«Κατανοώ πλήρως τα συναισθήματα που σας εμπνέουν και επιθυμώ να απαντήσω αμέσως και με θέρμη ότι βρίσκομαι στο πλευρό του θαυμαστού ελληνικού λαού», έγραφε, στις 5 Ιανουαρίου 1946, ο γάλλος συγγραφέας Αλμπέρ Καμί.
«Η Ελλάδα, μετά την Ισπανία, μας έκανε να καταλάβουμε, μέσα στην οργή και την πίκρα, ότι μπορούμε να έχουμε δίκιο κι όμως να νικηθούμε. Αλλά η Ελλάδα ήταν η πρώτη που έκανε τον κόσμο να καταλάβει ότι οι άνθρωποι της ελευθερίας μπορούν να είναι θαρραλέοι και ότι καμία ήττα δεν είναι παντοτινή».
Φανταστείτε μια εποχή ταραγμένη – κυρίως στην Ελλάδα. Μετά τον Πόλεμο και πριν τον Εμφύλιο. Οταν ο κόσμος της γαλλικής διανόησης και της τέχνης μάθαινε από τον Ροζέ Μιλιέξ για τα βάσανα και την αντίσταση του ελληνικού λαού το 1940 – 1944. Και τού προσέφερε τέχνη και κείμενα, σαν αυτό του Αλμπέρ Καμί, ως «προσφορά στον ελληνικό λαό», που αγωνίστηκε.
Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε ο χειρόγραφος «φόρος τιμής» του υπαρξιστή Ζαν Πολ Σαρτρ, του Πολ Ελιάρ, του Αντρέ Ζιντ και άλλων – συνολικά 200, κατά μία εκδοχή! «Από όλες τις αποχρώσεις του φάσματος του γαλλικού πλουραλισμού», όπως έγραφε ο Ροζέ Μιλιέξ.
Από τον συντηρητικό συγγραφέα, δημοσιογράφο και εκδότη της «Comœdia» Γκαμπριέλ Μπουασί ώς τον μαρξιστή νομπελίστα Χημείας Φρεντερίκ Ζολιό-Κιουρί. Από τον Ελβετό προτεστάντη θεολόγο Ρολάν Ντε Πιρί ώς τον ιισουίτη καρδινάλιο Ανρί Ντε Λιμπάκ και τον αγνωστικιστή και αντιστασιακό συγγραφέα με το ψευδώνυμο Vercors.
Μήπως ήρθε καιρός να μάθουμε (ξανά) για αυτές τις προσφορές γάλλων διανοούμενων και καλλιτεχνών «στον ελληνικό λαό», με αφορμή την ανάκτηση της κλεμμένης από την Εθνική Πινακοθήκη «Κεφαλής Γυναίκας» του Πάμπλο Πικάσο;
Ας εξηγηθούμε, λοιπόν: Για όσους δεν τον θυμούνται, ο Ροζέ Μιλιέξ ήταν ο «Ελληνας της Μασσαλίας», που αποκαλούσε την πατρίδα του «κόρη της Αρχαίας Φώκαιας». Ηταν από το 1936 καθηγητής Φιλοσοφίας στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας – IFA, βοηθός αρχικά του διευθυντή του, Οκτάβιου Μερλιέ (μαζί με τη σύζυγό του, Μέλπω, ίδρυσε το 1930 το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, το οποίο μετεξελίχθηκε στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών), και διευθυντής του αργότερα. Πολύ καλός φίλος του Γάλλου κινηματογραφιστή Ιβ Αλεγκρέ (πρώτου συζύγου της Σιμόν Σινιορέ, πριν τον Ιβ Μοντάν) και προστατευόμενος του μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα Αντρέ Ζιντ.
Ο Ροζέ Μιλιέξ ανέλαβε την πρωτοβουλία του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, να μετατραπεί το νεοζηλανδικής σημαίας πλοίο «Μataroa», τον Δεκέμβριο του ’45, σε μια «σύγχρονη κιβωτό», που μετέφερε από την Ελλάδα στην Ιταλία δεκάδες νέους έλληνες καλλιτέχνες και επιστήμονες, με τελικό προορισμό το Παρίσι, προκειμένου να γλιτώσουν από τις πολιτικές διώξεις.
Επιβάτες του «Ματαρόα» ήταν, μεταξύ άλλων, ο αρχιτέκτονας Πάνος Τζελέπης, οι φιλόσοφοι Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Παπαϊωάννου, Μιμίκα Κρανάκη, Κώστας Αξελός, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, οι φοιτητές αρχιτεκτονικής Εμμανουήλ Κινδύνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Αθανάσιος Γάττος, Κωνσταντίνος Μανουηλίδης, Νικόλας Χατζημιχάλης, Γιώργος Κανδύλης, Πάνος Τσολάκης, Τάκης Ζενέτος, ο κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος, ο μουσικός Δημήτρης Χωραφάς, οι γιατροί Ανδρέας Γληνός και Ευάγγελος Μπρίκας, η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου, η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, οι φιλόλογοι Εμμανουήλ Κριαράς και Σταμάτιος Καρατζάς.
Στη Γαλλία του Βισύ
Πάμε, όμως, λίγο πριν. Εν μέσω πολέμου. Το 1943 ο Ροζέ και η σύντροφός του, πεζογράφος Τατιάνα Μιλιέξ (μετέπειτα Τατιάνα Γκρίτση-Μιλιέξ) ταξίδεψαν σιδηροδρομικά, ύστερα από αμέτρητες περιπέτειες στην κατεχόμενη Ευρώπη, από την Ελλάδα στην Νότιο Γαλλία. Με την βοήθεια φίλων, όπως ο Ιταλός φιλέλληνας διευθυντής της Casa d’ Italia, του σημερινού Iταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου Αθηνών – που μέχρι τότε ήταν η έδρα της Ιταλικής Πρεσβείας της Δημοκρατίας του Σαλό. Και έφτασαν στην μη κατεχόμενη περιοχή της ελεύθερης γαλλικής Κυβέρνησης του Βισί.
Να θυμίσουμε ότι, τότε, το ευρωπαϊκό (και το γαλλικό) πνεύμα είχε στρατευτεί, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, στον Αγώνα κατά του Άξονα.
Αρχική πρόθεση των Μιλιέξ ήταν να συγκεντρώσουν κείμενα για την Ελλάδα και να εκδώσουν ένα βιβλίο – λεύκωμα. Μια «Χρυσή Βίβλο», στην οποία θα υπέβαλαν «τα σέβη τους προς την Ελλάδα θαυμαστές και φίλοι από τη Γαλλία».
Ο πρώτος γάλλος καλλιτέχνης, που ανταποκρίθηκε, ήταν ο Αντρέ Φουζερόν, ο οποίος και τούς παρέδωσε ένα χειρόγραφο κείμενο και ένα υπογεγραμμένο έργο του.
Η δωρεά περιλάμβανε 29 πίνακες, σχέδια, χαρακτικά, γλυπτά και βιβλία τέχνης, πέρα από τα κείμενα, χειρόγραφα και δακτυλογραφημένα αλλά ενυπόγραφα, που έφεραν πίσω στην Αθήνα οι Μιλιέξ στα τέλη του 1945.
«Η δωρεά προτάθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση επίσημα το 1946, αλλά δεν έγινε αποδεκτή διότι εθεωρήθη κομμουνιστικός δάκτυλος!», έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο παλαίμαχος ιστορικός Τέχνης Ντένης Ζαχαρόπουλος.
«Ζήτησαν μάλιστα επισήμως την αποπομπή του Μιλιέξ από το Γαλλικό Ινστιτούτο. Η Γαλλία δεν δέχτηκε κι απλά τον κάλεσε στο Παρίσι για διοικητική αναδιοργάνωση των Ινστιτούτων, στέλνοντας ως αναπληρωτή τον άλλοτε σπουδαίο διευθυντή Οκτάβ Μερλιέ ως το 1948, όπου ο Μιλιέξ επανήλθε κι ανέλαβε το Ινστιτούτο».
«Οι πολιτικές διαμάχες, που εξελίχθηκαν σε εμφύλιο, δεν επέτρεψαν να τον παραλάβει και να τον αξιοποιήσει η Αντίσταση για την οποία είχε δοθεί», όπως το έθεσε από την πλευρά του ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και συγγραφέας Λάμπρος Βαζαίος, απόγονος του Υδραίου ιδρυτή και εκδότη του «Ανεξάρτητου» (της «Δημοκρατικής εφημερίδος της Επανάστασης του 1821»), Παντελή Κ. Παντελή.
Ο Ντένης Ζαχαρόπουλος συνεχίζει: «Το 1949, με τα έργα κλειδωμένα στο τελωνείο, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, τότε υπουργός Παιδείας, απαίτησε να απαλειφθούν οι λέξεις «λαός» και «αντίσταση» από τη δωρεά. Ο Γάλλος πρέσβης, μπαφιασμένος από τόσα χρόνια απαξίωσης, δέχτηκε. Ετσι έγινε ‘Δωρεά των Γάλλων καλλιτεχνών στην Ελλάδα’».
«Το 1949, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, όπου τότε διευθυντής ήταν ο Οκτάβιος Μερλιέ, παρουσιάστηκε η απεικόνιση του θαυμασμού και της αλληλεγγύης για την ηρωική Αντίσταση του ελληνικού λαού κατά το διάστημα 1940-1944 στην έκθεση την αποτελούμενη από 48 έργα, τιμητική δωρεά σπουδαίων καλλιτεχνών (Ματίς, Μπρακ, Πικάσο, Λεζέ, Μπονάρ, Μαρκέ, Μπουρντέλ, Μάριου Πράσινου κ.ά.) του 20ού αιώνα. Αυτή η δωρεά προήλθε από τη μεγάλη προσπάθεια του ζεύγους Μιλιέξ, οι οποίοι όταν στα χρόνια της Κατοχής βρέθηκαν στη Νότιο Γαλλία (τότε η Τατιάνα μετέφρασε τη ‘Σιωπή της θάλασσας’ του Βερκόρ) και προέβαλαν το ελληνικό θαύμα και μέσα από τις εκδόσεις ‘Τετράδια του Νότου’», όπως το περιγράφει η καθηγήτρια στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Χριστίνα Φίλη.
«Τα έργα δεν άρεσαν ιδιαίτερα όταν εκτέθηκαν στο IFA – Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, το δύσκολο 1949, και παραδόθηκαν μάλλον το 1950 στην Εθνική Πινακοθήκη», όπως καταγράφει η ιστορικός Τέχνης Μαριλένα Κασιμάτη. «Παλαιότερα είχα μάθει πως σχεδίαζαν κάτι σαν δημοπρασία στο IFA για να ενισχυθούν ταλαιπωρημένες από τον Εμφύλιο οικογένειες, αλλά φαίνεται πως δεν επιβεβαιώνεται.
»Τα έργα παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 1980, πολύ αργότερα το 2003 στην Πάτρα, Θεσσαλονίκη και Κέρκυρα και τέλος το 2007 με την ευκαιρία του εορτασμού των 100 χρόνων του IFA.
»Μια σειρά από γραπτά συμπαράστασης στους αγώνες των Ελλήνων που ανήκουν στην ίδια ομάδα, φυλάσσονται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. Ανάμεσά τους χειρόγραφα των Σαρτρ, Καμί, Λε Κορμπιζιέ, Κλοντέλ, Τζαρά, Ζολιό-Κιουρί, Ελιάρ, Ζιντ και Έλσα Τριολέ. Μεταφράστηκαν μερικώς μόλις το 2014. Και «πλήρως το 2018», κατά τη Μαριλένα Κασιμάτη. Υπό τον τίτλο «Φόρος Τιμής στην Ελλάδα» και από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας – να συμπληρώσουμε – επί υπουργίας Δημήτρη Βίτσα.
Ο Ροζέ Μιλιέξ εξέδωσε το 1979, όπως παρατηρούν η ίδια και ο Ντένης Ζαχαρόπουλος, λεύκωμα υπό τον τίτλο «Hommage à la Grèce» – όπως και ο λόγος του Αντρέ Μαλρό το 1959, στην Ακρόπολη» – που μεταφράστηκε το 1980 ώς «Αφιέρωμα στην Ελλάδα 1940-1944», με τα έργα τέχνης που συνέλεξε από τους Γάλλους «για να τιμηθεί η ηρωική αντίσταση των βασανισμένων Ελλήνων»
Αυτή ήταν η Συλλογή Μιλιέξ, στην οποία ανήκε και το κλεμμένο «Κεφάλι Γυναίκας» του Πάμπλο Πικάσο, που μόλις ανακτήθηκε (και… έπεσε). Πάντα, με την… ηχηρή απουσία της Εθνικής Πινακοθήκης και των ιθυνόντων της από αυτή τη δραστηριότητα.
Συλλογή Μιλιέξ από τους γάλλους διανοούμενους και καλλιτέχνες, είπαμε; «Και όμως. Και τώρα κανείς επίσημος ή ημιεπίσημος ή επί τέλους κάποιος κρατικός εκπρόσωπος δεν ανέφερε τον Ροζέ Μιλιέξ!», όπως υποστήριξε ο Λάμπρος Βαζαίος. Γιατί, άραγε;
Αλλη μία απόδειξη ότι ο Πάμπλο Πικάσο παρακολουθούσε τα της ελληνικής Αντίστασης, είναι το σχέδιό του «Ο Παρθενώνας» (1959), που αφορούσε την ηρωϊκή καθαίρεση της ναζιστικής σημαίας στην Ακρόπολη από τους Μανώλη Γλέζο και Λάκη Σάντα. Το σχέδιο εκτέθηκε στην 1η Μπιενάλε της Αθήνας, το 2007.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News