Στο πλαίσιο του παγκόσμιου διαλόγου για την κλιματική αλλαγή εξακολουθεί να κυκλοφορεί μια ιδιαίτερα παραπλανητική άποψη. Πρόκειται για την ιδέα σύμφωνα με την οποία η επικείμενη άνοδος των θερμοκρασιών ανά την υφήλιο κατά τα επόμενα χρόνια θα έχει αρνητικές συνέπειες μόνον για τις ήδη θερμές περιοχές του πλανήτη ενώ συγχρόνως θα καταστήσει πιο ευνοϊκές τις καιρικές συνθήκες στις χώρες που βρίσκονται εγγύτερα στους πόλους της Γης.
Το ότι πρόκειται για μια παραπλανητική άποψη το επισημαίνει σε κείμενό του στη Repubblica o διακεκριμένος ιταλός αρχιτέκτονας, μηχανικός, συγγραφέας και καθηγητής στο περίφημο MIT Κάρλο Ράτι.
«Ποιος θα ωφελούνταν από ένα πιο εύκρατο κλίμα που συνοδεύεται από ακραία καιρικά φαινόμενα και άνοδο της στάθμης της θάλασσας;», διερωτάται, για να επισημάνει πως οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης και οι μητροπόλεις τους κατάφεραν τα τελευταία χρόνια να καταστούν πρωτοπόρες της βιωσιμότητας και της μάχης κατά της κλιματικής αλλαγής.
Σύμφωνα με σχετική έκθεση του World Economic Forum που δημοσιοποιήθηκε στις αρχές του έτους, «μεταξύ των χωρών που ηγούνται της μετάβασης προς την αειφορία, εννέα στις δέκα βρίσκονται στη Γηραιά Ηπειρο και σχεδόν όλες στη βόρεια επικράτειά της». Η Σκωτία, για παράδειγμα, λίγο έλειψε πέρυσι να καλύψει το σύνολο των αναγκών της σε ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, θέτοντας, έτσι, στέρεες βάσεις, ούτως ώστε να καταστεί στο μέλλον μία «Σαουδική Αραβία της αιολικής ενέργειας».
Παρομοίως οι σκανδιναβικές μητροπόλεις, συναγωνίζονται ποια θα περιορίσει περισσότερο και πιο γρήγορα τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Στόχος τους είναι η επίτευξη – μέσω διακριτικών αλλά ουσιαστικών παρεμβάσεων στις μετακινήσεις, στην κατανάλωση πρώτων υλών ή στην παραγωγή ενέργειας – της αποκαλούμενης «κλιματικής ουδετερότητας».
Η Κοπεγχάγη έχει δηλώσει εδώ και καιρό ότι επιδιώκει να καταστεί η πρώτη «κλιματικά ουδέτερη πρωτεύουσα» του κόσμου, φιλοδοξώντας, μάλιστα, αυτό να έχει συμβεί πριν το 2026 ενώ η Στοκχόλμη θέλει έως το 2040 να έχει απαλλαγεί από τα ορυκτά καύσιμα. Ομως σύμφωνα με τον Κάρλο Ράτι περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Ελσίνκι και της Φινλανδίας.
«Η βιωσιμότητα συναποτέλεσε έναν από τους ιστορικούς πυλώνες της εθνικής ανάπτυξης στη μεταπολεμική περίοδο – μαζί με την ισότητα των πολιτών, την ισορροπία μεταξύ εργασίας και ιδιωτικής ζωής, την αρμονία ανάμεσα στις πόλεις και την φύση και την πρωταρχική σημασία του δημόσιου χώρου – που επέτρεψαν σε ένα σχετικά περιφερειακό και αραιοκατοικημένο κράτος να κατέχει σταθερά τις πρώτες θέσεις στις λίστες με τις πιο ευτυχισμένες χώρες στον κόσμο», υπενθυμίζει ο ιταλός αρχιτέκτονας και ακτιβιστής της βιωσιμότητας.
Ηδη πριν από μία διετία οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στο Ελσίνκι ήταν μειωμένες κατά 26% σε σχέση με το 1990, παρά τη σημαντική αύξηση του πληθυσμού του. Ωστόσο η πόλη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ένα σημαντικό πρόβλημα, της θέρμανσης, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη χρήση άνθρακα. Για αυτό εξακολουθούν ακόμα να λειτουργούν στη χώρα κολοσσιαία εργοστάσια θερμοηλεκτρικής ενέργειας.
Το πιο επιβλητικό, του Χανασάαρι, βρίσκεται σε μία γειτονιά του Ελσίνκι και έχει μία καμινάδα ύψους 150 μέτρων, που ξεχωρίζει πάνω από όλα τα υπόλοιπα οικοδομήματα της φινλανδικής πρωτεύουσας. Το επικείμενο κλείσιμο όλων των σταθμών παραγωγής ενέργειας που λειτουργούν με άνθρακα (έως το 2030 σύμφωνα με τον κρατικό προγραμματισμό) αποτελεί μία από τις βασικές ανησυχίες των κατοίκων του Ελσίνκι και για αυτόν τον λόγο συγκαταλέγεται μεταξύ των προτεραιοτήτων των δημοτικών αρχών. Παρότι σχεδόν όλοι συμφωνούν όσον αφορά τον σκοπό, διαφωνούν όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί.
Οι κατοικίες και τα λοιπά κτίρια του Ελσίνκι ζεσταίνονται μέσω ενός συστήματος τηλεθέρμανσης, που χρησιμοποιεί το απόθεμα ζεστού νερού που παράγεται στους σταθμούς παραγωγής ενέργειας. Ωστόσο το να καταστεί φιλική προς το περιβάλλον αυτή η κολοσσιαίων διαστάσεων αστική υποδομή, σίγουρα δεν είναι εύκολη υπόθεση ενώ πέρα από τις δεδομένες τεχνικές δυσκολίες, ζήτημα αποτελεί ότι δεν υπάρχουν έτοιμες και σίγουρες λύσεις, κυρίως λόγω της κλίμακας του έργου.
«Λόγω αυτών των περιορισμών προέκυψε η ιδέα αυτού που οι Αγγλοι αποκαλούν “moonshot” – ένα τεράστιο και φιλόδοξο άλμα ωσάν “μια βολή με στόχο το φεγγάρι”», αναφέρει στο κείμενό του ο Κάρλο Ράτι.
Εχοντας, οπότε, αυτό κατά νου, τον Φεβρουάριο του 2020, λίγο πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, ο δήμαρχος του Ελσίνκι Γιαν Βαπααβουόρι προκήρυξε το «Helsinki Energy Challenge», έναν διαγωνισμό ιδεών με στόχο τη συγκέντρωση το δυνατόν περισσότερων τεχνικών προτάσεων για την επίσπευση της πράσινης μετάβασης στην πόλη. Συνολικά συμμετείχαν περισσότερες από 250 ομάδες από όλον τον κόσμο και έπειτα από έναν χρόνο ανακοινώθηκαν οι νικήτριες, τέσσερις συνολικά, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και η ομάδα του ιταλού αρχιτέκτονα.
«Το project μας ονόματι “Hot Heart” προτείνει τη μεταφορά των θερμών υδάτων που χρησιμοποιούνται για την τηλεθέρμανση στο εσωτερικό μίας τεράστιας θερμικής λεκάνης. Επιπλέοντας στα ύδατα ανοιχτά του λιμανιού, η λεκάνη πρακτικά θα λειτουργεί ως μία τεράστια μπαταρία που θα συσσωρεύει ενέργεια προερχόμενη από ανανεώσιμες πηγές, την οποία στη συνέχεια θα διοχετεύει στο σύστημα, όποτε χρειάζεται».
Ομως το όραμα των Ιταλών για την «Ζεστή Καρδιά» του Ελσίνκι δεν αφορά μόνον ένα έργο υποδομής. «Οι Βόρειες Χώρες καλλιέργησαν ανά τους αιώνες μία ιδιαίτερα γενναιόδωρη ιδέα περί του δημόσιου χώρου. Η φινλανδική εκδοχή του “δικαιώματος δημόσιας πρόσβασης” – “jokamiehenoikeus” στα φινλανδικά, στην κυριολεξία της η λέξη σημαίνει “δικαίωμα κάθε ανθρώπου” – κατοχυρώνει νομικά τη δυνατότητα κάθε πολίτη να κινείται και να περπατά ελεύθερα, να στήνει μία σκηνή, να μαζεύει μούρα και μανιτάρια, σχεδόν παντού, ενίοτε ακόμα και σε ιδιόκτητες εκτάσεις αλλά για περιορισμένο χρονικό διάστημα».
Εμπνεόμενοι από αυτήν την αρχή, οι ιταλοί αρχιτέκτονες πρότειναν μέρος της θερμότητας που θα συγκεντρώνεται στην πλωτή θερμική δεξαμενή, να χρησιμοποιείται για να θερμαίνεται η θάλασσα από κάτω της και ο αέρας από πάνω της. «Κάτω από έναν λεπτό ημιδιαφανή γεωδαιτικό θόλο θα δημιουργούνταν έτσι ένας δημόσιος χώρος θερμός και φωτεινός όλον τον χρόνο: ένα τροπικό αρχιπέλαγος στη μέση της Βαλτικής Θάλασσας, το οποίο ντόπιοι και τουρίστες θα επισκέπτονται με σκάφη», εξηγεί ο Ράτι, συνοψίζοντας την ιδέα του.
Οσον αφορά τα διδάγματα που μπορεί να αντλήσει ο υπόλοιπος κόσμος από το Ελσίνκι και την Ενεργειακή Πρόσκλησή του, το πρώτο είναι ότι για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι απαραίτητη η συνεργασία, η συνένωση διαφορετικών ικανοτήτων και οραμάτων. Ομως το πιο σημαντικό δίδαγμα είναι το δεύτερο και σχετίζεται με την ανάγκη ανάπτυξης νέων μεθόδων με στόχο την καινοτομία.
«Συνήθως οι πόλεις ακολουθούν τη μέθοδο των αποκαλούμενων “best practices” – πρακτικών που αποδείχτηκαν επιτυχημένες κατά το παρελθόν και μπορούν, οπότε, να μας δείξουν τον δρόμο προς το μέλλον. Ωστόσο ο επείγων χαρακτήρας της κλιματικής κρίσης απαιτεί διαφορετική προσέγγιση. Δεν είναι απίθανο πως ολοένα περισσότερες μητροπόλεις θα επιλέγουν το δρόμο του “moonshot”. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο δήμαρχος Βαπααβουόρι κατάφερε να αποδείξει στην παγκόσμια κοινότητα πώς επιτυγχάνεται η καινοτομία, όχι μόνο όσον αφορά τους στόχους αλλά και στην πράξη. Ο άνεμος που πνέει από τον Βορρά ενδέχεται σύντομα να θερμαίνει την «Ζεστή Καρδιά» του Ελσίνκι και, ίσως στο μέλλον, και την καρδιά πολλών άλλων πόλεων, σε όλον τον κόσμο», καταλήγει ο ιταλός αρχιτέκτονας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News