραδέχτηκε, ωστόσο, ότι ήταν επηρεασμένη από το γεγονός ότι δεν έχει φιλοξενήσει κανέναν εργαζόμενο από απόσταση.
Ο Αντριου Μάϊερς, ιδιοκτήτης καταστήματος σκαφών, αναρωτήθηκε γιατί προσκλήθηκαν μόνο άτομα με ετήσιο εισόδημα τουλάχιστον 70.000 δολαρίων. (Το ποσόν απαιτείται από τον κύριο αιτούντα, ενώ τα μέλη της οικογένειάς του μπορούν να βγάζουν λιγότερα.)
Πιστεύει ότι μειώνοντας το ποσόν το νησί θα είχε, ίσως, προσελκύσει περισσότερους επισκέπτες. Ωστόσο, σημείωσε ότι «λειτούργησε καλά» με την έννοια ότι «το Μονσεράτ παρέμεινε ασφαλές».
Το πόσο ασφαλές έμεινε, βέβαια, είναι ασαφές. Την τελευταία εβδομάδα παρουσιάστηκαν πέντε κρούσματα κορονοϊού στο νησί, αλλά όλοι ήταν σε καραντίνα, σύμφωνα με την εκπρόσωπο του Γραφείου του Τομέα Τουρισμού. Πέρα από τους 21 τουρίστες, τεχνίτες εργαζόμενοι και μόνιμοι κάτοικοι του Μονσεράτ έχουν επίσης έρθει και φύγει κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το Υπουργείο Υγείας αρνήθηκε να πει εάν κάποιοι εργαζόμενοι εξ αποστάσεως βρέθηκαν θετικοί.
Οι κάτοικοι φάνηκαν ευχαριστημένοι που είδαν νέα πρόσωπα, ανέφεραν οι τουρίστες. Αλλά ο δρ Κορτ συνάντησε επίσης Μονσερατιανούς που θρηνούσαν γιατί δεν μπορούσαν να τους επισκεφθούν μέλη της οικογένειάς τους από κοντινά νησιά, επειδή είχαν σταματήσει τα δρομολόγια των πορθμείων.
Ωστόσο, οι παράμετροι αυτού του πειράματος θα αλλάξουν σύντομα, αναφέρει η Χέδερ Μέρφι στους New York Times. Από την 1η Οκτωβρίου, όλοι οι τουρίστες -εφόσον είναι εμβολιασμένοι- θα είναι ευπρόσδεκτοι στο νησί. Το πρόγραμμα των εργαζομένων από απόσταση θα συνεχιστεί χωρίς την απαίτηση εμβολιασμού. Και παρόλο που δεν έχει ανακοινωθεί επίσημα από τις αρχές, δεν απαιτείται, πλέον ελάχιστη παραμονή δύο μηνών. Καλό, κακό; Θα δείξει…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News