Ο κινηματογράφος στη μεταπανδημική εποχή έχει απόλυτη ανάγκη από βεβαιότητες. Η βιομηχανία καλείται άμεσα να καλύψει τις ζημιές της πρωτοφανούς κρίσης, περιορίζοντας τους κινδύνους και επιλέγοντας πολύ προσεκτικά που επενδύει με στόχο την ανάκαμψή της. Οι παραγωγοί αναζητούν ιστορίες που αγγίζουν άμεσα τους θεατές, μιλώντας τη γλώσσα τους και εκφράζοντας τα συναισθήματά τους, όπως αυτά διαμορφώνονται στο πλαίσιο της επικαιρότητας. Αρκετοί, μάλιστα, είναι εκείνοι που καταφεύγουν σε δοκιμασμένες συνταγές για να εμπνευστούν, σε ταινίες που θεωρούνται πλέον κλασικές, σε έργα που κατάφεραν να γεμίσουν τα ταμεία, προσκαλώντας ή μάλλον προκαλώντας, συγχρόνως, το κοινό να επανεξετάσει τις όποιες πεποιθήσεις του.
Εχοντας αυτά κατά νου, ο Πάολο Μπαλντίνι, κριτικός κινηματογράφου της Corriere della Sera, διερωτάται σε κείμενό του εάν υπάρχει μία ταινία η οποία, παρότι προβλήθηκε πρώτη φορά πριν από δεκαετίες, εξακολουθεί να είναι ακόμα εξαιρετικά επίκαιρη. Την απάντηση, φυσικά, την δίνει ο ίδιος, γράφοντας για το έργο «Θέλμα & Λουίζ».
«Εχοντας επαναλανσαριστεί από το #MeToo, από το κίνημα υπέρ της ισότητας των φύλων και την υπόθεση Γουάινσταϊν, η ταινία του Ρίντλεï Σκοτ με τη Σούζαν Σαράντον, τη Τζίνα Ντέιβις και έναν νεαρό Μπραντ Πιτ είναι του 1991 αλλά μοιάζει σαν να γράφτηκε χθες. Αποτελεί ένα γενεαλογικό μανιφέστο», γράφει ο ιταλός κριτικός.
Ομως όσοι κινούν τα νήματα στο Χόλιγουντ, γνωρίζουν πολύ καλά πως τα ριμέικ είναι πολύ επικίνδυνα, πως οι πιθανότητες να μην αρέσουν στο κοινό όσο τα πρωτότυπα είναι πάρα πολλές. Ούτε ριμέικ, οπότε, ούτε πρίκουελ ή σίκουελ της «Θέλμα & Λουίζ» πρόκειται να δούμε. Πριν από λίγες ημέρες, ωστόσο, οι δυο γυναίκες επέστρεψαν στη μεγάλη οθόνη.
Την προηγούμενη εβδομάδα με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από την πρεμιέρα του έργου, η Τζίνα Ντέιβις (Θέλμα) και η Σούζαν Σαράντον (Λουίζ), μαζί με την Κάλι Κούρι, τη σεναριογράφο της ταινίας, έδωσαν το «παρών» σε επετειακή εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Greek Theatre του Λος Αντζελες, απαντώντας αρχικά σε ερωτήσεις δημοσιογράφων και παρακολουθώντας στη συνέχεια την ταινία σε μία γιγαντοοθόνη.
Επρόκειτο για μια ντράιβ-ιν προβολή και οι θεατές καθόντουσαν μέσα στα αυτοκίνητά τους με τη «Θέλμα» και τη «Λουίζ» να επιβιβάζονται ξανά στο θρυλικό καμπριολέ Ford Thunderbird του 1966. Οι δύο πρωταγωνίστριες της ταινίας έφτασαν στο Greek Theatre μαζί, φορώντας σχεδόν παρόμοια κοντομάνικα μπλουζάκια με την επιγραφή «Είναι η Θέλμα μου και είμαι η Λουίζ της» η Σούζαν Σαράντον και «Είμαι η Θέλμα της και είναι η Λουίζ μου» η Τζίνα Ντέιβις. Μάλιστα δεν παρέλειψαν να ανταμείψουν τους φωτορεπόρτερ, ανταλλάσσοντας ένα φιλί παρόμοιο με εκείνο που σημάδεψε το τραγικό και συνάμα ανθρώπινο και συγκινητικό τέλος της ταινίας.
Μετά την προβολή της, το 1991, και τον ντόρο που προκάλεσε, πάρα πολλοί υποστήριζαν πως επρόκειτο να αρχίσει μία νέα εποχή στο Χόλιγουντ κατά την οποία θα γυρίζονταν περισσότερες «ταινίες με πρωταγωνίστριες γυναίκες, περισσότερες ταινίες για τις γυναίκες, στον δρόμο, αλλά και στα σπίτια και στα γραφεία, οπουδήποτε», υπενθύμισε σε δηλώσεις της η Τζίνα Ντέιβις.
Παραδέχτηκε, όμως, ότι, σήμερα, έπειτα από τρεις δεκαετίες, «ακόμα περιμένουμε. Δεν συνέβη τελικά. Φαίνεται πως κάθε πέντε χρόνια, γυρίζεται μία άλλη ταινία με πρωταγωνίστριες γυναίκες που σημειώνει μεγάλη επιτυχία και ο κόσμο λέει “Ωραία, τώρα σίγουρα όλα πρόκειται να αλλάξουν” αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει κάτι».
Αναφερθείσα στο σενάριο της ταινίας η 65χρονη αμερικανίδα ηθοποιός επισήμανε πως «με βοήθησε να συνειδητοποιήσω πόσες λίγες ευκαιρίες προσφέρουμε στις γυναίκες να παρακολουθήσουν μία ταινία και να αισθανθούν ψυχικά ενθαρρυμένες από τους γυναικείους χαρακτήρες. Στους άνδρες αυτό συμβαίνει με κάθε ταινία που παρακολουθούν».
Ο τρόπος που η ταινία απεικόνισε την «Θέλμα» και την «Λουίζ» ως θαρραλέες, ανεξάρτητες γυναίκες, πρόθυμες να ρισκάρουν τα πάντα για τη φιλία τους, εγκωμιάστηκε ως ένα βήμα προς τα εμπρός για την ενδυνάμωση της γυναίκας στο Χόλιγουντ και στην ευρύτερη κοινωνία. Ωστόσο, κάποιοι άνδρες κριτικοί κινηματογράφου είχαν δυσαρεστηθεί με τον τρόπο παρουσίασης των ανδρών αλλά και με τη βία εναντίον τους.
«Υποτίμησα απολύτως ότι μπαίναμε σε μία περιοχή που κατείχαν λευκοί, ετερόφυλοι άνδρες. Προσβλήθηκαν και μας κατηγόρησαν για εξύμνηση του φόνου και της αυτοκτονίας και για διάφορα πράγματα. Φαινόταν σαν να ήταν ασυνήθιστο ότι θα υπήρχε μια γυναίκα με την οποία θα μπορούσατε να έχετε φιλικές σχέσεις σε μια ταινία. Συνήθως, αν υπήρχαν δύο γυναίκες σε μία ταινία, αυτόματα η μία μισούσε την άλλη για κάποιο λόγο», σχολίασε από την πλευρά της η Σαράντον.
Η «Θέλμα» και η «Λουίζ» ήταν υποψήφιες για έξι Οσκαρ. Ομως το χρυσό αγαλματίδιο κέρδισε τελικά μόνον η Κάλι Κούρι, η σεναριογράφος της. Μετά την επετειακή προβολή της ταινίας στο Greek Theatre του Λος Αντζελες αποκάλυψε πως ανά τα χρόνια δέχτηκε πλήθος αιτημάτων για να δώσει συνέχεια στην κοινή ζωή της «Θέλμα» και της «Λουίζ». «Αλλά δεν ήθελα να το κάνω. Απλά αισθανόμουν ότι το είχαν τερματίσει», σημείωσε, αναφερθείσα στις δύο πρωταγωνίστριες της αλλά και στον σκηνοθέτη της ταινίας, τον εξαιρετικό Ρίντλεï Σκοτ. «Αλλωστε δεν μου αρέσουν πολύ τα ριμέικ», πρόσθεσε.
Ομως φαίνεται πως στην 63χρονη σεναριογράφο και παραγωγό αρέσουν τα μιούζικαλ και αυτό σημαίνει πως «ενδέχεται να είναι το Μπρόντγουεϊ ο κατάλληλος χώρος για να επαναφέρει στη ζωή τη “Θέλμα” και τη “Λουίζ” έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια», σύμφωνα με το Hollywood Reporter.
Μιλώντας στο αμερικανικό περιοδικό η Κάλι Κούρι επιβεβαίωσε πως η ίδια, μαζί με μία ομάδα συνεργατών της, βρίσκονται στα «πολύ πρώτα στάδια» της σύνθεσης ενός μιούζικαλ που θα βασίζεται στην περίφημη ταινία. «Εχουμε ένα βιβλίο και έχουμε και τη μουσική, όμως εξαιτίας της πανδημίας, έχουμε να βρεθούμε όλοι μαζί πάρα, πάρα πολύ καιρό. Οπότε, βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή, αλλά οι προοπτικές είναι πολύ καλές», είπε, δίχως να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες. Επισήμανε, ωστόσο, πως το μιούζικαλ θα είναι «a completely different animal» (ένα εντελώς διαφορετικό ζώο) σε σχέση με την ταινία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News