Ο Αλεξάντερ Οζανγκ είναι ένας βερολινέζος δημοσιογράφος και συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1962 στο Ανατολικό Βερολίνο ενώ το 1990, την περίοδο αμέσως μετά την επανένωση της Γερμανίας, ανέλαβε το εξαιρετικά δύσκολο έργο να παρουσιάζει στους Δυτικογερμανούς μέσω (των πολυβραβευμένων στη συνέχεια) ρεπορτάζ του το παρελθόν και το παρόν της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Λόγω της τεράστιας εμπειρίας που απέκτησε, το 2000 τον επέλεξε το Spiegel για να συνθέσει ένα πορτρέτο της ανερχόμενης Ανγκελα Μέρκελ, ηγέτιδας της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU), εκείνη την περίοδο, η οποία επίσης μεγάλωσε στην πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία. «Κατάφερε να εκμαιεύσει από τον πατέρα μου περισσότερα από όσα έχω μπορέσει να του εκμαιεύσω εγώ», είχε αναφέρει η Ανγκελα Μέρκελ μετά τη δημοσίευση του πορτρέτου της με τον τίτλο «Das eiserne Mädchen», Το Σιδηρούν Κορίτσι. «Μόνον αργότερα αντιλήφθηκα ότι κατά πάσα πιθανότητα επρόκειτο για ένα δηλητηριασμένο κομπλιμέντο», υποστηρίζει, σήμερα, ο Αλεξάντερ Οζανγκ, έπειτα από μία εικοσαετία, σε άρθρο του επίσης στο Spiegel στο οποίο εξηγεί γιατί δεν συνθέτει, πλέον, πορτρέτα της απερχόμενης καγκελαρίου.
Σύμφωνα με την άποψή του κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών η Μέρκελ έκανε ό,τι μπορούσε για να καταστεί «απρόσιτη»: όχι μόνο απέφευγε ολοένα περισσότερο να δίνει απευθείας συνεντεύξεις αλλά απομάκρυνε από τον περίγυρό της όποιον παρείχε πληροφορίες για το άτομο της και επιδίωκε να περιβάλλεται από πρόσωπα που συμμερίζονται τη μανία της με την εχεμύθεια και την απέχθειά της για την επιδειξιμανία. Το γεγονός αυτό καθαυτό είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια αλλά ο Αλεξάντερ Οζανγκ το εκθέτει και το ερμηνεύει παραθέτοντας μια σειρά από άγνωστα ανέκδοτα και ιδιότυπες εξηγήσεις.
Το 2000 η Ανγκελα Μέρκελ «μου έδωσε μία συνέντευξη διάρκειας μίας ώρας στο Βερολίνο, κατά τη διάρκεια της οποίας άφησε εμένα να μιλάω. Με ρώτησε πως ήταν στη Νέα Υόρκη (όπου ο Οζανγκ εργαζόταν ως ανταποκριτής του Spiegel) και εγώ μιλούσα συνεχώς. Μόλις πέρασε η ώρα σηκώθηκε και με άφησε να κάθομαι. Στη συνέχεια μίλησα για πολλή ώρα με τον πατέρα της […] ο οποίος δεν σταματούσε να μιλάει», αναφέρει στο άρθρο του.
«Εξ όσων γνωρίζω, σχεδόν κανένας δημοσιογράφος δεν μίλησε ξανά με τον πατέρα της μετά από τότε. Οι επιστολές που έγραψα στα αδέλφια της έμειναν αναπάντητες. Ο σύζυγός της παρέμεινε σιωπηλός. Η μητέρα της ήρθε σε μία από τις διαλέξεις μου στο Τέμπλιν. Ομως στη συνέχεια, όταν ήθελα να της μιλήσω, εξαφανίστηκε ωσάν φάντασμα. Τα άτομα από το επαγγελματικό της περιβάλλον […] εξαφανίστηκαν. Είναι πάντα οι ίδιοι άνθρωποι αυτοί που μιλούν, άνθρωποι που σήμερα βρίσκονται πολύ μακριά της. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα εάν θυμούνται την Ανγκελα Μέρκελ ή μόνο τις ιστορίες που έχουν αφηγηθεί κάποτε για την Ανγκελα Μέρκελ. Οι άλλοι σιωπούν. Φαίνεται πως επιλέχτηκαν με αυτό το κριτήριο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της καγκελαρίας της, συνομίλησα με πρώην συμμαθητές της Ανγκελα Μέρκελ, με τοπικούς πολιτικούς, με γείτονές της από το Ούκερμαρκ, με τους σωματοφύλακές της, με συγγραφείς, σκηνοθέτες, καλλιτέχνες και επικεφαλής επιχειρήσεων που την επισκέπτονται στην καγκελαρία, και με φιλοξενούμενους που μου περιέγραψαν το εσωτερικό του διαμερίσματός της στο Μίτε. Ολοι έδιναν την εντύπωση ότι απλά αναπαρίσταναν την εικόνα της που ήδη υπάρχει», εξηγεί ο γερμανός δημοσιογράφος.
Βάση όλων των μετέπειτα πορτρέτων της γερμανίδας ηγέτιδας, υπαινίσσεται ελαφρώς υπεροπτικά ο Αλεξάντερ Οζανγκ, αποτέλεσαν αυτές οι δασκαλεμένες, τρόπον τινά, ή απλά αναξιόπιστες πηγές. Ξεχωρίζει, ωστόσο, μία προσωπογραφία της Μέρκελ που δημοσιεύτηκε στις αρχές του προηγούμενου μήνα στο Zeitmagazin, επειδή κατά τη γνώμη του εμπεριέχει μία ιδέα που είναι συγχρόνως πρωτότυπη και αληθοφανής: πως ο ατομικισμός αποτελεί για την Ανγκελα Μέρκελ «τον μοναδικό τρόπο ζωής».
«Εάν αυτό αληθεύει, ξέρω γιατί μου αρέσει. Γνωρίζω την απροθυμία τού να μιλάς για τους άλλους, την απόδραση από το μπλοκ, από την ενότητα, από το να ψηφίζουμε μαζί, από το να βροντοφωνάζουμε συλλογικά “φιλία”. Την έλλειψη σεβασμού για τα μεγάλα λόγια, για τα οράματα. Ολα αυτά, τουλάχιστον για μένα, γεννήθηκαν στην Ανατολή. Είδα πως, στην αρχή της καριέρας της, η Ανγκελα Μέρκελ απέφευγε τους γλοιώδεις ανατολικογερμανούς πολιτικούς. Δεν ήθελε μία θέση, όπως δεν ήθελε ούτε ένα όραμα. Απέφευγε τις προσδοκίες της Ανατολικής Γερμανίας και της Δυτικής Γερμανίας στη ζωή της τόσο πολύ που στο τέλος κατέστη αγνώριστη», γράφει ο Οζανγκ.
«Εάν είχα μία ερώτηση για την καγκελάριο, θα την ρωτούσα: “πώς πάνε όντως τα πράγματα;”. Η Ανγκελα Μέρκελ δεν ήθελε ποτέ να συνθέσει κάποιος ένα τέτοιο πορτρέτο για την καγκελαρία. Μετατράπηκε σε αυτό μπροστά στα μάτια μου. Σε έναν πίνακα. Οπως όλοι οι υπόλοιποι μάρτυρες της ιστορίας της, έχει, πλέον, εξανεμιστεί», συμπληρώνει.
Το ότι ο Αλεξάντερ Οζανγκ απομυθοποιεί, ακούσια ή εκούσια, την καγκελάριο Μέρκελ, λιγότερο από τρεις εβδομάδες πριν αυτή εγκαταλείψει οριστικά την καγκελαρία είναι ξεκάθαρο. Αδυνατεί, ωστόσο, να κρύψει τον σεβασμό που τρέφει προς την απρόσιτη Μέρκελ. Αναφέρει σχετικά: «Πριν από μία τριετία, κατά τη διάρκεια μίας επίσκεψης στο Ισραήλ (όπου ζούσε ο Οζανγκ επειδή η σύζυγός του ήταν ανταποκρίτρια της Berliner Zeitung στο Τελ Αβίβ) μου μίλησε εκ νέου. “Τι κάνεις εδώ;” με ρώτησε. Ηταν αργά το βράδυ, καμιά δεκαριά δημοσιογράφοι (την) περίμεναν σε ένα μικρό δωμάτιο του King David Hotel της Ιερουσαλήμ για μία συνέντευξη off the record. Ηταν η μοναδική που έπινε ένα ποτήρι λευκό κρασί, και φαινόταν πιο ξύπνια από όλους τους πολιτικούς συντάκτες. Εάν έβγαινα να πιω ένα ποτήρι κρασί εκείνο το βράδυ, θα προτιμούσα να το έπινα μαζί της. Συχνά γνωρίζεις κάποιον καλύτερα σε μία ξένη χώρα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News