«Είπατε ότι μακάρι η χώρα να είχε άλλους δέκα Παπασταύρου. Δεν έχει άλλους δέκα κ. Σαμαρά, έχει άλλους 2062 που είναι στη Λίστα Λαγκάρντ και θα ελεγχθούν ένας προς έναν. Τελεία και παύλα, ένας προς έναν. Όλοι θα ελεγχθούν», έλεγε εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων, τον Μάρτιο του 2015, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της Βουλής, απευθυνόμενος προς τον τότε πρόεδρο της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά. Ο Σαμαράς είχε πει νωρίτερα τη γνωστή ατάκα ότι «μακάρι η χώρα να είχε δέκα Παπασταύρου», η οποία είχε γίνει αντικείμενο χλεύης από την τότε κυβερνώσα πλειοψηφία.
Από εκείνο τον Μάρτιο του 2015 πέρασαν έξι χρόνια, προκειμένου να έρθει η τελική δικαίωση του Παπασταύρου με το αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την υπόθεσή του από την ελληνική Δικαιοσύνη. Επί έξι χρόνια, το όνομα του Σταύρου Παπασταύρου ήταν συνυφασμένο στην κοινή συνείδηση με τη διαφθορά, τη διαπλοκή, τον παράνομο πλουτισμό. Μέχρι σε σποτ του ΣΥΡΙΖΑ «πρωταγωνίστησε» ο άλλοτε σύμβουλος του Αντώνη Σαμαρά, με αναφορά στους «2062 Παπασταύρου» που είχε «μετρήσει» ο Τσίπρας στη Βουλή. Λίστα Λαγκάρντ, Panama Papers, ακόμα και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση για το ξέπλυμα χρήματος ήταν οι υποθέσεις, με τις οποίες συνδέθηκε το όνομα του Παπασταύρου.
Τι αποδείχθηκε μέσα σε αυτά τα έξι χρόνια; Τίποτα. Φαντάζομαι πως μέσα σε αυτά τα έξι χρόνια η ελληνική Δικαιοσύνη είχε άπλετο χρόνο να ψάξει, να ξετινάξει τον Παπασταύρου και τους συν αυτώ. Αλλά δεν βρήκε τίποτα και πλέον τον παραδίδει στην κοινωνία χωρίς την παραμικρή δίωξη. Σε αυτά τα έξι χρόνια, βρέθηκε αντιμέτωπος με τέσσερις ποινικές προκαταρκτικές εξετάσεις. Όλες αρχειοθετήθηκαν. Του επεβλήθη πρόστιμο ύψους 3 εκατομμυρίων ευρώ από το ελληνικό κράτος, το οποίο όμως στη συνέχεια ακυρώθηκε αμετάκλητα στα φορολογικά δικαστήρια και μάλιστα το ποσό του επεστράφη στο ακέραιο επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί το πρόστιμο; Γιατί οι Εισαγγελείς κατά της Διαφθοράς, με επικεφαλής την Ελένη Τουλουπάκη, η οποία πλέον έχει «ξηλωθεί» και έχει επιστρέψει στην Κεντρική Υπηρεσία της Εισαγγελίας, αγνόησαν κρίσιμο έγγραφο-το έθαψαν, λέει ο Παπασταύρου-από την Κύπρο, το οποίο τον αθώωνε επί της ουσίας. Το έγγραφο αυτό αγνοήθηκε πριν από την κατάθεση του Παπασταύρου τον Ιούνιο του 2016 και ενάμιση χρόνο μετά, αλλά και τον Νοέμβριο του 2017, όταν ζητήθηκε η ποινική του δίωξη. Για το κακούργημα, μάλιστα, της απόπειρας εξαπάτησης του ελληνικού Δημοσίου, ο Παπασταύρου αντιμετώπιζε ακόμα και την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Όλα αυτά θα ήταν μια ακόμα ιστορία, αν δεν αφορούσε τη ζωή ενός ανθρώπου, ο οποίος φλέρταρε με τη φυλακή ενώ, στην πραγματικότητα, οι κατηγορίες εις βάρος του είχαν καταπέσει. Είναι, όμως, προφανές, όπως πλέον έχει αποδειχθεί περίτρανα για τον άξονα «Ρασπούτιν»-Εισαγγελίας Διαφθοράς κ.ο.κ., ότι αρκετές διώξεις είχαν και πολιτικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο επιχειρηματίας Σάμπυ Μιωνή, στις πρόσφατες αποκαλύψεις-φωτιά που έκανε για τον Νίκο Παππά και τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, καταγγέλλει ότι ο πρώην πανίσχυρος υπουργός Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ του ζητούσε ο Παπασταύρου να βγει μπροστά και να «δώσει» τη Μαρέβα Μητσοτάκη.
Έξι χρόνια μετά, θα μπορούσε κανείς να πει «νερό και αλάτι». Δεν είναι έτσι όμως, όταν το όνομά σου έχει γίνει συνώνυμο της λαμογιάς και της κομπίνας. Πολλοί άκουσαν τα όσα ειπώθηκαν για τον Παπασταύρου, λίγοι θα ακούσουν για το απαλλακτικό βούλευμα. Και ακόμα λιγότεροι θυμούνται. Είναι σαν εκείνες οι μέρες του 2014-2015 να είναι μια παλιά ανάμνηση, ενταφιασμένη στο υποσυνείδητό μας. Μετά το απαλλακτικό βούλευμα, όμως, εκκρεμεί και μια συγγνώμη. Και αυτή θα είναι πολιτικά ευεργετικό να ειπωθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ένα δείγμα ωριμότητας, μια έμπρακτη αποδοχή λάθους. Ακόμα και ενός λάθους που κόστισε πολύ σε έναν άνθρωπο, έστω και από την αντίπερα πολιτική όχθη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News