Την άποψη ότι τα επόμενα χρόνια «οι γυναίκες θα κυριαρχήσουν και θα επαναπροσδιορίσουν μεγάλο μέρος της αγοράς εργασίας» εκφράζει σε άρθρο της στους Financial Times η συντάκτρια οικονομικών θεμάτων Ράνα Φόρουχαρ. Την εκτίμησή της αυτή τη στηρίζει και στις τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες ήδη έχουν αλλάξει για κάποιους εργαζομένους τις παραδοσιακές νόρμες της εργασίας και μελλοντικώς «θα τις αλλάξουν για όλους».
Η αρθρογράφος δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και τον όρο «θηλυκοποίηση της εργασίας» (feminisation of work), που ασφαλώς ξενίζει. Τη «θηλυκοποίηση» αυτή τη συνδέει με τις «μεγάλης κλίμακας τεχνολογικές μετατοπίσεις», με την Τεχνητή Νοημοσύνη κ.λπ. Και με τον «εξανθρωπισμό» της εργασίας, επίσης.
Για να προλάβει την απορία του αναγνώστη της, η Φόρουχαρ έσπευσε να θυμίσει ότι το εργασιακό αύριο το οποίο παρουσιάζει δημιουργεί ισχυρή αντίθεση με το παρόν, με όσα συνέβησαν και συμβαίνουν επί πανδημίας. Ετσι ομολογεί ότι στην υγειονομική κρίση «οι γυναίκες που εγκατέλειψαν το εργατικό δυναμικό είναι περισσότερες από τους άνδρες», καθώς ανέλαβαν την κατ’ οίκον διαχείριση των οικογενειακών προβλημάτων που ανέκυψαν (εκπαίδευση παιδιών κ.ά.). Αλλά αυτή η κατάσταση θα φύγει μαζί με τον κορονοϊό. Η επιστροφή στην οικονομική ομαλότητα θα οδηγήσει αναγκαστικά στην επάνοδο των γυναικών στην εργασία, αφού «στις ΗΠΑ είναι σχεδόν αδύνατον να ζήσει μία οικογένεια με μέσο εισόδημα 67.521 δολαρίων αν η γυναίκα δεν εργάζεται».
Forget the ‘she-cession’ — women will redefine the labour market https://t.co/tq3sPh3BUI | opinion
— Financial Times (@FT) September 19, 2021
Τη μελλοντική απορρόφηση των γυναικών στην εργασία εγγυάται, κατά την αρθρογράφο, και το σημερινό υψηλό ποσοστό (59,5%) των φοιτητριών κολεγίου. Δηλαδή, οι άνδρες που εκπαιδεύονται να στελεχώσουν επιχειρήσεις είναι λιγότεροι από τις γυναίκες. Η τάση αυτή προϋπήρχε του κορονοϊού, λέει η Φόρουχαρ, αλλά με την πανδημία παγιώθηκε και επεκτάθηκε – «μάλλον επειδή κάποιοι άνδρες εγκατέλειψαν τις σπουδές τους για να συντηρήσουν οικογένειες». Και όσες γυναίκες δεν έχουν πτυχία, μόλις τα σχολεία λειτουργήσουν κανονικά, θα επανέλθουν στις δουλειές τους, γράφει.
Τις ελπίδες της αρθρογράφου για τη «θηλυκοποίηση» της εργασίας τις καλλιεργεί και το εξής στατιστικό στοιχείο: την επόμενη δεκαετία πολλές από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες κατηγορίες θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ θα αφορούν τη λεγόμενη «οικονομία της φροντίδας», δηλαδή τις θέσεις εργασίας που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού (ειδικότητες υπαλλήλων γηροκομείου), με την καλύτερη εκπαίδευση των παιδιών (δασκάλες και νηπιαγωγοί), κ.ά.
Η Φόρουχαρ έχει σύμμαχο στις προβλέψεις της την πολιτική, αφού η αύξηση των θέσεων εργασίας και των αμοιβών στον τομέα «οικονομία φροντίδας» αποτελεί «μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες του προέδρου Μπάιντεν». Η αρθρογράφος πιστεύει ότι η αύξηση του αριθμού των γυναικών στο εργατικό δυναμικό συντελεί και στην αλλαγή συνολικά της οικονομίας. Παραδείγματά της: «Καθώς ο αριθμός των γυναικών ιατρών πολλαπλασιάστηκε, οι ευκαιρίες για ευέλικτη εργασία στον τομέα αυξήθηκαν για όλους. Η αύξηση του αριθμού των γυναικών κτηνιάτρων άλλαξε ολόκληρη τη δομή του κλάδου».
Τέλος, ο «εξανθρωπισμός» της εργασίας, κατά τη Φόρουχαρ, έρχεται με το ευέλικτο πρόγραμμα των μεγάλων εταιρειών. Τα επαγγελματικά ταξίδια μεγάλων αποστάσεων, λόγου χάρη, κόβονται, έτσι μένει περισσότερος χρόνος για το σπίτι, ιδιαιτέρως για τους εργαζομένους γονείς. «Η ποικιλομορφία», γράφει, «έχει γίνει στόχος των επιχειρήσεων. Οι εταιρείες πρέπει να προσλάβουν περισσότερες γυναίκες, δεδομένου ότι τα στοιχεία δείχνουν πως η απόδοση των μετοχών τους μπορεί να είναι έως και 50 % υψηλότερη όταν υπάρχει μεγαλύτερος αριθμός γυναικών ηγετών».
Το κείμενο της αρθρογράφου κλείνει με τη βεβαιότητα ότι «στον ολοένα και πιο ψηφιακό κόσμο μας, οι επιχειρήσεις που ευδοκιμούν θα προσλαμβάνουν και θα εντάσσουν στο δυναμικό τους τους πιο μορφωμένους και συμπονετικούς εργαζομένους». Ποιοι είναι αυτοί; «Υποψιάζομαι ότι οι περισσότεροι από αυτούς θα είναι γυναίκες».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News