Επί πολλά χρόνια ο Μπρούνο Λούντκε θεωρούνταν ένας από τους πιο αιμοσταγείς κατά συρροή φονιάδες της Γερμανίας. Συνελήφθη το 1943 κατηγορούμενος για τη δολοφονία της Φρίντα Ρόζνερ, μίας συνταξιούχου ηλικίας 51 ετών η οποία εντοπίστηκε βιασμένη και στραγγαλισμένη στο δάσος του Κέπενικ, μιας ιστορικής κωμόπολης στα πέριξ του Βερολίνου που σήμερα αποτελεί δημοτικό διαμέρισμα της πρωτεύουσας της Γερμανίας. Σύντομα ο 34χρονος Λούντκε επρόκειτο να αρχίσει να ομολογεί και άλλα πολλά, δεκάδες, αποτρόπαια εγκλήματα.
Αρκετά χρόνια μετά, το 1957, η ιστορία του Μπρούνο Λούντκε έγινε ευρέως γνωστή χάρη στην ταινία «Nachts, wenn der Teufel kam» (Το βράδυ, όταν ήρθε ο Διάβολος). Συγχρόνως ευρέως γνωστός κατέστη χάρη στην εξαιρετική του ερμηνεία ο Μάριο Αντορφ, ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον Λούντκε.
Προ ημερών ο 91χρονος, πλέον, ηθοποιός απόθεσε έναν λίθο μνήμης προς τιμήν του Μπρούνο Λούντκε, μαζί με τον Φρανκ – Βάλτερ Σταϊνμάιερ, τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Επρόκειτο για μία αξιοσημείωτη και εντυπωσιακή ενέργεια με στόχο την αποκατάσταση μίας τεράστιας αδικίας. Γιατί ο Μπρούνο Λούντκε δεν δολοφόνησε ποτέ κανέναν. Αντιθέτως υπήρξε ο ίδιος θύμα των χειρότερων κατά συρροή δολοφόνων στην ιστορία της ανθρωπότητας, των ναζιστών.
Ο Μπρούνο Λούντκε γεννήθηκε το 1908 και ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά μίας οικογένειας από το Κέπενικ. Εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχε όταν ήταν ακόμα μωρό, υστερούσε νοητικά και για τον λόγο αυτό εγκατέλειψε το σχολείο στα δεκατέσσερά του και άρχισε να εργάζεται ως αμαξάς στην οικογενειακή επιχείρηση. Ηταν γνωστός ως προσηνής και φιλικός άνθρωπος, πρόθυμος πάντα να συνδράμει τους συμπολίτες του. Κάποια στιγμή, ωστόσο, επικράτησαν τελικά οι ναζιστές στη Γερμανία και οι θεωρίες τους περί της φυλετικής καθαρότητας. Οι αρχές αποπειράθηκαν να τον εγκλείσουν σε κάποιο ίδρυμα/στρατόπεδο ως άτομο προβληματικό, όμως η οικογένεια του αντιστάθηκε σθεναρά.
Αλλά το 1938 ο ο 30χρονος Μπρούνο Λούντκε κατηγορήθηκε για τη διάπραξη μικροκλοπών. «Ο γιος μου υστερεί νοητικά. Φοίτησε σε σχολείο ειδικής αγωγής και κάνει μόνο χοντροδουλειές για λογαριασμό μου», είχε αναφέρει η μητέρα του στην αστυνομία, όπως αφηγείται ο Χανς- Γκέοργκ Ρόντεκ της Welt σε δημοσίευμά του. Ωστόσο κατάφερε κάθε άλλο παρά να υπερασπιστεί τον γιο της, ο οποίος για τους ναζιστές διώκτες του αποτελούσε τυπική περίπτωση «ανάξιας ζωής». Τελικά ο Μπρούνο Λούντκε βρέθηκε ενώπιον του «Δικαστηρίου Κληρονομικής Υγείας» της ναζιστικής Γερμανίας ενώ οι ειδικοί στην περιβόητη ναζιστική ευγονική τον υπέβαλαν σε τεστ ευφυΐας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι είχε «ζωώδη έκφραση» και «μία αξιοσημείωτη διανοητική υστέρηση». Καταδικάστηκε τελικά σε υποχρεωτική στείρωση ενώ η απόφαση εκτελέστηκε το 1940.
Επειτα από μία τριετία ένας αστυνομικός ονόματι Χάινριχ Φραντς, τον κατηγόρησε για τη δολοφονία της Φρίντα Ρόζνερ, την οποία ο Μπρούνο Λούντκε γνώριζε εξ όψεως. Ο ναζιστής αστυνομικός κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και να τον πείσει να ομολογήσει την ενοχή του για πλήθος εγκλημάτων που (υποτίθετο πως) διέπραξε, 81 δολοφονίες συνολικά, 53 μόνο στο Βερολίνο και άλλες 31 στην υπόλοιπη γερμανική επικράτεια.
Ο Λούντκε πίστευε πως δεν θα διωκόταν ποινικά επειδή υστερούσε νοητικά. Μάλιστα ήταν πεπεισμένος πως πως εάν δήλωνε ένοχος θα κατάφερνε να σώσει τη ζωή του, καθώς δεν θα μπορούσε να αποσταλεί στα μέτωπα του καταστροφικού πολέμου που μαινόταν στην ευρωπαϊκή επικράτεια.
Υπήρξαν κάποιοι αστυνομικοί που αμφέβαλλαν εξαρχής για την ενοχή του αλλά δεν μπόρεσαν ή δεν τόλμησαν να μιλήσουν. Για τους ναζιστές ο Μπρούνο Λούντκε ήταν ένας «γεννημένος εγκληματίας» ο οποίος έπρεπε να εξολοθρευτεί στο όνομα της φυλετικής καθαρότητας. Με την υπόθεση ασχολήθηκε μέχρι και ο Χάινριχ Χίμλερ, ο οποίος παρενέβη προσωπικά ούτως ώστε ο Λούντκε να διακομιστεί στο Ινστιτούτο Εγκληματολογίας και Ιατροδικαστικής της ναζιστικής αστυνομίας στη Βιέννη.
Εκεί ο Λούντκε υποβαλλόταν, επί μήνες, σε σκληρά βασανιστήρια. Επίσημα επρόκειτο για «ιατρικά πειράματα» μέσω των οποίων επιδιωκόταν να διαπιστωθεί κατά πόσο ήταν κληρονομική η «εγκληματική» του φύση: εξαναγκάστηκε να πιει καθαρό αλκοόλ, τον υπέβαλαν σε διάτρηση του νωτιαίου μυελού, μέχρι και ένα εκμαγείο του κεφαλιού του έφτιαξαν, θέλοντας να «απεικονίσουν το κακό». Ξεψύχησε, τελικά, την 8η Απριλίου του 1944, στα χέρια των βασανιστών του.
Ο πρώτος που εξέφρασε δημοσίως αμφιβολίες όσον αφορά την ενοχή του Μπρούνο Λούντκε ήταν ένας εγκληματολόγος από την Ολλανδία στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Στη συνέχεια μία γερμανίδα ιστορικός από το πανεπιστήμιο τoυ Ζίγκεν ονόματι Σουζάνε Ρέγκενερ αποφάσισε να ερευνήσει ενδελεχώς την υπόθεση, αφότου είδε το εκμαγείο του Λούντκε και μια σειρά από φωτογραφίες του που είχαν βγάλει οι ναζί. Κατέληξε τελικά να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο (από κοινού με τον επίσης ιστορικό, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Ιένας, Αξελ Ντόσμαν) για τον άτυχο άνδρα με τον τίτλο «Fabrikation eines Verbrechers» – «Κατασκευή ενός Εγκληματία».
Πριν από μία τριετία το βιβλίο το διάβασε και ο ηθοποιός Μάριο Αντορφ και πείστηκε για την αθωότητα του Λούντκε, «ενός πραγματικού προσώπου στο οποίο επέβαλα μέσω της ερμηνείας μου τη φήμη του χειρότερου κατά συρροή δολοφόνου στην εγκληματολογική ιστορία της Γερμανίας». Επιθυμώντας να επανορθώσει την αδικία, ο γηραιός ηθοποιός επιδίωξε αρχικά την απόσυρση της ταινίας του 1957 στην οποία πρωταγωνιστούσε ενώ στη συνέχεια αποπειράθηκε να πείσει τον Στίβεν Σπίλμπεργκ να γυρίσει μία άλλη ταινία.
Κάποια στιγμή συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Γερμανίας και του εξέφρασε τον προβληματισμό του και ο Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ αποδέχτηκε να τον στηρίξει στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει τη τιμή ενός αθώου ανθρώπου. Πλέον έξω από το σπίτι όπου μεγάλωσε ο Μπρούνο Λούντκε υπάρχει ένας λίθος μνήμης για να θυμίζει την άδικη και απάνθρωπη δίωξή του από το ναζιστικό καθεστώς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News