Ο Λιονέλ Μέσι στο Παρίσι! Οχι στο Λονδίνο, το Μάντσεστερ, το Λίβερπουλ, το Μιλάνο, το Τορίνο, το Μόναχο, τη Μαδρίτη, ή σε κάποια άλλη ποδοσφαιρική μεγαλούπολη της Ευρώπης. Ούτε, καν, στη Μασσαλία, τη Λιόν, το Σεντ-Ετιέν, ή τη Νάντη – τις παραδοσιακές «ποδοσφαιρομάνες» της Γαλλίας. Αλλά στο Παρίσι, που μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες περιφρονούσε την μπάλα. Στην Παρί Σεν-Ζερμέν, που είναι… νεώτερη από τον πατέρα του. Είναι εκπληκτικό, το πώς το (πολύ) χρήμα μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Τη μοίρα ενός συλλόγου, αλλά και τα ενδιαφέροντα μιας πόλης.
Στη Γαλλία ιδρύθηκε η FIFA, το 1904. Εκεί γεννήθηκε το Παγκόσμιο Κύπελλο, το 1928. Γαλλικές ιδέες ήταν, επίσης, το Κύπελλο Πρωταθλητριών (1954) και η «Χρυσή Μπάλα» (1956). Το 1984 οι «τρικολόρ» κατέκτησαν το Euro, το πρώτο τους τρόπαιο. Κι όμως: το Παρίσι δεν είχε υποκύψει στην παγκόσμια γοητεία του «βασιλιά των σπορ». Οι κάτοικοί του προτιμούσαν να ξοδεύουν τα Σαββατοκύριακά τους στα καφέ και τα μπιστρό, ή σε μεγάλες παρέες που έκαναν βόλτες στις όχθες του Σηκουάνα και πικ-νικ στα υπέροχα πάρκα, με μπαγκέτες, κρασί και (βαριά) τσιγάρα, συζητώντας ή φλερτάροντας. Αν, πού και πού, άκουγες κάποιους να μιλούν για αθλητικά, θα ήταν για ποδηλασία, ή για τη «Σταντ Φρανσέζ», μια φημισμένη ομάδα ράγκμπι.
Αλλωστε, για αγώνες ράγκμπι, αλλά και για τον τερματισμό του ποδηλατικού γύρου της Γαλλίας (έως τα τέλη των ’60s) είχε κατασκευαστεί και το επιβλητικό «Παρκ ντε Πρενς», 49.000 θέσεων, στο 16ο διαμέρισμα της γαλλικής πρωτεύουσας. Φιλοξενούσε και ποδοσφαιρικά ματς. Αλλά σε αυτή του τη χρήση, στις εξέδρες θα συναντούσες, κυρίως, μετανάστες από την Ιβηρική, το Βέλγιο, ή τη βόρεια Αφρική, που εργάζονταν σε βιομηχανίες της περιοχής. Ηταν πάνω από 2 εκατομμύρια, στο Παρίσι που αριθμούσε 12 εκατ. κατοίκους.
Η Παρί Σεν Ζερμέν ιδρύθηκε, μόλις, το 1970. Προήλθε από τη συγχώνευση της Σταντ Σεν-Ζερμέν με την Παρί. Αρχισε να χρησιμοποιεί το «Παρκ ντε Πρενς», για τους εντός έδρας αγώνες της, το 1974, που προβιβάστηκε για πρώτη φορά στην Α’ Κατηγορία του γαλλικού πρωταθλήματος. Αγωνιζόταν, συνήθως, σε μισοάδειο γήπεδο, αν και ο πρώτος της πρόεδρος, ο διάσημος σχεδιαστής μόδας Ντανιέλ Εκτέρ, είχε κινητοποιήσει όλες του τις γνωριμίες για να συγκεντρώσει κόσμο και χρήμα. Οπως αποδείχτηκε, η ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο ήταν ιδιοτελής. Αποπέμφθηκε το 1977 για συμμετοχή σε σκάνδαλο με τα εισιτήρια της ομάδας του. Στη δεκαετία των ’70s, αλλά και στην επόμενη, οι μεγάλες δυνάμεις του γαλλικού φουτμπόλ ήταν η Σεντ-Ετιέν, η Μαρσέιγ, η Ναντ, η Μονακό και η Μπορντό. Το Παρίσι ευτύχησε να κερδίσει το παρθενικό του πρωτάθλημα το 1986. Ενα χρόνο πριν γεννηθεί ο Μέσι. Υστερα, επέστρεψε στον ρόλο του κομπάρσου.
Η επόμενη αναλαμπή της Παρί, στη δεκαετία των 90s, οφείλεται στον μηντιακό όμιλο CANAL+. Διαπιστώνοντας την ιλιγγιώδη αύξηση του τζίρου στην παγκόσμια αγορά αθλητικού θεάματος, αποφάσισε να επενδύσει στον σύλλογο της γαλλικής πρωτεύουσας, ο οποίος το 1994 κατέκτησε ακόμη έναν τίτλο πρωταθλήματος, και το 1996, το Κύπελλο Κυπελλούχων. Και πάλι, όμως, μέχρι το 2010, οι εξέδρες του «Παρκ ντε Πρενς» φιλοξενούσαν, ως επί το πλείστον, περιθωριακούς τύπους, και νεαρούς που γύρευαν ένα μέρος για να μεθύσουν, να καπνίσουν και να εκτονωθούν. Τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών ανάμεσα σε συμμορίες χούλιγκανς ήταν συχνά. Σε κάποιες περιπτώσεις, και φονικά.
Ο… διακόπτης γύρισε τον Νοέμβριο του 2010, στο περιλάλητο δείπνο του (τότε) προέδρου της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί, με τον (τότε) πρίγκιπα του Κατάρ, Ταμίμ μπιν Χαμάντ Αλ-Θάνι και τον (τότε) πρόεδρο της UEFA, Μισέλ Πλατινί, στα Ηλύσια Πεδία. Πάνω στο «πάρε – δώσε» για να πάει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022 στο Κατάρ, ο Σαρκοζί… πάσαρε την Παρί στους Αραβες. Εδώ που τα λέμε, το deal ήταν πολύ συμφέρον για τον κρατικό επενδυτικό όμιλο του Εμιράτου. Κοτζάμ Παρίσι, δεν είχε ούτε μια στοιχειωδώς ανταγωνιστική ποδοσφαιρική ομάδα. Και η Quatar Sports Investments την απέκτησε (σε δύο πράξεις, το 2011 και το 2012), καταβάλλοντας μόνο τα χρέη της.
Η νέα ιδιοκτησία άνοιξε το πορτοφόλι της από την πρώτη στιγμή, όμως στην αρχή έπεσε θύμα των ατζέντηδων, που «μυρίστηκαν» χρήμα και άγνοια. Για παράδειγμα, το 2011 πλήρωσε 42 εκατ. ευρώ για τον Χαβιέρ Παστόρε, έναν μέτριο αργεντινό μεσοεπιθετικό που έπαιζε στην Παλέρμο. Στο σύνολο, 110 εκατομμύρια για 13 παίκτες αμφίβολης αξίας.
Στη συνέχεια η Παρί αποκτούσε (τουλάχιστον) ένα μεγάλο όνομα κάθε καλοκαίρι: το 2012 τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, το 2013 τον Εντισον Καβάνι, το 2014 τον Νταβίντ Λουίζ, το 2015 τον Ανχελ ντι Μαρία… Στο γαλλικό πρωτάθλημα, τα αποτελέσματα φάνηκαν αμέσως. Στέφτηκε πρωταθλήτρια το 2013, το 2014, το 2015, το 2016. Στην Ευρώπη, όμως, η φιλόδοξη επένδυση θα αργούσε να καρποφορήσει. Ποιο ήταν το πρόβλημα; Οτι κοντά στους «αστέρες» αγοράζονταν και παίκτες – «λαχεία». Κάποιοι, όπως ο Μαρκίνιος και ο Βεράτι, άξιζαν τα λεφτά τους, αλλά οι περισσότεροι, όχι. Τα ονόματα της μαρκίζας δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά στο Τσάμπιονς Λιγκ, επειδή οι υπόλοιποι του ρόστερ ήταν (ακριβοπληρωμένες) μετριότητες.
Στο μεταξύ, το «Παρκ ντε Πρενς» ανακαινίστηκε, κι άρχισε να γεμίζει με… κανονικούς Παριζιάνους, έστω κι αν οι τιμές των εισιτηρίων είχαν ανέβει στα ύψη. Οι 5.000 θέσεις VIP που ήταν διαθέσιμες, δεν αρκούσαν για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση. Στο έμβλημα του συλλόγου προστέθηκε ο Πύργος του Αϊφελ, και το «PARIS» ήταν, πλέον, πιο ευδιάκριτο. Ολο και περισσότεροι φίλαθλοι «αγκάλιαζαν» την Παρί, καθώς την έβλεπαν να ανταγωνίζεται τους κορυφαίους ευρωπαϊκούς συλλόγους.
Το 2017 ήταν χρονιά – ορόσημο για το αραβικό πρότζεκτ. Ηρθαν στο Παρίσι ο Νεϊμάρ και ο Εμπαπέ, με συνολικό κόστος 400 εκατ. ευρώ. Τρία χρόνια μετά, η Παρί έφτασε πιο κοντά από ποτέ στο ευρωπαϊκό τρόπαιο, όμως στον τελικό ηττήθηκε (1-0) από την Μπάγερν. Για να μεταμορφωθεί από μια ανυπόληπτη ομάδα σε ισότιμη διεκδικήτρια του Τσάμπιονς Λιγκ, μέσα σε μια δεκαετία δαπάνησε για μεταγραφές 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Είχε και έσοδα, από παραχωρήσεις παικτών, 453 εκατ. ευρώ. Το καθαρό κόστος ήταν 947 εκατ. ευρώ.
Αυτό το καλοκαίρι η δυναμική της «απογειώθηκε». Απέκτησε τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή της εποχής μας (Μέσι), τον καλύτερο τερματοφύλακα του εφετινού Euro (Τζίτζιο Ντοναρούμα), έναν από τους πιο χαρισματικούς αμυντικούς όλων των εποχών (Σέρχιο Ράμος), έστω στα 35 του, έναν χαφ ο οποίος ήταν αναντικατάστατος στη Λίβερπουλ που θριάμβευσε στο Τσάμπιονς Λιγκ και την Πρέμιερ Λιγκ (Τζίνι Βαϊνάλντουμ) και τον εξαιρετικό μαροκινό δεξιό μπακ-χαφ της Ιντερ, Ασράφ Χακίμι. Ολοι μαζί κόστισαν περίπου 60 εκατ. ευρώ, αφού μόνο για τον Χακίμι δόθηκαν χρήματα στην πρώην ομάδα του. Ολοι οι υπόλοιποι ήταν ελεύθεροι.
Στην Παρί θα συναντήσουν τον Νεϊμάρ και τον Εμπαπέ, τον πρωταθλητή Ευρώπης, Μάρκο Βεράτι, τον πρωταθλητή Νότιας Αμερικής, Ανχελ ντι Μαρία, τον Μαρκίνιος, τον Μπερνάτ, τον Παρέδες, τον Ντιαλό, τον Ντανίλο Περέιρα, τον Κέιλορ Νάβας… Για να συγκροτήσουν όλοι μαζί μια Galácticos ομάδα, βγαλμένη από τα πιο τρελά όνειρα του προέδρου της Ρεάλ Μαδρίτης, Φλορεντίνο Πέρεθ, μετρ των ηχηρών μεταγραφών.
Το αν η Παρί Σεν-Ζερμέν θα γίνει η νέα «ντριμ-τιμ» στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, θα το δείξει ο χρόνος. Προς το παρόν, απολαμβάνει τον ντόρο που γίνεται γύρω από το όνομά της. Η ομάδα που, κάποτε, δεν… συγκινούσε ούτε τους Παριζιάνους που κατοικούσαν κοντά στο «Παρκ ντε Πρενς», αποκτά νέους οπαδούς με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Οι 150.000 φανέλες της με το όνομα του Μέσι, που διατέθηκαν μέσω Διαδικτύου, εξαντλήθηκαν μέσα σε επτά λεπτά: από τις 10:00 έως τις 10:07 της Τετάρτης. Και οι 19,6 εκατομμύρια ακόλουθοι που μετρούσε στο Instagram την περασμένη Κυριακή, ήδη, υπερδιπλασιάστηκαν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News