Το πρόσφατο και πολυσυζητημένο έγκλημα στα Γλυκά Νερά ανέδειξε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο την τραγικότητα του εγκλήματος. Μια τραγικότητα που συνδέεται με την αφαίρεση της ζωής μιας νέας γυναίκας και μητέρας ενός βρέφους, τη χρησιμοποίηση του ίδιου του βρέφους στη «σκηνή» του εγκλήματος και την κακοποίηση του κατοικίδιου της οικογένειας και μάλιστα με ιδιαίτερα θεαματικό τρόπο.
Η τραγικότητα αυτή συμπληρώνεται μέσα από το «μυστήριο» που συνοδεύει το έγκλημα ως προς τον δράστη ή τους δράστες του και, βέβαια, τα κίνητρά του/τους. Το «μυστήριο» αυτό εντείνει τη δραματοποίηση ενός εγκληματικού περιστατικού που συγκινεί την κοινή γνώμη και αποκτά κυρίαρχη θέση στις προβαλλόμενες από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ειδήσεις. Η ασάφεια και η αντιφατικότητα ως προς τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος σε συνδυασμό με την ανατροπή της αρχικής εικόνας και την εμπλοκή του συζύγου και πατέρα ως κατηγορουμένου, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως «αποκορύφωμα» αυτής της έντασης που αγγίζει την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Τι άλλαξε, αλήθεια, στις κοινωνικές αντιδράσεις μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εκδοχής, δεδομένου ότι οι συνέπειες του εγκλήματος στο θύμα είναι ίδιες; Αυτό που άλλαξε είναι το κίνητρο το οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον δράστη κάθε εγκλήματος.
Η αρχική εκδοχή δημιούργησε την εικόνα αγνώστων δραστών που με κίνητρο την παράνομη απόκτηση κέρδους, δολοφόνησαν τη νεαρή μητέρα και όσα άλλα πολύ γνωστά ακολούθησαν. Η εικόνα αυτή προκαλεί έντονη ανασφάλεια στον πολίτη που εκλαμβάνει ως πολύ ή αρκετά πιθανό το ενδεχόμενο να είναι και ο ίδιος θύμα ενός παρόμοιου εγκλήματος. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, επειδή οι ληστείες με πρόκληση σοβαρών ή και θανατηφόρων σωματικών βλαβών, δεν είναι σπάνιες στη σύγχρονη καθημερινότητα.
Τα συναισθήματα που προκαλεί η δεύτερη εκδοχή, όπως επίσημα παρουσιάσθηκε από την Αστυνομία και βάσει της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του συζύγου του θύματος, είναι εντελώς διαφορετικά. Πρόκειται για θλίψη, θυμό και αγανάκτηση -όπως φυσικά σε κάθε αντίστοιχο έγκλημα- αλλά δεν συνδέεται με το φόβο του άγνωστου και, ως εκ τούτου, δεν συναρτάται με τη γενικευμένη ανασφάλεια των πολιτών. Με την επιφύλαξη αλλαγής και πάλι των δεδομένων κατά το επόμενο χρονικό διάστημα και στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, η παρούσα εικόνα αντανακλά χαρακτηριστικά βίας ενδοοικογενειακής ή/και συντροφικής, προερχόμενης από τις σχέσεις δράστη-θύματος και εκτεινόμενης, ενδεχομένως, σε προϋπάρχουσες καταστάσεις.
Αν και ποιοτικά διαφορετικές, οι κοινωνικές αντιδράσεις παραμένουν έντονες και μπορούν να λάβουν τη μορφή «πίεσης» προς την επίσημη κοινωνική αντίδραση, με πολλούς και διάφορους τρόπους, ειδικά στην εποχή της κοινωνικής δικτύωσης που έχει υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Στο πλαίσιο αυτό, μεμονωμένες απόψεις παρουσιάζονται ως κρατούσες, ατεκμηρίωτοι σχολιασμοί μετασχηματίζονται σε «εμπειρογνωμοσύνες» επειδή βρήκαν μεγάλη απήχηση, και ακόμα και «ειδικοί» από τον χώρο της πολιτικής, της επιστήμης ή της δημοσιογραφίας συναγωνίζονται στην αναζήτηση «λύσεων».
Ουδείς μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν είναι θεμιτό το ενδιαφέρον κάθε μέλους της κοινωνίας στην οποία ζει για θέματα σοβαρά, όπως το έγκλημα. Ωστόσο, αυτή η κοινωνία έχει επιλέξει -και ορθότατα- να αναθέσει τη συνολική διαχείριση του εγκληματικού φαινομένου σε αρμόδια θεσμικά όργανα. Αυτά αποτελούν, άλλωστε, τους φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος και είναι αρμόδια και κατάλληλα να επιληφθούν, στο πλαίσιο προϊσχυόντων κανόνων, ελέγχου και λογοδοσίας. Η διεθνής ερευνητική εμπειρία έχει δείξει ότι δεν είναι αβάσιμη η ανησυχία περί τυχόν επηρεασμού της αντεγκληματικής πολιτικής λόγω της ασκούμενης «κοινωνικής πίεσης», κυρίως σε περιπτώσεις παρόμοιων τραγικών εγκλημάτων που αναζητούν «λύτρωση». Ωστόσο, αυτή η «λύτρωση» μόνο μέσα από την Ποινική Δικαιοσύνη μπορεί να προκύψει, η οποία είναι θεμελιώδης πυλώνας της δημοκρατίας και το ultimum refugium για κάθε πολίτη.
* Η Χριστίνα Ζαραφωνίτου είναι Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News