Δεκαοκτώ μήνες μετά την εμφάνιση του κορονοϊού κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο άρχισαν να αίρουν η μία μετά την άλλη πάρα πολλούς από τους περιορισμούς και τα μέτρα που επέβαλαν για την προστασία της δημόσιας υγείας και την ανάσχεση τη πανδημίας.
Συγχρόνως ενθάρρυναν τους πολίτες να επιστρέψουν προσεκτικά στην καθημερινότητά τους. Στο πλαίσιο της νέας κανονικότητας σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο πολυκαταστήματα, μέσα μαζικής μεταφοράς, γραφεία, καφέ, μπαρ, εστιατόρια και αεροδρόμια είναι εκ νέου γεμάτα κόσμο. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η πανδημία δεν έχει τερματιστεί, όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις επισημαίνουν πως «πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τον κορονοϊό».
Ομως οι επιστήμονες προειδοποιούν πως η βιασύνη που παρατηρείται είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Η εμφάνιση νέων, πιο μεταδοτικών στελεχών, σημαίνει ότι ακόμη και τα πλούσια κράτη που διαθέτουν πλέον τεράστια αποθέματα εμβολίων, εξακολουθούν να είναι ευάλωτα ενώ χώρες όπως η Αυστραλία, η οποία έχει κλείσει τα σύνορά της, διαπιστώνουν πως δεν μπορούν να κρατήσουν τον ιό εκτός της επικράτειάς τους.
Οπότε, αντί να αναβάλουν την επιστροφή στην κανονικότητα, οι κυβερνήσεις αρχίζουν τώρα να αποδέχονται πως τα κυλιόμενα lockdown και η επιβολή μέτρων και περιορισμών όποτε κρίνεται απαραίτητο, αποτελούν εκ των πραγμάτων σημαντική και απαραίτητη πτυχή αυτής της πολυπόθητης επιστροφής. Αυτό εξηγεί γιατί οι πολίτες πολλών χωρών καλούνται τώρα να αλλάξουν την οπτική τους, όσον αφορά την πανδημία, εστιάζοντας περισσότερο την προσοχή τους στην αποφυγή των σοβαρών λοιμώξεων και των θανάτων παρά των κρουσμάτων, τα οποία είναι ιδιαίτερα δύσκολο, όπως διαπιστώνεται καθημερινά σε όλον τον κόσμο, να αποφευχθούν. Την ίδια ώρα, χώρες που ευελπιστούσαν πως θα κατάφερναν να απαλλαγούν πλήρως από τον κορονοϊό (zero-Covid ambitions) έχουν αρχίσει ήδη να τροποποιούν τις στρατηγικές τους.
Απογοήτευση στη Σιγκαπούρη
Οι New York Times εξετάζουν ενδεικτικά την περίπτωση της Σιγκαπούρης. Επί μήνες, οι περισσότερο από τους 5,7 εκατ. πολίτες της εύπορης πόλης – κράτους της Νοτιοανατολικής Ασίας ήταν διαρκώς απορροφημένοι στις λεπτομέρειες του κάθε κρούσματος ενώ, όταν καταγράφηκε πρώτη φορά διψήφιος αριθμός κρουσμάτων, κυριάρχησε ο φόβος. Και καθώς τα σύνορα της χώρας ήταν κλειστά άρχισε να επικρατεί απαισιοδοξία και η αίσθηση ότι ακόμη και τα πιο μελετημένα και δραστικά μέτρα δεν επαρκούν για την πρόληψη των κρουσμάτων. Ενώπιον αυτής της κατάστασης, μία ομάδα υπουργών της χώρας επισήμανε σε άρθρο της στην εφημερίδα Straits Times πως «οι πολίτες μας έχουν εξαντληθεί από τη μάχη. Ολοι ρωτούν: “Πότε και πώς τα τερματιστεί η πανδημία;”».
Στην συνέχεια οι αρχές ανακοίνωσαν τα σχέδιά τους για τη χαλάρωση των όποιων περιορισμών και τη σταδιακή μετάβαση στην επόμενη φάση της πανδημίας. Αποφασίστηκε επίσης να μην καταγράφονται πλέον τα νέα κρούσματα, αλλά ο αριθμός των ανθρώπων που νοσούν βαριά, πόσοι άνθρωποι εισέρχονται στις ΜΕΘ και πόσοι διασωληνώνονται.
Ωστόσο σύντομα σημειώθηκε έξαρση κρουσμάτων, σε κέντρα καραόκε κυρίως και σε μία ιχθυόσκαλα, με αποτέλεσμα τη περασμένη Τρίτη οι αρχές να προβούν στην αυστηροποίηση των μέτρων, απαγορεύοντας, για παράδειγμα, τη λειτουργία των εσωτερικών χώρων όλων των καταστημάτων εστίασης. Θέλοντας να καθησυχάσει τους πολίτες, ο υπουργός Εμπορίου χώρας Γκαν Κιμ Γιονγκ δήλωσε πως η Σιγκαπούρη εξακολουθεί να βαδίζει στον σωστό δρόμο, συγκρίνοντας τους νέους περιορισμούς με «οδοφράγματα» στην πορεία προς τον τελικό στόχο.
Οσον αφορά τους εμβολιασμούς, στη Σιγκαπούρη πλήρως εμβολιασμένο είναι το 49% του πληθυσμού ενώ ως υπόδειγμα οι τοπικές αρχές προβάλλουν το Ισραήλ, όπου πλήρως έχει εμβολιαστεί το 58% των πολιτών. Στη χώρα αυτή, στο πλαίσιο μίας τακτικής την οποία οι αρμόδιοι ονόμασαν «ήπια συγκάλυψη», η προσοχή ήταν στραμμένη όχι στα κρούσματα αλλά στις σοβαρές λοιμώξεις. Ωστόσο τα κρούσματα άρχισαν να αυξάνονται σημαντικά και πρόσφατα κατέστη εκ νέου υποχρεωτική η χρήση μάσκας σε εσωτερικούς χώρους, γεγονός που προκάλεσε τη δυσφορία σημαντικής μερίδας πολιτών.
Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το Ισραήλ, στη Νέα Ζηλανδία, οι πολίτες φαίνεται πως έχουν αποδεχτεί το ενδεχόμενο συγκεκριμένοι περιορισμοί να παραμείνουν σε ισχύ περισσότερο από όσο αναμενόταν αρχικά. Στο πλαίσιο κυβερνητικής δημοσκόπησης που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στη χώρα, το 90% των περισσότερων από 1.800 ερωτηθέντων δήλωσε πως ο πλήρης εμβολιασμός δεν εγγυάται την επιστροφή στην κανονικότητα, εν μέρει γιατί πολλά σημαντικά ερωτήματα όσον αφορά τον κορονοϊό, παραμένουν αναπάντητα.
Η «long Covid»
«Οι επιστήμονες εξακολουθούν να μην κατανοούν πλήρως την αποκαλούμενη “long Covid”, τα μακροχρόνια συμπτώματα που αντιμετωπίζουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που έχουν ήδη νοσήσει. Σημειώνουν ότι η Covid-19 δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως η γρίπη, γιατί είναι πολύ πιο επικίνδυνη. Είναι επίσης αβέβαιοι για τη διάρκεια της ανοσίας που παρέχουν τα εμβόλια και για την αποτελεσματικότητά τους κατά των μεταλλάξεων», εξηγεί η Σούι-Λι Γουί, ανταποκρίτρια των New York Times στην Κίνα.
Στις ΗΠΑ η κατάσταση ποικίλει από πολιτεία σε πολιτεία. Σε κάποιες πολιτείες, όπως η Καλιφόρνια και η Νέα Υόρκη, τα ποσοστά εμβολιασμού είναι υψηλά, αλλά οι ανεμβολίαστοι υποχρεούνται να φορούν μάσκα σε εσωτερικούς χώρους. Αντιθέτως, στην Αλαμπάμα και στο Αïνταχο, παρότι τα ποσοστά εμβολιασμού είναι χαμηλά, η χρήση μάσκας δεν είναι υποχρεωτική. Κάποια σχολεία και πανεπιστήμια σχεδιάζουν να μην ανοίξουν τις πόρτες τους στους ανεμβολίαστους, ωστόσο πολλές πολιτείες απαγόρευσαν σε δημόσια ιδρύματα να επιβάλουν παρόμοιους περιορισμούς.
Στην Αυστραλία, αρκετοί νομοθέτες υποστήριξαν κατά τη διάρκεια του μήνα πως η χώρα έχει φτάσει σε ένα οριακό σημείο και πρέπει να επιλέξει μεταξύ της συνέχισης των περιορισμών και της ζωής μαζί τον κορονοïό. Ωστόσο η Γκλάντις Μπερετζίκλιαν, πρωθυπουργός της Νέας Νότιας Ουαλίας όπου καταγράφεται σημαντική αύξηση των κρουσμάτων παρά το γενικευμένο λοκντάουν, απέρριψε αμέσως την πρόταση επισημαίνοντας πως «καμία πολιτεία ή έθνος ή χώρα στον κόσμο δεν μπορεί να ζήσει με τη μετάλλαξη Δέλτα όταν τα ποσοστά εμβολιασμού είναι τόσο χαμηλά». Πλήρως κατά της Covid-19 στην Αυστραλία έχει εμβολιαστεί περίπου το 11% των πολιτών ηλικίας άνω των 16 ετών. Δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί το ενδεχόμενο να αρθούν κατά το προσεχές διάστημα τα περιοριστικά μέτρα θεωρείται σχεδόν απίθανο.
Στην Ευρώπη, όπου τα ποσοστά εμβολιασμού είναι σαφώς υψηλότερα, τα εμβολιαστικά προγράμματα εξακολουθούν να προβάλλονται ως ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί στην έξοδο από την πανδημία. Η διαδικασία επιστροφής στην κανονικότητα συνεχίζεται σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη παρά τη δραστική αύξηση των κρουσμάτων λόγω της μετάλλαξης Δέλτα. Στο ότι δεν επικρατεί κλίμα πανικού συμβάλλει αναμφίβολα και το γεγονός πως δεν αυξάνονται ανησυχητικά (τουλάχιστον προς το παρόν) οι εισαγωγές στις ΜΕΘ και οι θάνατοι.
Το βρετανικό παράδοξο
Με τον πλέον δραστικό τρόπο στην Ευρώπη ενήργησε η κυβέρνηση της Βρετανίας, όπου έχει εμβολιαστεί πλήρως σχεδόν το σύνολο των ευάλωτων πολιτών της. Την περασμένη Δευτέρα η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον ήρε σχεδόν όλους τους περιορισμούς που είχαν επιβληθεί κατά τους προηγούμενους μήνες.
Καθώς, όμως, τα νέα κρούσματα αυξάνονται καθημερινά (περισσότερα από 40.000 την περασμένη Τετάρτη), ελλείψει κανόνων η κυβέρνηση επικαλείται την περιβόητη «ατομική ευθύνη» με στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας και τη συνέχιση της πορείας προς την κανονικότητα. Τον προηγούμενο μήνα ο Σατζίντ Τζαβίντ, ο υπουργός Υγείας της Βρετανίας, υποστήριξε πως η χώρα και οι πολίτες της πρέπει να μάθουν να ζουν με τον κορονοϊό. Τον προηγούμενο Σάββατο διαγνώστηκε θετικός στην Covid-19, αποδεικνύοντας έμπρακτα τι ακριβώς εννοούσε. Πάντως οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν πως οι βρετανοί πολίτες θα προτιμούσαν μία πιο σταδιακή προσέγγιση σχετικά με την επιστροφή στην κανονικότητα.
Την ίδια ώρα στη Σιγκαπούρη, όπου τη Τρίτη καταγράφηκαν 182 κρούσματα (ρεκόρ δωδεκαμήνου), οι αρχές έσπευσαν να προειδοποιήσουν τους πολίτες πως θα αυξηθούν περαιτέρω τα κρούσματα κατά το προσεχές διάστημα. Αυτό σημαίνει πως θα σημειωθούν κάποιες καθυστερήσεις, δίχως, ωστόσο, να ακυρωθεί η προγραμματισμένη επανεκκίνηση της οικονομίας και της κοινωνίας. «Παρέχουμε στους ανθρώπους μία αίσθηση προοδευτικότητας, αντί να περιμένουμε εκείνη την μεγάλη μέρα που τα πάντα ανοίγουν και μετά τρελαινόμαστε», σχολίασε ο Ονγ Γε Κουνγκ, ο υπουργός Υγείας της Σιγκαπούρης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News