Το «ριμπάουντ» της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία ξεπερνά τις αρχικές προβλέψεις, προκαλώντας ένα ντόμινο θετικών επιδράσεων σε βασικά οικονομικά μεγέθη. Μετά την αναθεώρηση των αρχικών εκτιμήσεων για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 5,9% την οποία ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης ( ΔΕΘ), τη σκυτάλη αναμένεται να πάρει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας.
Σύμφωνα με πληροφορίες η Κεντρική Τράπεζα σκοπεύει να προχωρήσει σε ακόμη μεγαλύτερη αναθεώρηση των προβλέψεων της, τοποθετώντας τον πήχη της ανάπτυξης για το 2021 στα επίπεδα του 7% από 4,2% που ήταν η έως τώρα εκτίμησή της.
Πίσω από την εντυπωσιακή αυτή αναθεώρηση βρίσκονται, σε μεγάλο βαθμό, τα στοιχεία για την πορεία του τουρισμού. Δεν είναι μόνο ότι τα έσοδα από τις τουριστικές αφίξεις φέτος ξεπέρασαν το στόχο του 45% των αντίστοιχων εσόδων του 2019 ( φθάνοντας γύρω στο 60%). Αυτό που, με ικανοποίηση διαπιστώνουν οι αρμόδιες υπηρεσίες της ΤτΕ, είναι και παράλληλη αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης ανά τουρίστα, γεγονός που, εκτός των άλλων, δημιουργεί αισιοδοξία ότι η Ελλάδα μπορεί σταδιακά να μετατραπεί σε μία χώρα ποιοτικού τουρισμού, που είναι και το βασικό ζητούμενο
Το μεγάλο άλμα στον ρυθμό ανάπτυξης – στο βαθμό που επιβεβαιωθεί και δεν ανακοπεί από απρόβλεπτες εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας- λειτουργεί σαν επιταχυντής βελτίωσης και άλλων κρίσιμων οικονομικών μεγεθών, όπως το Δημόσιο Χρέος της χώρας. Ετσι σύμφωνα με τις νεότερες προβλέψεις το Δημόσιο Χρέος, ενώ είχε εκτοξευτεί πάνω από το 200% το 2020, λόγω της μεγάλης ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία, φέτος εκτιμάται ότι θα περιοριστεί στο 199,9% του ΑΕΠ για να μειωθεί ακόμη περισσότερο το 2022 στο 187% του ΑΕΠ.
Τα δεδομένα αυτά ενισχύουν το θετικό κλίμα που υπάρχει στις ξένες αγορές για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποτυπώνεται στα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων δανεισμού του Δημοσίου. Απόρροια, της εικόνας αυτής είναι είναι οι συνεχείς αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από ξένους, αναγνωρισμένους, από την ΕΚΤ οίκους αξιολόγησης. Της αναβάθμισης του οίκου “DBRS Morningstar” την περασμένη Παρασκευή, είχε προηγηθεί η αναβάθμιση από τον οίκο Scope Ratings, μία εβδομάδα νωρίτερα. Μια αναβάθμιση που για πρώτη φορά κατέταξε τη χώρα ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική διαβάθμιση. Άλλωστε χθες και η Moody’s προχώρησε σε αναβάθμιση των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών δίνοντας ψήφο εμπιστοσύνης σ’ αυτές και στην εγχώρια οικονομία.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Οτι έρχεται πιο κοντά η επενδυτική βαθμίδα για την χώρα μας. Μετά από την περιπέτεια της χρεοκοπίας το 2010, όπου τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου χαρακτηρίστηκαν «σκουπίδια», πλησιάζει η ώρα που θα ανέβουν στην Α’ Εθνική των επιλογών των διεθνών επενδυτών. Με ό,τι θετικό συνεπάγεται αυτό για τη διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων δανεισμού του Δημοσίου από τις ξένες αγορές.
Νεότερες εκτιμήσεις της κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδος δεν αποκλείουν η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας να επιτευχθεί εντός του 2022 και, πάντως, νωρίτερα από το πρώτο εξάμηνο του 2023 που ήταν ο αρχικός στόχος.
Οι εξελίξεις αυτές γεμίζουν με ισχυρά όπλα τη φαρέτρα του Γιάννη Στουρνάρα, όταν τον Δεκέμβριο θα πρέπει να συζητήσει και να πείσει τους συναδέλφους του στην ΕΚΤ για την διατήρηση, με κάθε τρόπο, της στήριξης των ελληνικών ομολόγων που γίνεται σήμερα μέσω του έκτακτου προγράμματος της πανδημίας ( PEPP). Το πρόγραμμα αυτό, βάσει του αρχικού χρονοδιαγράμματος λήγει τον Μάρτιο του 2023. Όλα δείχνουν, πάντως, ότι θα εξασφαλιστεί η κάλυψη της Ελλάδας με τη συνέχιση των αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ και για το διάστημα που θα απαιτηθεί μέχρι την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και την ένταξή της τακτικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ΑΡΡ (Asset Purchase Program)».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News