Φαίνεται πως τελικά ο κορονοϊός δεν αφήνει καμία χώρα αλώβητη. Ακόμα και όσες στάθηκαν υπόδειγμα στη διαχείρισή τους στην πρώτη ή δεύτερη φάση της πανδημίας, δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τα πλοκάμια του SARS-CoV-2.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ταϊβάν, που διαφημίστηκε σε όλο τον πλανήτη για το πόσο καλά τα πήγε την άνοιξη και το φθινόπωρο του 2020, όταν οι περισσότερες χώρες αντιμετώπισαν τρομακτικά προβλήματα. Κι ενώ για 250 ημέρες δεν είχε κανένα εγχώριο κρούσμα και τα 23,5 εκατ. κάτοικοι ζούσαν μία κανονική ζωή, από τον Απρίλιο, η χώρα βρίσκεται στη δίνη της Covid-19.
Πλήρωμα αεροσκάφους έφερε μαζί του τον κορονοϊό, ο οποίος εξαπλώθηκε ταχύτατα παντού και η χώρα χρειάζεται άμεσα βοήθεια από το εξωτερικό.
Εντεκα χιλιάδες κρούσματα και 260 θάνατοι, το 90% μετά τα μέσα Μαΐου είναι ο τελευταίος απολογισμός, ενώ πολύ κακές είναι οι επιδόσεις της στους εμβολιασμούς: έχει εμβολιαστεί λιγότερο από το 3% του πληθυσμού. Η πρόεδρος Τσάι Ινγκ-γουέν βγήκε στην τηλεόραση για να διαβεβαιώσει ότι οι ΗΠΑ έστειλαν 750.000 δόσεις.
Οι ειδικοί που μίλησαν στον Guardian είπαν ότι η χώρα είναι θύμα της δικής της επιτυχίας, ότι επαναπαύθηκε στις δάφνες της και δεν φρόντισε να μείνει ενήμερη για τις νέες εξελίξεις στο μέτωπο του κορονοϊού, για τα επιστημονικά δεδομένα, που αλλάζουν ταχύτατα, τις επικίνδυνες παραλλαγές του ιού, την σημασία του καλού εξαερισμού κλειστών χώρων, το πόσο πολύτιμα για την αποτροπή διασποράς του κορονοϊού αποδείχθηκαν τα έγκαιρα lockdown σε πολλές χώρες ή τη χρησιμότητα των μαζικών τεστ.
Οι αρχές πίστευαν ότι έχουν υπό έλεγχο την πανδημία με την ιχνηλάτηση και τα στοχευμένα τεστ, αλλά διαψεύστηκαν γιατί δεν υπολόγισαν τις πολύ πιο μεταδοτικές παραλλαγές όπως το βρετανικό στέλεχος που έφτασε στη χώρα τον Απρίλιο και άρχισε να εξαπλώνεται ταχύτατα.
«Νομίζαμε ότι μπορούσαμε να τον περιορίσουμε σε μικρή κλίμακα, αλλά αυτός ο κορονοϊός είναι πολύ μοχθηρός», είπε ο Τσεν Τσιεν-γεν, σύμβουλος της κυβέρνησης, που ήταν υπουργός Υγείας το 2003, όταν ξέσπασε η επιδημία του SARS, την οποία η Ταϊβάν αντιμετώπισε με μεγάλη επιτυχία.
Η κυβερνητική αρχή που επιβλέπει την πορεία της πανδημίας, δήλωσε ότι τα κατάφεραν πολύ καλά στα σύνορα, αλλά όχι στο εσωτερικό μέτωπο.
Οι πολίτες ζούσαν κανονικά επί 11 μήνες, έχοντας αντιμετωπίσει με επιτυχία τέσσερις απειλές σε όλη αυτή την περίοδο, κάτι που μάλλον έδωσε υπερβολική αυτοπεποίθηση στην κυβέρνηση και τον λαό ότι δεν κινδυνεύει, γράφει ο Guardian.
Κι ενώ είχαν ήδη αρχίσει να αυξάνονται τα κρούσματα, οι αρχές δεν εμπόδισαν τις μεγάλες οικογενειακές συγκεντρώσεις και τις μετακινήσεις για τη γιορτή της μητέρας, ενώ οι ταϊβανέζοι γέμισαν τα εστιατόρια.
Δέκα ημέρες αργότερα, όταν άρχισαν να φαίνονται οι συνέπειες στον αριθμό των κρουσμάτων, η κυβέρνηση έλαβε κάποια μέτρα, αλλά όχι αρκετά αυστηρά, λένε οι ειδικοί.
Στο μεταξύ, η χώρα δεν είχε φροντίσει να βελτιώσει το σύστημα επεξεργασίας των μαζικών διαγνωστικών ελέγχων. Παρόλο που διαθέτει 169 σταθμούς, μαζεύτηκαν δεκάδες χιλιάδες τεστ που δεν προλάβαιναν να τα επεξεργαστούν πριν το τέλος Μαϊου. Μόνο τότε φάνηκε ότι η κυβέρνηση έπρεπε να έχει προχωρήσει σε αυστηρό lockdown, αν και είναι ένα μέτρο που οι αρχές αποφεύγουν με κάθε τρόπο.
Οι φωνές όμως για την εφαρμογή αυστηρότερων μέτρων πολλαπλασιάζονται, καθώς οι επιχειρήσεις διστάζουν να εφαρμόσουν την τηλεργασία σε μία κουλτούρα που δεν είναι συνηθισμένη.
Οσο για τα εμβόλια, η κυβέρνηση καθυστέρησε τρομερά να κάνει ενέργειες για την προμήθειά τους και την κατάστρωση του εμβολιαστικού πλάνου. Επαναπαύθηκαν στη συμμόρφωση των πολιτών στη χρήση μάσκας και την τήρηση των αποστάσεων και πίστεψαν ότι δεν θα υπάρχει μεγάλη ανάγκη για εμβολιασμούς, είπε ο Πίτερ Τσανγκ, επιστήμονας και γενικός διευθυντής της Παγκόσμιας Ιατρικής Συμμαχίας της Ταϊβάν.
Η Ιαπωνία ανακοίνωσε ότι δωρίζει 1,2 εκατ. δόσεις στη χώρα, ενώ αμερικανοί γερουσιαστές έφτασαν στην Ταϊπέι με φορτίο εμβολίων.
Στο μεταξύ, τα κρούσματα δεν πέφτουν, ενώ το επίπεδο 3 του συναγερμού (με ανώτατο το 4) θα συνεχιστεί έως τα τέλη του Ιουνίου, όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News