Πριν από μία εβδομάδα, ο πρόεδρος των Φιλιππίνων, Ροντρίγκο Ντουτέρτε, σε τηλεοπτικό του διάγγελμα ανακοίνωσε ότι όσοι αρνούνται να κάνουν το εμβόλιο της λοίμωξης Covid-19 θα πρέπει να παραμείνουν κλεισμένοι στο σπίτι. «Οποιοι δεν θέλουν να εμβολιαστούν, δεν θα τους επιτραπεί να βγουν από τα σπίτια τους», τόνισε. Ο ίδιος, πριν από περίπου ένα μήνα, είχε ανακοινώσει ότι όποιος δεν εμβολιάζεται θα φυλακίζεται (εδώ).
Ενώ δεν είναι βέβαιο κατά πόσο οι απειλές του Ντουτέρτε είναι νόμιμες στη χώρα του, αντιπροσωπεύουν το πιο ακραίο μέτρο για τη λύση του προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι υπεύθυνοι χάραξης της πολιτικής σε όλο τον κόσμο, προκειμένου να πείσουν τους πολίτες να εμβολιαστούν, όπως γράφει ο Guardian.
Εν μέσω της παγκόσμιας αύξησης στα κρούσματα του κορονοϊού, η οποία οφείλεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό στη μετάλλαξη Δέλτα, κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο έχουν αρχίσει να επιμένουν ακόμη περισσότερο για τον εμβολιασμό.
Ανάλογα με τον τρόπο που θα το κάνει ο κάθε αρχηγός κράτους και φυσικά ανάλογα με την κουλτούρα του λαού του, μπορεί να βρεθεί εκτεθειμένος, να εξαγριώσει τον λαό του, αλλά μπορεί και να βρει και το κουμπί και να πείσει ακόμη και τους πιο σκληρούς αντιεμβολιαστές.
Η Γερμανία και η Βρετανία έχουν αντισταθεί μέχρι σήμερα σε μία γενική προσέγγιση για προνόμια και απαγορεύσεις, ενώ στην Ισπανία το εμβόλιο θεωρείται τόσο απαραίτητο, που η κυβέρνηση δεν χρειάζεται να βρει τρόπο για να πείσει τους πολίτες να το κάνουν.
Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού στις ΗΠΑ ήταν σχεδόν ανύπαρκτη μέχρι πριν από μερικές ημέρες, όταν ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε «είτε εμβόλιο είτε υποχρεωτικό τεστ κορονοϊού κάθε εβδομάδα» για τους δημοσίους υπαλλήλους στις ΗΠΑ, αλλά και για όσους εργάζονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε κρατικά έργα (εδώ). Ο,τι έχουν κάνει δηλαδή οι μεγάλες πολυεθνικές στις ΗΠΑ, όπως η Google και η Facebook.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Σκοτ Μόρισον, ανακοίνωσε ότι οι εμβολιασμένοι θα έχουν ειδικά προνόμια, καθώς αποτελούν μικρότερο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.
Οι πολιτικές που εφαρμόζονται σε κάθε χώρα έχουν τροφοδοτήσει εντάσεις μεταξύ των εμβολιασμένων, οι οποίοι επιθυμούν να επιστρέψουν όσο πιο γρήγορα γίνεται στην κανονικότητα, και των αρνητών, οι οποίοι δημιουργούν συνεχώς νέα πεδία για περισσότερο επεμβατικές πολιτικές.
«Οσοι δεν εμβολιάζονται, επιλέγουν ένα φρικτό τρόπο ζωής από αυτοπροκαλούμενο πόνο», λέει η ρεπουμπλικανή κυβερνήτης της Αλαμπάμα Κέι Αϊβι, όπου η εμβολιαστική κάλυψη είναι η χαμηλότερη στις ΗΠΑ.
Επίτευξη του στόχου
Υπάρχουν δεδομένα που συνηγορούν στο ότι όταν υπάρχει πίεση, μπορεί να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των πολιτών που εμβολιάζονται.
Στη Γαλλία, περίπου 5 εκατομμύρια άτομα έλαβαν την πρώτη δόση του εμβολίου και 6 εκατομμύρια τη δεύτερη, δύο εβδομάδες αφότου ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε ότι τα πιστοποιητικά εμβολιασμού θα επεκταθούν στα εστιατόρια, αλλά και άλλους δημόσιους χώρους.
Η χορήγηση των εμβολίων αυξήθηκε και στην Ιταλία με ανακοινώσεις υπέρ των εμβολιασμένων. Μάλιστα, σε κάποιες περιοχές της χώρας ξεπέρασε το 200%, από τη στιγμή που η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη δική της «πράσινη κάρτα».
Πάντως, από τις δύο βασικές μεθόδους που επικρατούν παγκοσμίως, δηλαδή το οικονομικό κίνητρο και τη μεγαλύτερη ελευθερία, αυτό που φαίνεται να έχει πετύχει στις περισσότερες χώρες είναι η ελευθερία.
Σε κάθε περίπτωση, οι αντιδράσεις των πολιτών σε διάφορες χώρες απέναντι στις πολιτικές που λαμβάνονται από την κυβέρνησή τους, αντανακλούν ένα πολύ πιο σύνθετο θέμα από το υπέρ και το κατά, το ναι και το όχι στο εμβόλιο. Και για να ληφθούν σωστές αποφάσεις, απαιτούνται, εκτός από την πολιτική βούληση, και ποιοτικές έρευνες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News