Κατά τη διάρκεια της συναρπαστικής, ομολογουμένως, ζωής του, ο Αντονι Μπουρντέν υπήρξε σεφ σε κορυφαία εστιατόρια της Νέας Υόρκης, συγγραφέας, τηλεοπτικός παρουσιαστής, ηθοποιός, αεικίνητος ταξιδευτής, δημόσιο πρόσωπο, ένας «αυθεντικός ροκ σταρ της γαστρονομίας», όπως αποφάνθηκε το Smithsonian Magazine. Ωστόσο, διάσημος και εξαιρετικά δημοφιλής, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά σχεδόν παντού στον κόσμο, κατέστη κυρίως λόγω του μοναδικού τρόπου με τον οποίο παρουσίαζε τα επιτεύγματα κορυφαίων σεφ, τους φρενήρεις ρυθμούς που επικρατούν στις κουζίνες διάσημων και άσημων εστιατορίων ανά την υφήλιο, τη ζωή ανθρώπων από κάθε γωνιά της Γης.
Δεν προκαλεί εντύπωση, οπότε, πώς η πρεμιέρα, την προηγούμενη Παρασκευή, στους αμερικανικούς κινηματογράφους του «Roadrunner», ενός ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή του Αντονι Μπουρντέν, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, αλλά και έντονες αντιδράσεις, με αποδέκτη τον Μόργκαν Νέβιλ, τον βραβευμένο με Οσκαρ σκηνοθέτη της βιογραφικής ταινίας.
Τον κατηγορούν πολλοί κατ’ αρχάς πως παρουσίασε με στρεβλό και δυσάρεστο τρόπο την τελευταία ερωτική σχέση της ζωής του Μπουρντέν με την ιταλίδα ηθοποιό Αζια Αρτζέντο. Φτάνοντας σχεδόν έως το σημείο να υπαινιχθεί –επισημαίνει ο Μάσιμο Γκάτζι της Corriere della Sera– ότι εκείνη ώθησε στην αυτοκτονία έναν άνθρωπο ο οποίος, έπειτα από βιβλία όπως το «Kitchen Confidential» και τηλεοπτικές επιτυχίες σαν το «Parts Unknown», είχε καταστεί διασημότητα παγκόσμιου βεληνεκούς.
Ο ρόλος της Αρτζέντο
Αρχικά αντικείμενο συζήτησης και αντιπαράθεσης αποτέλεσαν οι συνθήκες θανάτου του Αντονι Μπουρντέν και η σχέση του με την ιταλίδα ηθοποιό. Από τη μία πλευρά βρίσκονται οι θαυμαστές αυτού του δειπνοσοφιστή της σύγχρονης εποχής, οι οποίοι εξακολουθούν να μην μπορούν να κατανοήσουν πώς κάποιος που είχε τα πάντα –χρήματα, διασημότητα, επιτυχία, απόλυτη ελευθερία και τη δυνατότητα να ταξιδεύει στα πιο απρόσιτα μέρη του πλανήτη και να συναντά τους πιο απίθανους ανθρώπους– μία μέρα, τον Ιούνιο του 2018, αποφάσισε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στην Αλσατία να δώσει τέλος στη ζωή του.
Από την άλλη πλευρά στέκεται μόνη της η Αζια Αρτζέντο, με την οποία ο Μπουρντέν έζησε έναν θυελλώδη έρωτα, ενάμιση χρόνο πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Ο Μόργκαν Νέβιλ δεν της πήρε συνέντευξη, ενώ στο ντοκιμαντέρ του η παρουσία της είναι περιορισμένη.
Ο σκηνοθέτης του «Roadrunner» δεν την κατηγορεί ευθέως για τον θάνατο του πρώην συντρόφου της. Ωστόσο προβάλλοντας, υπό δραματική μουσική υπόκρουση, συγκεκριμένες εικόνες (συμπεριλαμβανομένων των σελίδων ενός ταμπλόιντ στις οποίες γινόταν λόγος για την ερωτική σχέση της Αρτζέντο με κάποιον άλλον) υπαινίσσεται –υποστηρίζουν διάφοροι κριτικοί– ότι εκείνη ήταν η αιτία που ο Αντονι Μπουρντέν τερμάτισε τραγικά τη ζωή του. Ο Νέβιλ αρνείται τις κατηγορίες, υπογραμμίζοντας πως το ντοκιμαντέρ εστιάζεται στις έμμονες ιδέες που βασάνιζαν τον Μπουρντέν, στην κατάθλιψή του και στην εξάρτησή του από τα ναρκωτικά, από τότε που, ανήλικος ακόμα, άρχισε να εργάζεται ως λαντζιέρης σε ένα εστιατόριο της Μασαχουσέτης.
Η φωνή από το υπερπέραν
Πλέον, όμως, ο 53χρονος αμερικανός σκηνοθέτης επικρίνεται και για ένα άλλο θέμα που μας αφορά όλους, επισημαίνει ο ιταλός δημοσιογράφος, καθώς σχετίζεται με τη χρήση ή μάλλον την κατάχρηση (εξαρτάται από την οπτική γωνία του καθενός) των νέων τεχνολογιών.
Ο Αντονι Μπουρντέν στο ντοκιμαντέρ μιλάει πολύ. Αλλά πολλά από όλα όσα λέει δεν είναι δικά του λόγια ηχογραφημένα, είναι δικά του λόγια ειπωμένα από ένα προηγμένο σύστημα τεχνητής νοημοσύνης, το οποίο, μετά την επεξεργασία και την ανάλυση πολλών ωρών ομιλιών του Μπουρντέν, έμαθε να αναπαράγει τη φωνή του. Ο Μόργκαν Νέβιλ επισημαίνει πως ό,τι λέγεται στο ντοκιμαντέρ είναι λόγια του αυτόχειρα τα οποία έγραψε ή είπε κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οπότε ζήτημα παραποίησης της αλήθειας δεν τίθεται. Τίθεται, ωστόσο, ζήτημα όσον αφορά το κατά πόσο είναι θεμιτή η χρήση της τεχνολογίας deep fake ακόμη και για καλό σκοπό.
«Οταν πριν από μία διετία, οι επιστήμονες μας έδειξαν τις εικόνες του Ομπάμα και άλλων αρχηγών κρατών να προβαίνουν σε απειλητικές δηλώσεις, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν έγιναν ποτέ, για να αποδείξουν την επικινδυνότητα αυτών των ψηφιακών τεχνασμάτων, αισθανθήκαμε ανίσχυροι», γράφει ο Μάσιμο Γκάτζι, υποστηρίζοντας πως μία τεχνολογία που θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμα και πόλεμο δίχως να υπάρχει αιτία, κανονικά θα έπρεπε να απαγορευθεί.
«Ο Αντονι θα συμφωνούσε»
Καθώς, όμως, φαίνεται ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, απομένουν η αυτοπειθαρχία των δημιουργών και η συλλογική επαγρύπνηση με στόχο τον εντοπισμό και την απομόνωση όλων όσοι καταχρώνται αυτά τα πανίσχυρα ψηφιακά εργαλεία. Ο Μόργκαν Νέβιλ δηλώνει πως έπραξε ορθώς και με τον δέοντα σεβασμό προς τον αποθανόντα. «Δεν του έβαλα στο στόμα λόγια που δεν είπε, επιδίωξα μόνο να τους δώσω ζωή. Μίλησα με τον μάνατζερ του και με την πρώην σύζυγό του και μου είπαν πως ο Αντονι θα συμφωνούσε».
«Ποιο είναι, όμως, το όριο; Δεν υφίσταται ο κίνδυνος, μέσω της περιστασιακής αξιοποίησης ενός τόσο ισχυρού εργαλείου, να γενικευτεί τελικά η χρήση του, και να αυξηθούν έτσι, οι πιθανότητες κατάχρησης;», διερωτάται ο Γκάτζι, ολοκληρώνοντας το ρεπορτάζ του. Πάντως ο Μόργκαν Νέβιλ θεωρεί πως το μόνο που έκανε ήταν να εισάγει μία «σύγχρονη τεχνική αφήγησης».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News